ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ;
1. Ο όρος αλλοτρίωση (αποξένωση) είναι ένας από τους πολυχρησιμοποιημένους όρους-έννοιες τόσο στην περιοχή της άμεσης, καθημερινής ζωής όσο και σε εκείνη της φιλοσοφίας και της επιστήμης. Απαντά με πολλές και διαφορετικές σημασίες σε όλες αυτές τις περιοχές. Οι περισσότερες απ’ αυτές τις σημασίες μπορούν να θεωρηθούν ως τροποποιήσεις μιας ευρείας σημασίας που προκύπτει από την ετυμολογία και τη μορφολογία της λέξης: αλλότριος, ξένος.
Η αλλοτρίωση (αποξένωση), υπό μια γενική
έννοια, είναι η πράξη ή το αποτέλεσμα της πράξης, μέσω της οποίας κάτι ή κάποιος , γίνεται (ή έχει γίνει) αλλότριος,
ξένος σε κάτι, ή σε κάποιον άλλον. Στην καθημερινή χρήση, η αλλοτρίωση σημαίνει
συχνά απομάκρυνση από εαυτόν και από
άλλους. Στο νόμο συνήθως αναφέρεται
στη μεταβίβαση περιουσίας από ένα άτομο σε άλλο, είτε με πώληση είτε ως δώρο.
Στην ψυχιατρική αποξένωση συνήθως
σημαίνει απόκλιση από την
κανονικότητα. δηλαδή παραφροσύνη. Στη σύγχρονη ψυχολογία και κοινωνιολογία
χρησιμοποιείται συχνά για να ονομάσει το αίσθημα
αλλοτρίωσης ενός ατόμου από την
κοινωνία, τη φύση, τους άλλους ανθρώπους ή τον εαυτό του. Για πολλούς
κοινωνιολόγους και φιλοσόφους, η αλλοτρίωση είναι το ίδιο με την πραγμοποίηση, σύμφωνα με την οποία οι ιδιότητες,
ενέργειες, σχέσεις κ.λπ. του ανθρώπου μεταποιούνται
σε ιδιότητες, ενέργειες, σχέσεις των πραγμάτων,
που είναι εντελώς ανεξάρτητα από τον άνθρωπο και κυβερνούν, καθορίζουν τη ζωή
του. Η αλλοτρίωση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την αυτο-αλλοτρίωση (αυτο-αποξένωση): τη διαδικασία, ή το αποτέλεσμα της διαδικασίας, με την
οποία ένας Εαυτός (θεός ή άνθρωπος) μέσω του εαυτού του (μέσω της δικής του δράσης) γίνεται
ξένος στον εαυτό του, στη δική του φύση.
2. Η
έννοια της αλλοτρίωσης αναπτύχθηκε για πρώτη
φορά φιλοσοφικά από τον Hegel. Ορισμένοι μελετητές υποστήριξαν ότι το
χριστιανικό δόγμα για το προπατορικό
αμάρτημα και τη λύτρωση μπορεί να
θεωρηθεί ως η πρώτη εκδοχή της θεωρίας του Χέγκελ για την αλλοτρίωση και την
αποξένωση. Σύμφωνα με άλλους, η έννοια της αλλοτρίωσης βρήκε την πρώτη της
έκφραση, στη δυτική σκέψη, στην έννοια της ειδωλολατρίας
της Παλαιάς Διαθήκης. Άλλοι πάλι υποστήριξαν ότι η πηγή για την αντίληψη του
Χέγκελ σχετικά με τη φύση ως μια αυτο-αλλοτριωμένη
μορφή του απόλυτου πνεύματος μπορεί
να βρεθεί στην άποψη του Πλάτωνα για τον φυσικό
κόσμο ως μια ατελή εικόνα του
υπέρτατου κόσμου των Ιδεών. Σε κάθε
περίπτωση είναι κοινώς παραδεκτό πως
ο Χέγκελ, ο Λούντβιχ Φόιερμπαχ και ο Καρλ Μαρξ είναι οι τρεις πρώτοι στοχαστές που έδωσαν, πριν από κάθε άλλον, μια ρητή επεξεργασία της
αλλοτρίωσης και των οποίων η ερμηνεία είναι το σημείο εκκίνησης για όλες τις
συζητήσεις για την αλλοτρίωση στη σημερινή φιλοσοφία, κοινωνιολογία και
ψυχολογία. Είναι βασική ιδέα της φιλοσοφίας του Χέγκελ πως ό,τι είναι, είναι,
σε τελευταία ανάλυση, Απόλυτη Ιδέα, Απόλυτο Πνεύμα ή, στη λαϊκή γλώσσα, θεός. Πώς την εννοεί πιο συγκεκριμένα ο
Χέγκελ την Απόλυτη Ιδέα; Τούτη δεν είναι ούτε ένα σύνολο σταθερών πραγμάτων ούτε ένα άθροισμα στατικών ιδιοτήτων αλλά ένας δυναμικός Εαυτός, που εμπλέκεται σε μια
κυκλική διαδικασία αλλοτρίωσης και
αποξένωσης. Η φύση είναι μόνο μια αυτο-αλλοτριωμένη (αυτο-αποξενωμένη) μορφή
του Απόλυτου Πνεύματος, και ο άνθρωπος
είναι το Απόλυτο στη διαδικασία της
αποξένωσης. Ολόκληρη η ανθρώπινη ιστορία είναι η συνεχής ανάπτυξη της γνώσης του Απόλυτου από τον άνθρωπο και,
ταυτόχρονα, η ανάπτυξη της αυτογνωσίας
του Απόλυτου, που μέσα από το πεπερασμένο πνεύμα
αποκτά αυτογνωσία και επιστρέφει, από την αυτο-αλλοτρίωση του στη φύση, στον
εαυτό του. Το πεπερασμένο πνεύμα, ωστόσο, είναι κι αυτό αποξενωμένο. Είναι
βασικό χαρακτηριστικό του πεπερασμένου πνεύματος, του ανθρώπου, να παράγει
πράγματα, να εκφράζεται με ή σε αντικείμενα, να αντικειμενοποιείται σε φυσικά πράγματα, κοινωνικούς θεσμούς και
πολιτιστικά προϊόντα. Και κάθε αντικειμενοποίηση είναι, αναγκαστικά, μια
περίπτωση αλλοτρίωσης: τα παραγόμενα αντικείμενα γίνονται ξένα προς τον
παραγωγό. Η αποξένωση με αυτή την έννοια μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με να είναι φιλοσοφικά εγνωσμένη. Ο Χέγκελ αναφέρει
πολύ παραστατικά στη Φαινομενολογία για το υπό συζήτηση
θέμα:
«Το οικείο εν γένει, επειδή ακριβώς είναι οικείο,
δεν είναι εγνωσμένο» (Φαινομενολογία του πνεύματος τ. Ι,
σ. 153)
Διαρκώς λοιπόν ο άνθρωπος, το πεπερασμένο
πνεύμα, δεν μένει στο απλώς οικείο, στο γνωστό, αλλά, ως μια δύναμη
νοητικής διαμεσολάβησης, χρησιμεύει κατά
κάποιο τρόπο ως όργανο της αυτογνωσίας
του Απόλυτου Πνεύματος, του φιλοσοφικά εγνωσμένου. Στο βαθμό που δεν επιτελεί αυτό το λειτούργημα, δεν
εκπληρώνει την ανθρώπινη υπόστασή του και είναι απλώς ένας άνθρωπος που
αποξενώνεται από τον εαυτό του.