Αριστοτέλης
384-322 π.Χ.
Τι είναι η ἐντελέχεια;
§1
Προκαταρκτικές παρατηρήσεις
Θα μιλήσουμε για την εντελέχεια στον Αριστοτέλη, μια από τις πιο δύσκολες αλλά και πιο ουσιαστικές έννοιες για να πλησιάσουμε τον πυρήνα της σκέψης του. Η εν λόγω έννοια συμπλέκεται πραγματικά με το σύνολο σχεδόν της αριστοτελικής φιλοσοφίας και αποτελεί έναν όρο με πολύτροπες σημάνσεις και υποδηλώσεις. Κάθε επομένως προσέγγισή της απαιτεί από τον έναν ή τον άλλο μελετητή της αριστοτελικής φιλοσοφίας μια σταθερή προσήλωση στο γνήσια φιλοσοφικό πνεύμα της και όχι απλώς στον ρόλο της ως τεχνικού όρου· μια τέτοια δηλ. προσήλωση στη βαθύτερη κατανόηση των εσωτερικών της σχέσεων εντός των αριστοτελικών κειμένων, ώστε μια στοιχειωδώς ευπρόσωπη ερμηνεία να μην είναι κάτι σαν επιπόλαια και επιφανειακή γνώμη ή στερεότυπη άποψη, άκρως καταστροφική για την ουσία της φιλοσοφίας και κατ’ επέκταση για το νόημα του ευ ζην· απεναντίας να εισδύει στο λεχθέν, να αναστοχάζεται και να μεταστοχάζεται ενεργά επί του ήδη υπαρκτού σκέπτεσθαι, με απώτερο επίτευγμα την ανάδειξη των πιο ευαγγελισμένων πτυχών του ανθρώπινου Dasein, της ανθρώπινης ύπαρξης.
§2
Προς μια μεθ-οδική προσέγγιση
της ἐντελέχειας
Ι. Είναι
μια φιλοσοφική έννοια, εκ πρώτης όψεως τεχνικός όρος, που χρησιμοποιεί ο
Αριστοτέλης για να δηλώσει μια κατάσταση ολοκλήρωσης, τελείωσης:
την πλήρη, την τέλεια ανάπτυξη ενός όντος, την ενεργώς πραγματική παρουσία ενός
τέλους, μιας απο-τελειωμένης, απο-τετελεσμένης, ολοκληρωμένης μορφής.
Κατ’ αυτό το πνεύμα παραπέμπει στην ολοκλήρωση και στην εντελή μορφή της
ενεργού πραγματικότητας (Wirklichkeit) ενός
όντος, δηλαδή της ἐνέργειας ενός
οποιουδήποτε Κάτι· συναφώς στο πλήρες απο-τέλεσμα,
που προκύπτει από την ἐνέργεια, ήτοι
επενέργεια μιας μορφής, υπό την έννοια του είδους.
ΙΙ. Ως προς
το ζήτημα, ποιος έπλασε αυτό τον όρο, δεν υπάρχει ομοφωνία ανάμεσα
στους μελετητές της αριστοτελικής και γενικότερα της αρχαίας ελληνικής
φιλοσοφίας. Από τη μια πλευρά, η εισαγωγή του όρου στη φιλοσοφία, η εφεύρεσή
του αποδίδεται στον Αριστοτέλη. Αυτή η εκτίμηση μοιάζει
να επικρατεί. Υπάρχουν ωστόσο και μελετητές που υποστηρίζουν πως ο
Αριστοτέλης βρήκε αυτό τον όρο στην Ακαδημία του Πλάτωνος,
όπου σπούδαζε. Άρα μια πρώτη συγκρότηση και χρήση αυτού του όρου, με τις
ανάλογες και για την πλατωνική σκέψη σημασίες, ανιχνεύεται στις προφορικές
συζητήσεις της πλατωνικής Ακαδημίας.
ΙΙΙ. Σχετικά
με την ετυμολογική προέλευση του συγκεκριμένου όρου, η έρευνα τείνει να αποδέχεται
ως πιο πιθανή εκδοχή την παραγωγή του από το ἐντελής/ῶς ἔχειν ή
από το ἐν-τέλος-ἔχειν, με το
νόημα της πραγματοποιημένης παρουσίας ενός τέλους, δηλαδή ενός
σκοπού ή κατά λέξη: «έχω ένα τέλος [=σκοπό] σε κάτι παρόν (ἔν τινι)». Σε
άλλο σημείο, αποσαφηνίζοντας ούτως ειπείν τούτη την τελευταία φράση: «έχω …
παρόν» αναφέρει ο Αριστοτέλης:
«αυτό που έχει γίνει, υπάρχει ήδη μέσα σε κάτι παρόν»[1].
Σε κάθε περίπτωση δίνεται έμφαση στην
επιτέλεση της ολοκλήρωσης ή τελείωσης, στην ολοκλήρωση του επιτευχθέντος τέλους
[=σκοπού], ενώ σωστά απορρίπτεται κάθε ταύτιση
της ἐντελέχειας με
τη λέξη ἐνδελέχεια, που
σημαίνει: διάρκεια, συνεχής ενέργεια ή επενέργεια.
§3
Προς την ουσία της ἐντελέχειας
Ι. Στα
αριστοτελικά κείμενα, η ἐντελέχεια εμφανίζεται
γενικώς με δυο σημασίες: α) ως συνώνυμη με την ἐνέργειαν: η
ενέργεια π.χ. για την κατασκευή ενός αγάλματος. Η έννοια της ενέργειας είναι
αδιαχώριστη από την έννοια της δυνάμεως, πράγμα που σημαίνει ότι η ενέργεια ενός
πράγματος περνά από μια δυνητική κατάσταση σε μια πραγματική τοιαύτη. Όταν
επιτευχθεί η κατάσταση της πλήρους ενέργειας, τότε ο Αριστοτέλης μιλάει για εντελέχεια. β) Επομένως πρόκειται για
μια τελείωση, ολοκλήρωση της ἐνέργειας, άρα για
το αποτέλεσμα της διεργασίας ή διαδικασίας που εκφράζει η ενέργεια. Π.χ. το
άγαλμα ως συγκεκριμένο καλλιτέχνημα. Γράφει ανάμεσα στα άλλα ο Αριστοτέλης:
«αφού λοιπόν το ον λέγεται όχι μόνο με τη σημασία του τι
[= τι εστί] ή του ποιού ή του ποσού, αλλά και με εκείνη της δύναμης και της
εντελέχειας και του έργου [=της ενέργειας], ας προσδιορίσουμε τα σχετικά με τη
δύναμη και την εντελέχεια»[2].
ΙΙ. Εδώ,
ο κορυφαίος Έλληνας φιλόσοφος θεματοποιεί την εντελέχεια ως σχετικώς αντίθετη με
τη δύναμη και ως ισοδύναμη με την ενέργεια. Στο πλαίσιο της
εξεταζόμενης σχέσης ανάμεσα στη δύναμη και την ενέργεια επανέρχεται, στη
συνέχεια, και παρουσιάζει την ενέργεια ως λογικά
συσχετιζόμενη, δηλαδή σε ενδοσυνάφεια, με την εντελέχεια:
«η ενέργεια, που είναι συνυφασμένη με την εντελέχεια,
πήρε το όνομα της από την περιοχή των κινήσεων, στην οποία κυριολεκτικά ανήκει
και επεκτάθηκε απ’ αυτή στα άλλα πράγματα· γιατί η ενέργεια, κατά κοινή
παραδοχή, είναι κατ’ εξοχήν κίνηση. Γι’ αυτό και στα μη όντα δεν αποδίδουμε
κίνηση … Διότι μερικά από τα μη όντα υπάρχουν δυνάμει· δεν υπάρχουν πραγματικά,
επειδή δεν υπάρχουν ἐντελεχείᾳ»[3].
ΙΙΙ. Με βάση
την ετυμολογία των δυο εννοιών: ἐντελέχεια και ἐνέργεια, μπορεί
κανείς να εντοπίσει τα σημεία στα οποία διαφέρουν: η εντελέχεια σχετίζεται
περισσότερο με τον χαρακτήρα του τέλους, δηλαδή του σκοπού,
και συναφώς χαρακτηρίζει την επιτευχθείσα ενέργεια. Π.χ. όχι το άγαλμα,
ως γενικό καλλιτεχνικό επίτευγμα αλλά ως καθορισμένο και επί μέρους
εξειδικευμένο, ας πούμε άγαλμα ανθρώπινης μορφής ή ζώου κ.λπ. Η ενέργεια
σχετίζεται εν πολλοίς με το έργο, με την εν έργω διαδικασία
πραγμάτωσης ή ολοκλήρωσης. Αλλά και τούτη η διάκριση είναι ρευστή και ισχύει
πάντα στο πλαίσιο των εκάστοτε συγκεκριμένων διανοημάτων των συμφραζομένων.
IV. Στα Φυσικά η
εντελέχεια νοείται για τον Αριστοτέλη όχι μόνο ως επιτευχθείσα τελείωση, ενέργεια,
αλλά κυρίως ως η διαδικασία πραγμάτωσης, ως η ενεργοποίηση δυνατοτήτων,
ως ο δρόμος προς ένα σκοπό που δεν έχει επιτευχθεί
ακόμη. Εάν σε κάθε γένος του όντος, μας λέει ο Αριστοτέλης[4], συμβαίνει να διαφοροποιείται το εντελεχείᾳ υπάρχον
από το δυνάμει, η κίνηση είναι η εντελέχεια του δυνάμει όντως·
ή
με άλλα λόγια, η εντελέχεια του δυνάμει όντος, όταν τούτο ενεργεί ως κινητό
[=αντικείμενο κινήσεως] και όχι ως τέτοιο που υπάρχει, ως αυτό τούτο, δηλ.
ως υποκείμενο κινήσεως, είναι κίνηση. Π.χ.: ο χαλκός είναι
όντως δυνάμει ανδριάντας και ως τέτοιος είναι κίνηση· δεν
είναι όμως κίνηση ως χαλκός, δηλαδή η εντελέχεια του χαλκού. Με βάση ένα τέτοιο
πνεύμα θα ορίσει στο Περί Ψυχής την ψυχή ως
«είδος πρώτης εντελέχειας ενός φυσικού σώματος, που
διαθέτει δυνάμει ζωή, δηλαδή ενός οργανικού σώματος. Τέτοιου είδους …είναι το
σώμα που συμβαίνει να είναι οργανικό… Αν λοιπόν χρειαζόταν να αποδώσουμε κάτι
κοινό σε κάθε ψυχή, τότε θα ήταν η πρώτη εντελέχεια»[5].
Με βάση αυτή την έννοια της εντελέχειας
προβαίνει στη συνέχεια ο Αριστοτέλης σε μια λελογισμένη διαφοροποίηση
διαφόρων βαθμίδων της πραγμάτωσης και των τροπικών βαθμίδων προς μια
τέτοια πραγμάτωση εν-ότητας σώματος και ψυχής. Η τελευταία, καθ’ όλη τούτη τη
διαδικασία, αποτελεί την αξιωματική αρχή κάθε ενέργειας και ως
τέτοια είναι κάτι περισσότερο από μια προκαταρκτική προϋπόθεση
για την ως άνω πραγμάτωση. Ταυτόχρονα όμως, αυτή καθεαυτήν, δεν αποτελεί ποτέ
την τελική ενέργεια, την ολοκληρωμένη ενεργό πραγματικότητα,
καθώς ένα έμβιο ον, ακόμη και στον ύπνο που δεν είναι ενεργοποιημένο, λογίζεται
έμψυχο, δεν χάνει την ψυχή του.