Μάρτιν Χάιντεγκερ
1889–1976
Μετά τον θάνατο του θεού:
Πού βρίσκεται το Νόημα της ζωής;
§1. Οι μεγάλες φιλοσοφίες μας έχουν προσφέρει ως τώρα σπουδαίες αφηγήσεις για ένα οικουμενικό νόημα της ζωής, το ίδιο για όλα τα ανθρώπινα όντα σε όλες τις εποχές και σε όλους τους τόπους. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το νόημα της ζωής μπορεί να αναζητηθεί μόνο στον κύκλο μιας μεγαλεπήβολης αφηγηματικής δομής. Τούτο προκύπτει από το γεγονός ότι ο θάνατος του θεού, σε όλες του τις μορφές, σημαίνει, de facto, τον θάνατο της προσπάθειας να ανακαλύψουμε ένα οικουμενικό νόημα, την εγκατάλειψη της αναζήτησης για να ανακαλύψουμε οτιδήποτε θα μπορούσε να θεωρηθεί ως νόημα της ζωής. Με εξαίρεση τη μεταθανάτια άποψη του Νίτσε, αν μπορούμε να μιλήσουμε για μια τέτοια άποψη στ’ αλήθεια, ότι το νόημα της ζωής είναι η δύναμη, οι φιλόσοφοι μετά τον θάνατο του θεού συμφωνούν γενικά ότι δεν υπάρχει νόημα της ζωής, ότι η ζωή ως κάτι τέτοιο δεν έχει νόημα. Καθένας μιλάει για τον -ισμό, που ο ίδιος βλέπει να υπάρχει ως συμφορά ή μη και να συνδέεται με την ουσία της ζωής: παραλογισμός, μηδενισμός κ.λπ. Προφανώς, στην περίπτωση του νοήματος της ζωής, συμβαίνει: η αντίληψη για το οικουμενικό νόημα της ζωής να αντιπαρατίθεται, ειδικά στη σύγχρονη εποχή, με την αντίληψη ότι, αν η ζωή εν γένει είναι χωρίς νόημα, δεν συνεπάγεται πως και η ζωή μου είναι χωρίς νόημα.
§2.
Είναι φανερό, ως
προκύπτει, ότι η ζωή χρειάζεται
νόημα για να αξίζει να τη ζει κανείς και ότι το νόημα που προσωπικά δίνει ή
επιδιώκει να δώσει καθένας στη ζωή του είναι
σε θέση να εξασφαλίσει μια αξιοπρεπή
βίωση. Βέβαια και το οικουμενικό
νόημα παίζει σημαντικό ρόλο σε μια τέτοια βίωση, αρκεί να έχει κανείς επίγνωση της
διαλεκτικής σχέσης ατομικού και
καθολικού νοήματος. Ο Καμύ είναι από
τους λίγους στοχαστές, που ρητά υποστηρίζει ότι μια αξιόλογη ζωή δεν μπορεί να έχει κανένα νόημα, είτε
καθολικό είτε προσωπικό, αφού οποιοδήποτε νόημα αποκόπτει κάποιον από τα ζωντανά
της θέλγητρα. Ο Χάιντεγκερ ακολουθεί
μια εντελώς διαφορετική πορεία. Ιδιαίτερα στην πρώιμη φάση της σκέψης του θεωρεί
πως το νόημα της ζωής κάποιου έχει τη βάση του όχι στο άτομο αλλά στην κοινότητα με το περιώνυμο Dasein του Είναι και Χρόνος. Εν τούτοις, και
αυτός δεν εξαιρεί τον εαυτό του από τη
γενική συναίνεση ότι δεν υπάρχει
τέτοιο πράγμα, όπως ένα καθολικό, που υπερβαίνει το κοινοτικό νόημα της ζωής. Κατ’
αυτό το πνεύμα λοιπόν δεν συμμερίζεται τη θέση της ηπειρωτικής φιλοσοφίας περί
θανάτου του θεού ως απάντηση στο
ερώτημα: ποιο είναι το νόημα της ζωής;
παρά μόνο εδώ διακρίνει ότι ένα τέτοιο
ερώτημα περιέχει μια ψευδή προϋπόθεση:
την προϋπόθεση ότι υπάρχει κάτι όπως
«το νόημα της ζωής».
§3.
Κατά τη
ριζική στροφή της σκέψης του το 1930 περίπου, δηλαδή μετά τη δημοσίευση του Είναι
και Χρόνος, διαφαίνεται ότι έχει να πει κάτι μοναδικό για το νόημα της ζωής. Ορισμένες πτυχές της σκέψης του ή
ιδέες περί αυτού δεν άφησαν ανεπηρέαστους φιλοσόφους όπως τον Φουκώ ή τον Ντεριντά.
Υπό μια διαφορετική οπτική από όλους τους μετά
τον θάνατο του θεού φιλοσόφους, ο Heidegger πιστεύει ότι υπάρχει νόημα στη ζωή αυτή καθεαυτήν
και αποτελεί την Ουσία του ανθρώπου ως
τέτοιου. Αυτή την Ουσία καλείται το ίδιο το ανθρώπινο ον να σκέφτεται και να διαφυλάττει. Τι συμβαίνει λοιπόν πραγματικά; Το δράμα του
ανθρώπινου όντος στη σύγχρονη πλανητική ή οικουμενική εποχή είναι η ανεστιότητά του: το Είναι του δεν έχει πια πατρίδα, η ύπαρξή του, το Dasein
του,
αν και συνυπάρχει με τους άλλους μέσα
στον κόσμο, δεν έχει εστία, ζει μέσα στην αθλιότητα
και τη συντριβή. Αυτή η
κατάπτωση της ανθρώπινης ύπαρξης δεν είναι απλώς έτσι απλά αλλά καθαρά
οντολογική. Όπως λέει ο ίδιος ο Χάιντεγκερ:
«…
στη γη και γύρω της συμβαίνει ένα
σκοτείνιασμα του κόσμου. Τα ουσιαστικότερα συμβάντα αυτού του σκοτεινιάσματος είναι
τα εξής: η φυγή των θεών, η καταστροφή της γης , η μαζοποίηση του ανθρώπου, η
προβολή των μετριοτήτων».[1]
§4.
Η οικουμενικότητα τελικά, που διαλαλείται
ως το μέγιστο επίτευγμα της μεταμοντέρνας
εποχής, δεν είναι παρά ένα συμπαντικό
σκοτείνιασμα, ένας κόσμος που αποτελείται από σκιές, κατά την Πλατωνική αλληγορία του
σπηλαίου, και όπου η σκέψη, το πνεύμα του ανθρώπου είναι πράγματα διωγμένα. Στη
θέση τους επικρατούν οι σκιές, κατά
τον Χάιντεγκερ δηλαδή, οι μετριότητες.
Αυτό που μένει είναι το καθήκον, το έργο του φιλοσόφου να βγει ο ίδιος στο φως και εκεί να αναζητήσει το αληθινό νόημα της ζωής, το ξέφωτο
της υπαρκτικής του Ουσίας. Τούτο σημαίνει περαιτέρω πως ο φιλοσοφικός στοχασμός
πρέπει να μεταστοχαστεί[2]
την ανεστιότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, την εγκόσμια διαμονή του ανθρώπου, προτού η τελευταία πνιγεί οριστικά
στα στυγερά ύδατα του μηδενισμού. Η Ουσία,
κατ’ αυτό το πνεύμα, του ανθρώπου συνδέεται με την εγκόσμια διαμονή του και με
τον τρόπο που τη συλλαμβάνει. Όσο ο ίδιος, ως ύπαρξη, εμβαθύνει στην κατανόηση αυτής της Ουσίας, τόσο πιο αποφασιστικά
προσηλώνεται στην αναζήτηση νοήματος για τον εαυτό του ως υπαρκτικό ον. Με βάση
την οπτική τούτης της προσήλωσης, ο Χάιντεγκερ διερευνά σε ένα από τα ύστερα
κείμενά του με τίτλο: «Οικοδομείν Οικείν
Σκέπτεσθαι»[3]
το νόημα γύρω από την εγκόσμια διαμονή του σύγχρονου ανθρώπου, ειδικά κατά την μεταπολεμική περίοδο.
§5.
Το νόημα της ζωής εν τέλει συνάπτεται με την αναζήτηση του νοήματος του Είναι [των ανθρώπινων
υπάρξεων]. Πού αναζητείται τούτο το
νόημα; Αναζητείται εκεί που είναι ο
άνθρωπος, εκεί που κατ-Οικεί, δηλαδή
μέσα στον κόσμο, πέραν οιασδήποτε χειραγώγησής του ή εκ-τόπισής του από
κατασκευασμένες εικόνες, αλλότριους μηχανισμούς ή από σύγχρονους τεχνολογικούς
βιασμούς της φύσης [του] κ.λπ. Η κατ-οίκηση
τούτη μέσα στον κόσμο δεν συνδέεται αποκλειστικά
και μόνο με την οικο-δόμηση μιας κατοικίας ή δεν εξαντλείται στη διαμονή μας σε μια οικία παρά εκτυλίσσεται ως αγώνας, [4]
ως ο κατά Ηράκλειτο «πόλεμος» για
την πραγμάτωση της ύπαρξής μας ως της ουσίας
του Είναι[5]
και τούτο δεν σημαίνει παρά να μαθαίνουμε
να ζούμε ως υπάρξεις εκεί όπου ολόκληρο
το Είναι μας, όλα τα χαρακτηριστικά της υπαρκτικής μας οντότητας είναι φως. Που βρίσκεται αυτό το φως; Βρίσκεται στο Νόστο: στην επι-στροφή του
Οδυσσέα στην Ιθάκη, δηλ. στην Εστία μας,
στη διαμονή μας στον πάτριο τόπο που
ιδιάζει στην ενδοκοσμική μας ύπαρξη. Όσο ο άνθρωπος εκριζώνεται από τις ιστορικές Εστίες του Είναι του, τόσο χάνει από
τα μάτια του τη γραμματική της τάξης,
που του επιφυλάσσει η μητρώα Γη.
§6. Με τη
διαμονή στην ιστορική μας Εστία μαθαίνουμε
να οικούμε ως αυθεντικοί κάτοικοι,
να ζούμε ως οι «φύλακες» του κόσμου μας,
δηλαδή να τον αντιμετωπίζουμε με φειδώ: ενάντια σε οποιαδήποτε τεχνολογική, ιδεολογική κ.λπ. κατασπατάληση, παραμόρφωση,
εξολόθρευση του φυσικού
περιβάλλοντος στο όνομα του εκσυγχρονισμού. Το φείδεσθαι μας εναρμονίζει με το αποκεκαλυμμένο οντολογικό στοιχείο της ύπαρξής
μας, και μάλιστα με τέτοιο τρόπο ώστε οι αλλαγές
που κάνουμε σε αυτόν να οδηγούν τη
ζωή μας πάντα μπροστά και όχι σε βιασμούς των διαφόρων πτυχών της, άρα στην απόλυτη έκπτωσή της. Έτσι
αποκτά αληθινό νόημα η ζωή μας και
δεν γίνεται βάρος της θνητής μας ύπαρξης:
«Πώς μπορούμε λοιπόν να κατοικούμε τη γη, τη φύση και το
φυσικό περιβάλλον; Με φειδώ: να τα αφήνουμε στην ελευθερία τους, δηλαδή να τα
στηρίζουμε για να πραγματώνουν την ουσία τους, να μην τα καθυποτάσσουμε και τα
εκμεταλλευόμαστε αλλά να τα προστατεύουμε από βλάβη και απειλή, να τα
διασώζουμε. Το οικείν έτσι μας διανοίγει σε μια αυθεντική και όχι υπολογιστική
σχέση με τα πράγματα· σε μια οικείωση, γειτνίαση, συνεύρεση με αυτά και όχι
απομάκρυνση, αποστασιοποίηση ή καταναλωτική απληστία. Εν τέλει, τούτο είναι που
ομο-λογεί την αλήθεια του Είναι: με τον τρόπο του φείδεσθαι συλ(ν)-λέγει τα πράγματα,
ήτοι συγκεντρώνει τα τέσσερα στοιχεία: γη, ουρανό, θεότητες και θνητούς σε ένα
ενιαίο όλο»[6].
[1] Δημ. Τζωρτζόπουλος: M. Heidegger-Η Ερμηνευτική της Ανθρώπινης Ύπαρξης. Εκδ. Διανόηση: Αθήνα 2021, σσ. 229-230.
[2] Για το πώς εννοεί τον μεταστοχασμό ο Χάιντεγκερ βλ. GA (Gesamtausgabe) 40, 126.
[3] Διεξοδική ανάλυση αυτού
του σπουδαίου δοκιμίου βλ. στο: M. Heidegger-ερμηνευτική της ανθρώπινης ύπαρξης, ό.π., σσ. 228 κ.εξ.
[4] M. Heidegger ό.π., σ.
265 κ.εξ.
[5] M. Heidegger-Ερμηνευτική … ό.π.,
σ. 247.
[6] Ό.π., σ. 273.