§1. Δισσοί Λόγοι: το συγκεκριμένο κείμενο
είναι μια σοφιστική πραγματεία, που
γράφτηκε γύρω στα 400 π.Χ. και της οποίας ο συγγραφέας είναι άγνωστος. Έχει
σωθεί σε ορισμένα χειρόγραφα του Σέξτου του Εμπειρικού χωρίς τίτλο. Τον τίτλο Δισσοὶ λόγοι
[=δυο ειδών λόγοι (αντιθετικοί μεταξύ τους)] τον πήρε από μεταγενέστερους
μελετητές με βάση τις αρκτικές λέξεις του εν λόγω έργου:
«Δισσοὶ λόγοι λέγονται ἐν τῇ Ἑλλάδι ὑπὸ τῶν φιλοσοφούντων περὶ τῶ ἀγαθῶ καὶ τῶ κακῶ»
(=Δυο ειδών απόψεις υποστηρίζονται στην Ελλάδα από όσους φιλοσοφούν για το καλό και το κακό).
Πιο ειδικά, κατά τη διάρκεια των αιώνων, έχουν γίνει πολλές προτάσεις ως απάντηση στο ερώτημα πότε δημιουργήθηκε αυτό το κείμενο, από ποιον, με ποια πρόθεση και υπό την επίδραση ποιων άλλων συγγραφέων. Ωστόσο, από την πρώτη δημοσίευση της έκδοσής του το 1979, οι περισσότεροι μελετητές συμφώνησαν με την εκτίμηση του Robinson[1], σύμφωνα με την οποία οι Δισσοί Λόγοι γράφτηκαν κάποια στιγμή γύρω στο 403-395 π.Χ. και είναι μια συλλογή από αρκετά πλήρεις αλλά ανεπεξέργαστες σημειώσεις διαλέξεων, που δεν έχουν πραγματικά προγραμματιστεί για δημοσίευση. Θα πρέπει να είναι σημειώσεις διαλέξεων ενός σοφιστή ιωνικής προέλευσης ενώπιον ενός ακροατηρίου που ομιλεί τη δωρική διάλεκτο, πιθανώς από τα Μέγαρα, τη Σικελία ή τη Νότια Ιταλία. Η σκέψη του εμφανίζεται σε μεγάλο βαθμό επηρεασμένη από τον Πρωταγόρα και σε μικρότερο βαθμό από τον Ιππία, τον Γοργία, ίσως τον ίδιο τον Σωκράτη και έναν αριθμό εθνογράφων.
§2. Είναι αλήθεια πω το έργο αυτό
αποτελεί μια ζωντανή μαρτυρία για τη
μορφή, με την οποία αναπτύχθηκε η λεγόμενη παλαιότερη
Σοφιστική (Γοργίας, Πρωταγόρας,
Ιππίας και Πρόδικος) γύρω στο τέλος του
5ου και προς τον 4ο αιώνα π.Χ. Αξίζει ιδιαίτερα να αναφερθεί ότι στο έργο
έχουν εισχωρήσει και γνήσιες
σωκρατικές ανησυχίες, όπως προαναφέρθηκε. Το κείμενο, γραμμένο σε μια δωρική διάλεκτο, αναμεμειγμένη με
κάποιες ιωνικές και αττικές μορφές της γλώσσας, συντίθεται από εννέα σύντομα επί
μέρους δοκίμια και μοιάζει με τις -χωρίς ιδιαίτερες λογοτεχνικές αξιώσεις- σημειώσεις ενός μαθητή από διαλέξεις των
σοφιστών. Οι πέντε πρώτες ενότητες συγκροτούν
μια σειρά από διαλεκτικά, ρητορικώς αντιλογικά ή εριστικά επιχειρήματα, τα
οποία, έχοντας δομηθεί σύμφωνα με ένα χαρακτηριστικό σχήμα, στοχεύουν να
αποδείξουν ως αληθείς δυο αμοιβαία
αποκλειόμενους, αντιθετικούς
ισχυρισμούς. Οι αντιθέσεις αυτές υποδηλώνονται
εν μέρει στις επικεφαλίδες: «Περί καλού και κακού» (1). «Σχετικά με το όμορφο
και το άσχημο» (2), «Σχετικά με το δίκαιο και το άδικο» (3), «Σχετικά με την
αλήθεια και το ψεύδος» (4). Το πέμπτο δοκίμιο είναι μια παράλληλη συνέχεια του σχετικού
με τον Λογισμό και τον Παραλογισμό. Από το 6 και μετά, τα
διαλεκτικά επιχειρήματα σταδιακά δίνουν τη θέση τους σε άλλα, γενικότερα ρητορικά-σοφιστικά μοτίβα που συγκροτούν την κινητήρια
δύναμη της φιλοσοφικής συζήτησης της
εποχής. Η σοφιστική λογική της αντιθετικής επιχειρηματολογίας δεν είναι γενικά
αρνητική και απορριπτέα, όπως είθισται να πιστεύει ο κοινός νους, αλλά ένα
τολμηρό άνοιγμα στη σκέψη του εαυτού και του άλλου.
§3. Έτσι, στο 7, ο συγγραφέας κάνει
λόγο σχετικά με το αν πρέπει ή όχι να καθορίζονται με κλήρωση τα αξιώματα των
δημοσίων υπαλλήλωνꞏ με άλλα λόγια στρέφεται ενάντια στο αττικό έθιμο
της κλήρωσης των δημοσίων υπαλλήλων στα αξιώματά τους, στο 8, με το στυλ του Ιππία, εξυμνεί τις τεράστιες ικανότητες του
αληθινού σοφιστή και τέλος στο 9, πάλι με το στυλ του Ιππία, εξυμνεί την αξία της
μνημονικής ικανότητας και τεχνικής. Εν
μέρει, το κείμενο μοιάζει σαν απεικόνιση της πρότασης του Πρωταγόρα ότι υπάρχουν δύο αντιθετικές
αποφάνσεις για κάθε πράγμα. Ξανά και ξανά μας θυμίζει σκέψεις από το
περίφημο βιβλίο αυτού του κορυφαίου σοφιστή Αντιλογίαι. Όσο πιθανές
κι αν ακούγονται αυτές οι υποθέσεις, όσο σίγουρες κι αν είναι οι αναφορές, η μορφή και το περιεχόμενο του υπό
συζήτηση κειμένου σίγουρα δεν επιτρέπουν
σε κάποιον να σχηματίσει μια ιδέα
για τις Αντιλογίες του Πρωταγόρα. Μάλλον, φαίνεται ότι εδώ έχουν
συγκεντρωθεί σκέψεις διαφόρων παλαιότερων σοφιστών και εμπειρικό
υλικό από την παλαιότερη εθνογραφία και καθιστούν δυνατή μια κάποια κατανόηση της εικόνας της σοφιστικής, όπως τούτη διδασκόταν στα επαρχιακά σχολεία ή
σχολές εκείνη την εποχή. Από άποψη
επιχειρημάτων, οι Δισσοί Λόγοι καταπιάνονται με ένα
θέμα που μας θυμίζει σε μεγάλο βαθμό όψεις από το έργο του Γοργία Περί
του Μη-Όντος έως την ιστορία του Θουκυδίδη για τον
Πελοποννησιακό πόλεμο και περαιτέρω έως τον Θεαίτητο του Πλάτωνα.
§4.
Συνοπτικά
δηλαδή πρόκειται για τη θέση που αποδίδεται κυρίως στους Σοφιστές ότι όλες οι διαφοροποιήσεις είναι
απλώς σχετικές και επομένως τελικά α-διάφορες. Τούτο σημαίνει για την
πρακτική δράση πως, αν η ίδια πράξη άλλοτε
φαίνεται δίκαιη και άλλοτε άδικη, τότε καταρρέει η διαφοροποίηση μεταξύ δικαιοσύνης και
αδικίας και επιτρέπεται πλέον στον καθένα να κάνει ό,τι θέλει. Στο πλαίσιο
αυτού του γενικού πνεύματος της συγκεκριμένης πραγματείας, συζητούνται επίσης
διάφορα θέματα κεντρικού ενδιαφέροντος
για δασκάλους, πολίτες και ρήτορες στην αττική
δημοκρατία: η δυνατότητα διδασκαλίας της αρετής και της σύνεσης, η σωστή
επιλογή των αξιωματούχων, οι απαραίτητες γνώσεις για την πολιτική δραστηριότητα
και τον λόγο και τέλος τις τεχνικές μνήμης. Η σύνθεση των θεμάτων, η χαλαρή αλληλουχία τους και ο συχνά
ανεπεξέργαστος χαρακτήρας του κειμένου δίνουν την εντύπωση ότι οι Δισσοί
Λόγοι ήταν μια πρόταση εν είδει προτύπου
ή τουλάχιστον εν είδει «σεναρίου»
για σοφιστική διδασκαλία. Προσφέρει έτσι μια άμεση εικόνα της σοφιστικής
διδακτικής κατάστασης. Η προσπάθεια να αποκτήσει κανείς πρόσβαση στις τρέχουσες
διανοητικές συζητήσεις της εποχής του είναι αδιαμφισβήτητη. Ωστόσο φαίνεται επίσης προφανές ότι πίσω από την
πραγματεία υπάρχει μια αντικειμενική
στάση απέναντι στις θέσεις σε αυτές τις συζητήσεις. Η σπουδαιότητά του επομένως είναι ένα περαιτέρω βήμα προς τη σωστή αποτίμηση της σοφιστικής ουσίας της γνώσης, η οποία είχε ήδη
αναπτύξει υψηλά πρότυπα
επιχειρηματολογίας πριν από τον Πλάτωνα.
§5. Σκοπός βέβαια
του συγκεκριμένου έργου, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι να αναπαραγάγει μεμονωμένες φιλοσοφικές
συζητήσεις, αλλά κυρίως να εξοπλίσει
τους ακροατές με δια-νοητική δύναμη, δηλαδή με την τυπική ικανότητα να επιχειρηματολογούν υπέρ της
δικής τους άποψης. Στο πλαίσιο, για παράδειγμα, μιας πολιτικής διαμάχης πρέπει κανείς να διαθέτει την ικανότητα να αντικρούσει, όταν είναι απαραίτητο, τις
αντίθετες αντιρρήσεις και να αγωνιστεί, με κάθε τρόπο, για την υπερίσχυση της δικής του γνώμης. Το
γενικό πνεύμα λοιπόν αυτής της πραγματείας συνδέεται με την κουλτούρα της επιχειρηματολογίας και ο συγγραφέας της, που κατά πάσα πιθανότητα εκπαιδεύτηκε στην Αθήνα, έχει τη
χαρακτηριστική αξίωση, αφενός, να παρουσιάσει υποδειγματικά ρητορικά επιχειρήματα και, αφετέρου, να εισαγάγει
φιλοσοφικές θέσεις, όπως ο σχετικισμός
και ο αντισχετικισμός, για να τους
επιτεθεί και από τις δύο πλευρές, έτσι ώστε να πέσουν σε εριστικές
επιχειρηματολογικές παγίδες απομυθοποίησης.
Πρόκειται, εν τέλει, για την προπλατωνική
κουλτούρα της επιχειρηματολογίας, που περιλαμβάνει την εμφάνιση της
επαγγελματικής ρητορικής και τον επαναπροσανατολισμό της φιλοσοφίας στις
σφαίρες της ηθικής και της πολιτικής. Στο πλαίσιο της επαγγελματικής
ρητορικής αναπτύσσεται κατ’ εξοχήν η δημόσια
επιχειρηματολογία στο δικαστήριο και
στις πολιτικές συνελεύσεις, ενώ στην
περίπτωση της φιλοσοφίας τείνει να αναπτυχθεί ένας κριτικός και αυτόνομος λόγος
γύρω από την παράδοση και την αναγκαία υπέρβαση.
[1] Robinson, T. M. (ed.) (1979), Contrasting arguments. An
Edition of the Dissoi Logoi, New York: Arno Press, σσ. 41 κ.εξ.