Παρασκευή 24 Μαρτίου 2023

Γιατί οι άνθρωποι πρέπει να φιλοσοφούν;


 

Ο άνθρωπος είναι φύσει φιλοσοφικό Ον

 

1. Εγγενές χαρακτηριστικό του ανθρώπου, ως σκεπτόμενου όντος, είναι η  έντονη εσωτερική διάθεση για αναζήτηση, για γνώση, για μάθηση και για έρευνα. Όλοι οι σπουδαίοι σταθμοί της ιστορίας δεν μπορούν να κατανοηθούν χωρίς την έμφυτη ορμή και κλίση του ανθρώπου προς μια τέτοια γνώση. Η τάση αυτή του ειδέναι οδηγεί, αν υπάρχει και σωστός προσανατολισμός, στην προχώρηση πέραν μιας σκόρπιας εμπειρίας ή απλής γνώμης. Υπό μια γενική, καθολική άποψη, όλοι σχεδόν οι άνθρωποι εμφανίζουν στιγμές στη ζωή τους, όπου νιώθουν την ανάγκη να οργανώσουν τη σκέψη τους, λιγότερο ή περισσότερο φιλοσοφικά, για να αντιμετωπίσουν τους γρίφους ή τις ξαφνικές κακοτοπιές της ζωής. Αλλά και εκείνοι που φαίνεται πως αρνούνται τον αναντικατάστατο ρόλο της φιλοσοφίας στη ζωή και την επιστήμη εν γένει, με τον τρόπο τους φιλοσοφούν. Ο Αριστοτέλης απαντά ως εξής στους κάθε είδους αρνητές της φιλοσοφίας:

«φιλοσοφείν λέγεται και το ζητείν αυτό τούτο: είτε χρη φιλοσοφείν είτε και μη [=φιλοσοφείν ονομάζεται και το να ερευνά κάποιος αν πρέπει να φιλοσοφεί ή όχι]» (Αριστοτέλης Frag. 1483 Β30).

Το φιλοσοφείν κατ’ αυτόν τον Μεγάλο Έλληνα φιλόσοφο δεν εξαντλείται σε ορισμούς που δέχονται ή απορρίπτουν τη φιλοσοφική προβληματική της αλήθειας, αλλά συνδέεται με εκείνη την ενόραση των θεμελιωδών αρχών πέρα από ανύπαρκτης ποιότητας πρακτικές σκοπιμότητες ή διάφορες μορφές χρησιμοθηρίας.

2. Ουσιωδώς η φιλοσοφία εντοπίζεται στη ρίζα κάθε πνευματικής δραστηριότητας και κατά συνέπεια αποτελεί το αδιάψευστο κριτήριο για το αν μια πνευματική δραστηριότητα είναι αληθινά πνευματική ή απλώς αναπαριστά μια εικονική πραγματικότητα. Μας λέει, με περισσή νοηματική ακρίβεια, ο Ηράκλειτος:

«… ο πιο σπουδαίος άνθρωπος γνωρίζει και διαφυλάσσει όσα θεωρεί σωστά· αλλ’ όμως και η Δίκη θα πιάσει εκείνους που επινοούν και μαρτυρούν ψεύδη» (Β28).

2.1 Ένα Σχόλιο:

Οι γνώμες, οι δοξασίες των θνητών συνιστούν απλές/απλοϊκές γνώσεις, που κινούνται εντός του κόσμου των αισθήσεων μόνο, χωρίς να μπορούν ν’ ανταποκριθούν προς τον καθολικό Λόγο, τον ενύπαρκτο στη φύση [=στο Είναι] των πραγμάτων και του κόσμου. Οι δοκιμότατοι, απεναντίας, δηλ. αυτοί που για τους πολλούς θεωρούνται καταξιωμένοι γνώστες της πραγματικότητας ή γίνονται δεκτοί ως σοφοί και δάσκαλοί μας, όπως είναι ο Όμηρος, ο Ησίοδος, ο Ξενοφάνης κ.λπ., φαίνεται να καταφάσκουν την αλήθεια και να βρίσκονται σε αντίθεση προς τις ως άνω δοξασίες. Στην ουσία όμως δεν μπορούν ούτε κι αυτοί να φτάσουν στην αλήθεια παρά κινούνται στα όρια μιας υποκειμενικής, απλώς κατ’ αίσθηση γνώσης της πραγματικότητας, δηλ. διατηρούν και διαφυλάσσουν ως γνώση μόνο όσα οι ίδιοι θεωρούν σωστά, όσα δεν υπερβαίνουν την υποκειμενικότητα της γνώμης τους. Κοινό στοιχείο αυτών των δυο αντιθετικών περιπτώσεων, ως προς την ουσία της γνώσης, είναι ότι κατακυρώνονται ως δέκτες και αποδέκτες  της μιας ή της άλλης ορθής κατ’ αρχήν γνώμης, ήτοι ορθής φαινομενικά γνώσης, που απέχει όμως πόρρω από τη βαθιά γνώση που εγγυάται ο κοινός-καθολικός Λόγος, δηλαδή ο φιλοσοφικός Λογισμός.

3. Οι εν λόγω δοκιμότατοι είναι εκείνοι, που ο Ηράκλειτος καταγγέλλει ως πολυμαθείς , δηλ. ως σχετιζόμενους με μια μόνο εξωτερική και εντελώς σκόρπια ποσότητα γνώσης χωρίς να διακρίνονται για βαθύτερη εγκατανόηση των γνωσιακών σχέσεων των πραγμάτων. Ο Ηράκλειτος δεν εναντιώνεται χωρίς προϋποθέσεις στην πολυγνωσία (Β 35), αλλά μόνο εφόσον τούτη στερείται τη φιλοσοφική τάξη που υπαγορεύει ο κοινός-καθολικός Λόγος και την οποία υπερασπίζεται κι ο ίδιος υπό τον αστερισμό αυτού του Λόγου, δηλ. της καταληπτικής σύλληψης του κόσμου. Τι γνωρίζουν όμως και διαφυλάσσουν αυτοί οι δοκιμότατοι; Γνωρίζουν και διαφυλάσσουν όχι τις πολλαπλές γνώμες παρά τη φήμη που έχουν αποκτήσει σε συνάφεια με τις γνώμες, τις οποίες έχουν αρθρώσει και καθιερώσει ως ισχύουσες καθ’ όλη τη διάρκεια της ποιητικο-φιλοσοφικής παράδοσης που προηγήθηκε του Ηράκλειτου. Η Δίκη όμως ξέρει να κρίνει με απόλυτη ευθυκρισία πιο είναι το σωστό και ποιες οι ψεύτικες προθέσεις της αλήθειας. Και ξέρει, γιατί παραπέμπει σε μια κοσμική τάξη, που διέπεται από τον φιλοσοφικό Λογισμό. Ο τελευταίος δεν ψεύδεται, ούτε μένει στις συνήθεις αφηγήσεις παρά διερευνά εκείνο το ηθικό περιεχόμενο (=ήθος ανθρώπω δαίμων), που είναι αντάξιο της ιστορικότητας του Είναι. Η Δικαιοσύνη, κατά την ως άνω έννοια του Λόγου, σχετίζεται με την αλήθεια και δεν θα επιτρέψει να παραμείνει αυτό που αξίζει να χαθεί: το ψεύδος, η στρέβλωση της αλήθειας και όλα τα παρόμοια. Η ψευδαίσθηση δεν έχει μέλλον σε αντίθεση με την Αλήθεια, η οποία έχει μόνο το δικαίωμα στη διάρκεια, στην αιωνιότητα. Η εν λόγω Δικαιοσύνη είναι εγγενής στην πορεία των πραγμάτων, στην ίδια την τάξη του κόσμου, γι’ αυτό και ο άνθρωπος αφιερώνει τη ζωή του στην αποτυχία και στο τίποτα, αν αποκλίνει προς το λάθος ή αποπροσανατολιστεί στο ψέμα. Αυτό που χτίζει τότε είναι προκαταρκτικά καταδικασμένο. Η Δίκη υπαγορεύει μια γόνιμη κριτική στον ίδιο τον ιστορικό Εαυτό του φιλοσοφείν, προκειμένου να προχωρεί η έρευνα και να ανανεώνεται ο στοχασμός. Είναι επομένως εύρωστο φιλοσοφείν, στο βαθμό που κατανοείται ως διαλεκτικός αγώνας αυτού που κατακτήθηκε ως γνώση και αυτού που πρόκειται να κατακτηθεί ως νέα γνώση.