HEGEL
Το Συγκεκριμένο
ως η πραγματοποιημένη Κίνηση του Όλου
Ι. Η έννοια του Συγκεκριμένου, σε συνάφεια και με εκείνη του Αφηρημένου, αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο της πυρηνικής σκέψης του Χέγκελ. Ως εκ τούτου, η θεωρία και η πράξη του Συγκεκριμένου δεν είναι μια αυτονόητη και για πάντα δεδομένη πραγματικότητα, όπως πιστεύεται συνήθως, αλλά μια ενεργώς πραγματικότητα, όπως εννοεί την τελευταία ο Χέγκελ ως διαλεκτική δι-εργασία του Αισθητού και του Πνευματικού. Στην καθημερινή μας ζωή το Συγκεκριμένο πνίγεται μέσα στην ιδεολογική ασάφεια των πάσης φύσεως -ισμών, που συνοψίζονται σε δυο γενικές κατηγορίες: 1. Εκείνη του μονοδιάστατου υλισμού και της πιο βάρβαρης υλιστικής σκοπιάς, που εννοεί το Συγκεκριμένο ως μια άμεση υλική ή αισθητή κατάσταση, στιγμή, συνθήκη, συμπεριφορά, στάση κ.λπ. 2. Εκείνη η απόλυτα δογματική σκοπιά ενός κακοποιημένου ιδεαλισμού, που θεωρεί την αισθητή πραγματικότητα, την παρούσα ζωή ως το καζάνι της κολάσεως και την αναθεματίζει στο όνομα μιας μελλοντικά αληθινής και απο-ενοχοποιημένης ζωής.
ΙΙ. Θεμελιώδης
αρχή μιας φιλοσοφίας του Συγκεκριμένου είναι να αναδειχθεί η επανάσταση που
ο Χέγκελ επεδίωξε και πέτυχε στη Φιλοσοφία· μια επανάσταση που
εφάμιλλη επόμενη δεν υπάρχει παρά μόνο εκείνη του Heidegger, όπως αναφέρει και ο Leo Strauss, ο οποίος, αφού
παρακολούθησε τα μαθήματα των Weber και Heidegger, είπε στον φίλο
του Franz Rosenzweig:
«Ο Weber, σε σύγκριση με τον Heidegger, μου φάνηκε ως ένα “ορφανό” όσον αφορά την ακρίβεια, τη
βαθύτητα και την ικανότητα. Ποτέ δεν είχα δει τέτοια σοβαρότητα, εμβρίθεια και
συγκέντρωση στην ερμηνεία των φιλοσοφικών κειμένων. Είχα ακούσει την ερμηνεία
από τον Heidegger ορισμένων κειμένων του Αριστοτέλη και κάποια στιγμή
αργότερα άκουσα τον Werner Jaeger στο Βερολίνο να ερμηνεύει τα ίδια κείμενα. Η
επιείκεια με υποχρεώνει να περιορίσω τη σύγκρισή μου στην παρατήρηση ότι δεν
υπήρχε σύγκριση… Είδαμε με τα μάτια μας ότι δεν υπήρχε τέτοιο φαινόμενο στον
κόσμο από τον Hegel και μετά» (The Rebirth of Classical Political Rationalism, σ.
28).
ΙΙΙ. Η
εγελιανή σκέψη δεν αποτελεί απλώς έναν αναντικατάστατο σταθμό, στο πλαίσιο της
ιστορίας της φιλοσοφίας, αλλά εκείνη την ανεξάντλητη πηγή της αληθινής
φιλοσοφίας, όπως την εννοεί ο Πλάτων στην Πολιτεία και
στα άλλα κείμενά του. Ο αληθινός χαρακτήρας της εγελιανής φιλοσοφίας έγκειται
θεμελιωδώς στο γεγονός ότι παίρνει τον Λόγο από την καθημερινή, απλοϊκή του
κατάσταση της δοξασίας, της αυθαίρετης εν πολλοίς υποκειμενικής γνώμης, και τον
ανυψώνει σε οδηγητικό Λόγο της κατανόησης, δηλ. σε κατανοητικό
Λόγο (begreifende Vernunft [ή Logos]), και συγχρόνως σε Λόγο ‒ σκέψη συν-εν-Νόησης.
Δυνάμει τούτου του Λόγου ‒ σκέψης όλες οι συμμετρίες,
οι δρόμοι, οι διαδικασίες, τα ανοίγματα στον κόσμο και του κόσμου κ.λπ.
ανάγονται στο ίδιο κέντρο προβληματισμού και αναδύονται επίσης από το ίδιο
τούτο κέντρο. Αυτός ο Λόγος δεν επινοείται από τον Hegel· δεν είναι φαντασιακή κατασκευή του φιλοσόφου,
προκειμένου να γεμίσει τον κόσμο μας με αθροιστικά, επιτηδευμένα σύνολα ή σχεδιάσματα εξωτερικών,
αποσπασματικών ή και ασυνάρτητων γνώσεων, πληροφοριών, περιγραφών,
εξιστορήσεων κ.λπ., κάτι δηλ. σαν κάποια γελοία, α-νόητα μορφώματα λόγου, που
ζούμε στις εποχές μας και μάλιστα τα συναντούμε συχνά ‒ πυκνά σε
θεσμικούς χώρους, μορφωτικά ιδρύματα κ.λπ., με φωτεινές πάντοτε εξαιρέσεις, που
επιβεβαιώνουν πάντως τον κανόνα του Άσχημου (κατά τον
Πλάτωνα).
IV. Απεναντίας,
ο κατανοητικός Λόγος είναι η ενύπαρκτη Λογική που διέπει τον
κόσμο των ανθρώπων και των πραγμάτων· τα ενδότερα νοήματα που
συνέχουν τη σχέση του εν λόγω κόσμου με τον εαυτό του
αλλά και με τις εσωτερικές του διαφοροποιήσεις.
Αυτή η Λογική ή τα ενδότερα νοήματα αναδύονται, ανασυγκροτούνται και
ανα-σημαίνονται σε γλώσσα –σκέψη που συγκεκριμενοποιείται εκάστοτε
σε έννοιες και στη διαλεκτική τους ολοκλήρωση στην Έννοια και
στην Έννοια της Έννοιας, δηλ. σε αυτό που ο Αριστοτέλης ονομάζει: νοήσεως
νόησις. Ολόκληρη τούτη η εννοιολογική διεργασία συνιστά τα
περιεχόμενα και τη δομή του κατανοητικού Λόγου, κατά τρόπο που αυτός ο Λόγος
να εκτυλίσσεται διαλεκτικά: να μην εισδύει μόνο στην ανάλυση των
γεγονότων, των καταστάσεων και όλων των συνυφάνσεων του κόσμου ‒κάτι που
λιγότερο ή περισσότερο το επιχειρεί και ο κοινός νους‒ αλλά
να προχωρεί και στην εννοιολογική
ενοποίηση των αντιθετικών πλευρών ή εκδηλώσεων αυτών των συνυφάνσεων.
V. Εννοιολογική ενοποίηση σημαίνει άνοιγμα ενώπιών
μας όλων των αντιθετικών πτυχών, στοιχείων, ουσιών, που έχουν ως κοινό
παρονομαστή το γίγνεσθαι της ολότητας, εντός του οποίου εστιάζεται, έχει την Εστία του
και τον Οίκο του το Είναι κάθε
επί μέρους αποκαλυπτικής ουσίας. Στη χορεία αυτών των αποκαλυπτικών ουσιών
ανήκει η θρησκεία, η τέχνη, η πολιτική,
η αισθητική, η ποίηση κ.λπ. Το ως άνω άνοιγμα δεν
είναι διασκορπισμός των επί μέρους στοιχείων ή ουσιών του Όλου παρά
αλληλδιείσδυσή τους, αλληλοσυσχέτισή τους, αλληλομαχία, αλληλογονιμοποίηση. Πρόκειται για την πολύτροπη σχέση τους, που δεν λογίζεται ως σχέση αίτιου και ατιατού
παρά ως η αποτύπωση της σφραγίδας της Ολότητας πάνω σε κάθε επί μέρους Όλο,
πτυχή ή στοιχείο. Αυτή τη διεργασία ο Χέγκελ τη συλλαμβάνει ως ανάπτυξη:
«Εδώ δεν έχουμε πλέον μετάβαση σε ένα Άλλο, ούτε πια εμφάνεια
σε ένα Άλλο· δεν έχουμε πια αναγκαιότητα, μια εσωτερική εξάρτηση από όρους και
μια εξωτερική εμφάνεια, αλλά ανάπτυξη, όπου καθετί έχει μέσα του τη φύση του
Ενός [=της ενότητας] ως αλήθεια του. Σε ολόκληρο το ανεπτυγμένο δέντρο δεν
εκφύεται τίποτα που να μην είναι καθεαυτό [=δυνάμει] μέσα στο σπόρο· εδώ μέσα
περιέχεται δυνάμει [=ελληνικά στο πρωτότυπο] ολόκληρο το
δέντρο: η φύση της ρίζας, του στελέχους, η καθορισμένη φύση του φλοιού κ.ο.κ.,
περιέχεται, όπως λέμε, πνευματικά· εκεί στο σπόρο το δέντρο είναι ακόμη με τη
μορφή της έννοιας, ενώ όλα τα υπόλοιπα είναι μόνο μια ανάπτυξή της. Όλα είναι
ήδη εκ των προτέρων προσδιορισμένα· ό,τι εκφύεται από την ανάπτυξη, έχει πάνω
του και το αποτύπωμα του Όλου· όλα όσα αναπτύσσονται σε ένα φυτό, έχουν
αποτυπωμένη πάνω τους ολόκληρη τη φύση αυτού του φυτού, ακριβώς όπως κάθε μέρος
οποιουδήποτε ζωντανού όντος έχει πάνω του τη φύση του Όλου. Αυτό λοιπόν είναι
ανάπτυξη»[1]
VI. Ο
Χέγκελ, στη Λογική του, μιλάει
για κύκλο των κύκλων και στη στη Φαινομενολογία
του πνεύματος για ένα μεθυσμένο Όλο, για μια βακχική
παραζάλη, που κανένα μέλος δεν μένει αμέθυστο. Έτσι, η φιλοσοφία αποτρέπει
τη σκέψη από το να χάνεται μέσα σε έναν φαύλο κύκλο και την καθιστά ικανή να
φέρει σε έναν εσωτερικό διά-Λογο τις
μνημονευθείσες πιο πάνω ουσίες. Βάση αυτού του δια-Λόγου είναι το ιστορικό πνεύμα του
κόσμου, που ως παγκόσμιο πνεύμα διασφαλίζει την
αδιασάλευτα συγκεκριμένη ανάγνωση αυτού του κόσμου. Με μια
τέτοια συγκεκριμένη, τουτέστι διαλεκτική, ανάγνωση ο κόσμος δεν
διχοτομείται σε αισθητό και πνευματικό ή διανοητικό, ή σε άπειρο και
περατό κόσμο. Ο Χέγκελ τονίζει με έμφαση πως το άπειρο εν-τοπίζεται εντός
του περατού ή πεπερασμένου και δεν βρίσκεται σε κάποιο επέκεινα. Είναι, εν
τέλει, ο περιδινούμενος κύκλος του Όλου, ήτοι η διαλεκτική του πνεύματος ή,
πράγμα το ίδιο, η διαλεκτική έννοια που συνέχει το Όλο[2].