Αριστοτέλης
384-322 π.Χ.
Ο άνθρωπος είναι η ευδαιμονία
του
§1
Τι είναι ο άνθρωπος;
Ο άνθρωπος αποτελεί για τον
εαυτό του ένα αίνιγμα. Σχετικά με την ουσία του, ο Καντ έθεσε
τα εξής ερωτήματα: Τι μπορώ να γνωρίζω; Τι οφείλω
να πράττω; Τι μου επιτρέπεται να ελπίζω; Τι είναι ο
άνθρωπος; Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ο άνθρωπος αποτελείται
από θνητό σώμα και
αθάνατη ψυχή. Τα βασικά της τμήματα είναι: Λογιστικό [=νοητική
δύναμη], Θυμοειδές [=συναισθήματα,
πάθη, βούληση για τιμές-αξιώματα-εξουσία], Επιθυμητικό [=ορμές
και ένστικτα]. Με βάση αυτό το τριμερές της ψυχής, οι άνθρωποι χωρίζονται
σε τρεις κατηγορίες: 1. όσοι αγαπούν τη σοφία –
αντιστοιχία με το Λογιστικό· 2. όσοι αγαπούν τη δόξα/γνώμη – αντιστοιχία με το
Θυμοειδές· 3. όσοι αγαπούν το χρήμα – αντιστοιχία με το
Επιθυμητικό. Πρόκειται για μια μεγαλοφυή σύλληψη του τύπου/της ουσίας του
ανθρώπου, που παραμένει πάντα επίκαιρη και βρίσκεται πάνω
από κάθε ταξικό καθορισμό του ανθρώπινου τύπου/της ανθρώπινης ουσίας:
στην πρώτη περίπτωση λαμβάνεται υπόψη ο βαθμός ανάπτυξης της
συνείδησης, ενώ στη δεύτερη κυριαρχούν, κατ’ απόλυτο τρόπο, εξωτερικοί-υλικοί-οικονομικοί όροι,
που από μόνοι τους δεν ανοίγουν στον άνθρωπο το δρόμο προς την ευτυχία
παρά προς την κόλαση. Π.χ. διαχρονικά στρεβλές αντιλήψεις και
αντίστοιχες θεσμικές πρακτικές περί σοσιαλισμού, δημοκρατίας και
παρομοίων φαντασμάτων του σύγχρονου αντι-ευδαιμονικού κόσμου. Σε όλες αυτές τις
φαντασιακές οντογενέσεις του
ανθρώπου, με μόνο κριτήριο το ταξικό ή ωμά
υλικο-οικονομικό, απουσιάζει η καλλιέργεια της συνείδησης, δηλαδή η
ενεργός δράση της φιλοσοφικής παίδευσης
του ανθρώπου, και παράγονται πολιτικά όντα ευτελούς χαρακτήρα. Και μάλιστα
τέτοιου είδους ευτελή ή διεστραμμένα όντα,
στο πεδίο της πολιτικής ή στη σφαίρα της οικονομίας, της διανόησης, της
θεσμισμένης εκπαίδευσης, της χειραγωγούμενης επιστημοσύνης κ.λπ., ώστε να
αποδίδουν το τερατοειδές, το δυσαρμονικό, το ανεστραμμένο,
το διεστραμμένο στοιχείο στο έτερον-Είναι του ανθρώπου, στην
ετερότητά του, και όχι στο ίδιον αυτού Είναι, με αποτέλεσμα να κυοφορεί το κακό
ο Άλλος και όχι ο ίδιος ο Εαυτός.
§2 Ο άνθρωπος σύμφωνα με τον
Αριστοτέλη Είναι ένα ον με φυσικό σώμα και
ψυχή. Η τελευταία νοείται ως τελειότητα του σώματος: εντελέχεια.
Επομένως ο άνθρωπος είναι: η διαλεκτική ενότητα σώματος και ψυχής.
Τούτο σημαίνει εύρυθμη λειτουργία αμφοτέρων, με προ – εξ
– άρχουσα την ψυχή. Συναφώς, το ανθρώπινο ον είναι φύσει
πολιτικό ζώο: ανήκει στην πολιτική κοινότητα. Μέσα σε τούτη την κοινότητα,
την πολιτική κοινωνία, προ-ορίζεται να πραγματώνει πλήρως τη φύση του:
υλικά – ηθικά – πνευματικά. Η πολιτική κοινωνία είναι φυσικό δημιούργημα
και όχι ένας τυπικός και συμβατικός θεσμός.
Κατ’ αυτό το πνεύμα, ο μεγάλος αυτός Έλληνας φιλόσοφος αναγνωρίζει οντολογική προτεραιότητα της
εν λόγω κοινότητας έναντι του ατόμου: πρώτα υπάρχει φύσει η πόλις–πολιτεία και όχι η
οικογένεια ή το άτομο. Δεν μπορεί να υπάρχει μεμονωμένο άτομο έξω από
την κοινότητα. Τότε είναι ή θηρίο ή θεός. Άνθρωπος
εκτός κοινότητας σημαίνει άνθρωπος χωρίς νόμους και θεσμούς απονομής του
δικαίου. Όλοι, συνακόλουθα, εκείνοι οι επαγγελματίες πολιτικοί, οι
κατευθυνόμενοι δικαιοκριτές και τόσοι άλλοι παιγνιωδώς νομοθετούντες με βάση το
δικό τους ιδιωτικό συμφέρον ή τη δική τους φαντασιακή ιδιοτέλεια και όχι με
βάση το κοινό καλό, λογίζονται εκτός κοινωνίας όντα: θηρία. Δεν
μπορούν να σκεφτούν παρά μόνο μηχανορραφούν. Την πολιτική κοινωνία με την
εύρυθμη λειτουργία της τη διακρίνει, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, μια ειδοποιός
διαφορά από την κοινωνία των άλλων ζώων. Ειδοποιός διαφορά: η ικανότητα του
ανθρώπου να σκέφτεται, να κατανοεί τις ιδέες του δικαίου,
του αγαθού, του ωφέλιμου … και να τις εκφράζει δια
λόγου (Πολιτικά 1253a). Ο συνεκτικός πολιτικός
δεσμός της ανθρώπινης κοινωνίας, ως εκ τούτου, δεν είναι τα συναισθήματα,
αλλά οι κοινές ιδέες, οι ποιότητες των πραγμάτων.
Η από κοινού αντίληψη των ιδεών γίνεται η αιτία για να συγκροτείται
η πολιτική κοινότητα. Η πολιτική κοινότητα έτσι δεν είναι απλώς ένα άθροισμα τυχάρπαστων βιολογικών όντων,
μια βιολογική ομαδοποίηση παρά ύψιστη πνευματική
ενοποίηση. §3 Τι είναι ευδαιμονία; Έχοντας ως αρχή τις ως άνω προϋποθέσεις,
ο Αριστοτέλης επιχειρεί να αναδείξει την ευδαιμονία ως τον
ύψιστο στόχο της ανθρώπινης κοινότητας και οντότητας. Πώς την κατανοεί από την
άποψη της κοινωνικής οντολογίας;
Στα Ηθικά Νικομάχεια την προσεγγίζει, υπό ένα καθολικό,
περιεκτικό πρωτίστως νόημα, ως το υπέρτατο, το πιο κορυφαίο αγαθό,
το καθόλου, ήτοι την καθολική οντότητα, που συνυφαίνεται με
έναν τελικό σκοπό. Ως τέτοιο αγαθό δεν
αιωρείται κάπου στον ουρανό, αλλά ενδημεί εντός της ανθρώπινης
κοινωνίας και αφορά τόσο τα καθέκαστα, τα ενικά, τα επί μέρους άτομα, όσο και
αυτή τούτη την πόλη, το κράτος υπό τη μορφή της πολιτείας. Ως εκ τούτου η
εξομοίωση, η ταύτιση ευδαιμονίας και υπέρτατου
αγαθού θεμελιώνεται, εκ πρώτης όψεως, στο γεγονός ότι ο τελικός
σκοπός της πολιτικής και το ύψιστο αγαθό που μπορούν
να αποκτήσουν με το έργο τους τα ανθρώπινα άτομα δεν είναι άλλο από την ευδαιμονία.
Έτσι, το άτομο δεν μπορεί να είναι παρά ένας άνθρωπος της πόλης,
ο πολίτης, που είναι υπεύθυνος για τις ατομικές του πράξεις και
ευρύτερα για την ευδοκίμηση της πολιτείας, αφού ο ενεργός και ενάρετος
πολιτικός είναι πρωτίστως πολίτης, που μέσω της πολιτικής πράξης, εργάζεται για
την πραγμάτωση του υπέρτατου αγαθού. Δεν νοούνται πολίτες τα μαζοποιημένα άτομα,
δηλαδή μια απλώς αγελαία μάζα ατόμων, που «έχει εντελώς-παντελώς τα γνωρίσματα των σκλάβων
και προτιμά έναν τρόπο ζωής ταιριαστό στα ζώα» (Ηθικά Νικομάχεια 1095b). Μια τέτοια μάζα αποτελείται από άτομα, που οι
κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες τα έχουν εξουθενώσει, ή ακόμη από
μωροφιλόδοξα όντα, απογυμνωμένα πλήρως από υψηλούς
σκοπούς ή αξίες και περιφερόμενα, ως αδιάντροποι επαίτες, από τον έναν
μηχανισμό στον άλλο, προκειμένου να ικανοποιήσουν το Επιθυμητικό τους. Γράφει
σχετικά ο Αριστοτέλης: «πολλοί από τους ανθρώπους της εξουσίας, μοιάζουν
στη στάση τους και στις προτιμήσεις τους, με τον Σαρδανάπαλο» (ό.π.), δηλαδή με τον πιο φαύλο τρόπο ζωής. §4 Η ευδαιμονία δεν είναι απλώς το τέλος μιας
μακράς πορείας ή μιας συμβατικής πολιτικής δραστηριότητας, αφού μπορεί κανείς,
από άποψη περιεχομένου, μια ολόκληρη ζωή να κοιμάται και να μην κάνει
τίποτα (ό.π.). Απεναντίας είναι ένας τρόπος ζωής, που
προσδιορίζεται ή καθορίζεται κάθε φορά από τα ανάλογα περιεχόμενα. Αυτά εδώ
συνθέτουν ορισμένως το ύψιστο αγαθό, για χάρη του οποίου τα ανθρώπινα άτομα,
όχι ως μοναχικές και ξεριζωμένες υπάρξεις, αλλά ως πολίτες, ήτοι ως άτομα της
πόλεως, αναπτύσσουν μια πολύπλευρη δραστηριότητα με επί μέρους επιδιώξεις και
σκοπούς. Κάθε όμως επί μέρους σκοπός, όσο καλός κι αν είναι, δεν οδηγεί αυτός
καθεαυτόν στην ευδαιμονία. Π.χ. ένας πολίτης έχει άμεσο σκοπό να βρει
εργασία· δεν είναι όμως αυτός ο τελικός σκοπός του. Ο τελικός σκοπός
είναι η ευχαρίστηση, η ευδαιμονία απ’ αυτή την εργασία· ετούτη απλώς
είναι και οφείλει να είναι μέσο, όργανο, για να επιτύχουμε το σκοπό. Αλλά και
κάθε εργασία, γενικότερα κάθε μέσο ή όργανο –τέτοιο είναι και η πολιτική
διακυβέρνηση– δεν οδηγεί στην ευδαιμονία, αν δεν ανταποκρίνεται στο εσωτερικό
Είναι του ανθρώπου. Η ευδαιμονία, ως προκύπτει, είναι πάντοτε το επιδιωκτέον [=αυτό
που πρέπει να επιδιώκεται], κάτι δηλαδή σαν το πλατωνικό Αγαθό. Η
επιδίωξη τούτη καρποφορεί, εάν συνδράμουν οι αντικειμενικές συνθήκες,
ας πούμε η σωστή ή μη σωστή λειτουργία της πολιτείας, εντός της οποίας το άτομο
ως πολίτης επιδιώκει την ευδαιμονία του· επίσης εξαρτάται από τις φυσικές
και επίκτητες αρετές του ανθρώπου, όπως προδιάθεση, χαρακτήρας,
συνήθεια, σωφροσύνη, καλοσύνη κ.λπ. Και όλα τούτα συμβάλλουν ή καλλιεργούνται
προς την προσδοκώμενη κατεύθυνση του υψηλού, όταν κανείς διάγει έναν αληθινό
φιλοσοφικό βίο: όταν ο τρόπος και τα περιεχόμενα σκέψης του βρίσκονται σε
εσωτερική ανταπόκριση με την αναπτυσσόμενη πρακτική του. Εκείνος π.χ. που το
πρωί, με τη μάσκα του Καθηγητή, βγάζει το ψωμί του ρητορεύοντας
περί Αριστοτέλη, Πλάτωνα κ.λπ. στις σκονισμένες αίθουσες της φιλοσοφίας, το δε
απόγευμα φορά τη μάσκα του πολιτικάντη των
υπουργείων, των βουλευτηρίων ή των κομματικών μηχανισμών, κολακεύοντας αχαλίνωτες
μωροφιλοδοξίες του, δεν είναι ούτε φιλόσοφος, ούτε πολιτικός, με την
Αριστοτελική έννοια, ούτε ακόμη στοιχειωδώς αναζητητής της ανθρώπινης
ευδαιμονίας. Απλώς είναι ένα επί πλέον πραγμοειδές μέσα στο
συνονθύλευμα των αχρείων Σαρδανάπαλων στη σφαίρα και της επιστήμης και της
πολιτικής. §5 Η
εκπλήρωση, ως εκ τούτου, των διαφόρων επιθυμιών του ανθρώπου
δεν σημαίνει αυτόματα και πραγμάτωση της ευδαιμονίας. Οπωσδήποτε όμως, ανάλογα
με την ευγένεια των επιθυμιών, συνιστά ένα βήμα, λαμβανομένων
υπόψη και των εξής παραμέτρων: υπάρχουν οι επιθυμίες για ικανοποίηση των
βασικών αναγκών μας· αυτές είναι απόλυτα θεμιτές και ικανές να μας δείχνουν
τον δρόμο προς την ευδαιμονία. Υπάρχουν και εκείνες, που γεννιούνται
από πλεοναστικές ανάγκες, π.χ. πλουτισμό, καταναλωτισμό,
υπερβολικές απολαύσεις κ.λ.π. Εδώ συμβαίνει, όπως λέει ο Αριστοτέλης, οι
άνθρωποι να χρησιμοποιούν την κάθε ικανότητά τους όχι κατά τη φυσική
της αποστολή, αλλά ως προμηθευτική χρημάτων (Πολιτικά 1258a
10 κ.εξ.). Και επεξηγεί περαιτέρω πως είναι επιθυμητή για τη ζωή μας η
ευχαρίστηση ή η ηδονή που συνεπάγεται η ικανοποίηση της μιας ή της άλλης
επιθυμίας· ωστόσο υπάρχουν και αισχρές ηδονές, που παράγονται
από εκφυλισμένες περιπτώσεις ανθρώπων και γι’ αυτό δεν είναι
πραγματικές ηδονές παρά μόνο ψευδείς για διεφθαρμένους (Ηθικά Νικομάχεια 1176a
20-24). Έτσι, αποφαίνεται περαιτέρω ο Αριστοτέλης, από διεφθαρμένους
πολιτικούς μπορούν να προκύψουν μόνο αισχρές ηδονές για
τους ίδιους και ολική καταστροφή για την πολιτεία.
Τούτο σημαίνει για τον φιλόσοφο πως ό,τι ισχύει για την ευδαιμονία του ατόμου
ισχύει και για την ευδαιμονία της πόλεως. Δεν μπορεί να υπάρχει μια άριστη κοινωνία
και την ίδια στιγμή οι πολίτες της να είναι δούλοι, φτωχοί και ρακένδυτοι,
ενώ συγχρόνως να υπάρχουν ορισμένοι πλούσιοι που ζουν σε βάρος
των πολλών φτωχών. Η ευχαρίστηση, που μπορεί να αισθάνεται ο ένας ή ο άλλος
πολίτης, δεν είναι αυτόχρημα ευδαιμονία. Η τελευταία συνδέεται με την
ελευθερία, με την κατ’ αρετήν ενέργεια (ό.π., 1177a 11).
Ευδαίμων πολιτεία και ευδαίμων βίος υπάρχει τότε μόνο, όταν τα άτομα και η
πολιτεία ενεργούν, παράγουν έργο με βάση την αρετή: π.χ. μια
πολιτεία που νομοθετεί ενάντια στην κλεπτοκρατία και οι πολιτικοί της είναι οι
πρώτοι κλεπτοκράτες, δεν παράγει ενάρετο έργο, παρά μόνο διαφθορά και
δυστυχία· άρα δεν είναι ευδαίμων και άριστη παρά μόνο αισχρή και
εκφυλισμένη. Η αρετή δεν νοείται εδώ με ηθικολογικούς όρους,
αλλά με όρους του μέτρου, της αρμονίας. Επομένως, η
άριστη πολιτεία και ο άριστος βίος κυβερνώνται από τη μεσότητα:
π.χ. ούτε φτώχεια ούτε πολυτέλεια, ούτε στέρηση ούτε υπερβολή (Πολιτικά 1295a
36 κ.εξ). Σε μια πολιτεία, για παράδειγμα, όπου δεν κυριαρχεί το μέτρο στην
απόκτηση των αγαθών, το αποτέλεσμα θα είναι περίπου το εξής: «οι πλούσιοι γίνονται πιο
αναιδείς και μεγαλοαπατεώνες, οι δε φτωχοί κακοποιοί και μικροαπατεώνες, ενώ τα αδικήματα
διαπράττονται άλλα από αλαζονεία, άλλα από μοχθηρία»
(ό.π., 1295b 1-11). §6 Κατά τα άλλα, οι «πεινασμένοι» και γι’ αυτό αναιδείς
και επιτήδειοι της
κοινωνικής και πολιτικής ζωής, και μάλιστα εκείνοι οι πιο
αναιδείς της σκοταδιστικής/νεοφασιστικής «αριστεράς», με το δεξί χέρι
συσσωρεύουν κεφάλαιο δι’ εαυτούς και με το αριστερό «μάχονται», υποτίθεται,
ενάντια στο καπιταλιστικό κεφάλαιο, αλλά στην πράξη για να προστατέψουν το δικό
τους «σοσιαλιστικό» κεφάλαιο, τις δικές τους άνομες κερδοσκοπίες
και να καταδικάσουν ταυτόχρονα τον πολύ κόσμο μέσα
στην ανέχεια και τη συντριβή. Αν υπάρχει ένα τέλος, δηλαδή
ένας τελικός σκοπός, που βάζει τη σφραγίδα του
στις πράξεις των ανθρώπων, που τις προσδιορίζει ποιοτικά, τονίζει ο
Αριστοτέλης (Ηθικά Νικομάχεια, 1097a κ.εξ.), αυτό είναι το Αγαθό, όχι ένα επί
μέρους αγαθό, π.χ σε επίπεδο πολιτικής ένα θετικό πολιτικό μέτρο μέσα στα
άπειρα αρνητικά, αλλά το τελικό, το πιο τελικό Αγαθό,
το οποίο δεν επιδιώκουμε για χάρη κάποιου άλλου αγαθού, αλλά για χάρη του ίδιου
του εαυτού του (ό.π.). Ένα τέτοιο τελικό Αγαθό είναι η ευδαιμονία,
που δεν την επιδιώκουμε για χάρη κάποιου άλλου σκοπού, αλλά για ό,τι
είναι αυτή η ίδια. Π.χ. σε επίπεδο κοινωνίας και πολιτείας, το τελικό αγαθό
για χάρη του εαυτού του, η ευδαιμονία για χάρη της ευδαιμονίας,
είναι η ευημερία της κοινωνίας και ο αγώνας για την πατρίδα, για μια ελεύθερη
πατρίδα. Με λόγια του Αριστοτέλη: «εὖ ζῆν καὶ εὖ πράττειν=ευζωία
και ευπραγία» (ό.π. 1098b). Μια τέτοια ευδαιμονία, συνεχίζει ο
φιλόσοφος, δεν προκύπτει ποτέ από την επενέργεια της τύχης [=συμβεβηκός],
αλλά από την ενέργεια της ανθρώπινης ψυχής, που είναι σύμφωνη με την αρετή, όχι
την επί μέρους, αλλά την τέλεια, την πιο τέλεια αρετή (ό.π.).
Γι’ αυτό και η ευ-τυχία δεν είναι ούτε μπορεί να
είναι ευδαιμονία. Έτσι, μια πολιτική αντίληψη ή πρακτική είναι
πατριωτική ή μη με βάση τις τελικές της πράξεις και όχι κάποια επίπλαστη ευημερία/ευζωία, η οποία στην ενεργό
πραγματικότητά της συγκαλύπτει,
αντί να αποκαλύπτει, την ανθρώπινη ουσία
της πολιτικής κοινότητας, αλλά και της ενικής ατομικότητας.