Πλάτωνος Ίων:
Οι απαρχές
του διαλεκτικού φιλοσοφείν για την ποίηση
Ι. Ο σύντομος διάλογος Ίων ανήκει στα πρώτα έργα του Πλάτωνος και έχει ως θέμα την ποίηση. Ο Σωκράτης συνομιλεί με τον ραψωδό Ίωνα, που είναι γνωστός για την τέχνη του να απαγγέλλει διάφορα τμήματα από τα έπη του Ομήρου και να θεωρεί τον εαυτό του ως ειδικό στον Όμηρο με καθορισμένες μεταλλαγές εκάστοτε, ανάλογα με τον ρόλο του μέσα στο πλατωνικό έργο. Η συζήτηση ανάμεσα στον Σωκράτη και τον Ίωνα είναι σκηνοθετημένη υπό μια καθαρά δραματική μορφή, δυνάμει της οποίας το κείμενο μπορεί να αναγνωστεί με κατανεμημένους ρόλους: ο Σωκράτης να είναι ένας κοινός, άμεσος συνομιλητής, ένας ιδιώτης με εναλλασσόμενες μεταμορφώσεις, ανάλογα με την τροπή της συνομιλίας, ο δε Ίων να είναι ο αναμφισβήτητος κατά τον ίδιο γνώστης του Ομήρου. Ο τόπος διεξαγωγής της συνομιλίας είναι μάλλον ο τόπος που σύχναζε ο ιστορικός Σωκράτης, δηλ. η Αγορά της Αθήνας.
ΙΙ. Η εν λόγω συνομιλία προσλαμβάνει, εν πολλοίς, σατιρικό
χαρακτήρα, σε σχέση και με κυρίαρχες αντιλήψεις της εποχής γύρω από την
ποίηση, αλλά και συμβολικά με μια πρότερη εμπειρία του ίδιου
του Πλάτωνα γύρω από την ποίηση, πριν γνωρίσει τον Σωκράτη και δοθεί
ολοκληρωτικά στη φιλοσοφία. Ο Πλάτων δεν επιχειρεί απλώς να σατιρίσει, δια
στόματος του Σωκράτη, τον Ίωνα, και να καυτηριάσει το πάθος του να
επιδεικνύεται όπως και τη γενική του ακρισία ως ενός ασήμαντου
ραψωδού, αλλά και να καταθέσει σκέψεις σε συνδυασμό με την
ποιητική/θεϊκή έμπνευση, τη μανία, που θα ξαναπιάσει σε πιο
σύνθετο επίπεδο αργότερα στο Φαίδρο. Ο Σωκράτης
ετοιμάζεται να συζητήσει για την ποίηση και πιο ειδικά για τη ραψωδική τέχνη.
ΙΙΙ. Κατά το άνοιγμα της συζήτησης, ο Σωκράτης καταφεύγει στο «εμείς», για
να συνδυάσει ουσιώδεις στιγμές της συνομιλίας με κομψή ειρωνική διάθεση ως προς
την πνευματική ουσία του Ίωνος. Ο Σωκράτης δεν παραλείπει να εκφράσει, εκ
προοιμίου, τον θαυμασμό του για τους ραψωδούς, που είναι ικανοί να διερμηνεύουν
τους ποιητές και στους οποίους εξέχουσα θέση κατέχει ο Ίων. Κατ’
αυτό τον τρόπο επιχειρεί να οριοθετήσει το θέμα και αντίστοιχα να αφυπνίσει το
ενδιαφέρον του συνομιλητή του, ο οποίος ακούει και καταλαβαίνει ό,τι
θέλει και όχι την βαθύτερη ουσία από όσα ως εδώ έχει
φέρει στο κέντρο της συνομιλίας ο Σωκράτης. Ο φιλόσοφος προτίθεται
να πραγματευτεί τώρα την ποίηση αποκλειστικά από την άποψη
του περιεχομένου της και όχι της εξωτερικής μορφής της.
IV. Το πιο σημαντικό, κατά τα φαινόμενα, είναι κατά πόσο ο ποιητής με το έργο του λέει την αλήθεια ή όχι. Στη συνάφεια τούτη, ο φιλόσοφος τονίζει, με ιδιαίτερη έμφαση, πως και ο ραψωδός οφείλει να ερμηνεύει το πνεύμα (διάνοια 530c3-4) του ποιητή και όχι μόνο να μένει στις λέξεις. Έτσι αφήνει τον Ίωνα να διατυπώνει τις σχετικές του απόψεις, έστω και χωρίς μεγάλες αξιώσεις. Στη βάση της θεμελιώδους φιλοσοφικής αρχής του Πλάτωνος ότι για να είναι κανείς καλός ποιητής πρέπει να αποδεικνύεται ειδήμων σε επίπεδο θεματικών περιεχομένων, ο Σωκράτης επιχειρεί να προκαλέσει το ενδιαφέρον του Ίωνα για μια συζήτηση γύρω από την τέχνη του. Το γενικό πνεύμα, υπό το οποίο διεξάγει τη συνομιλία μαζί του, ενέχει έναν χαρακτήρα μομφής για τους ποιητές πως αντικειμενικά δεν είναι σε θέση να μιλάνε επί της ουσίας του πράγματος, εάν δεν έχουν φτάσει να κατανοήσουν κάτι απ’ αυτήν.
V. Υπ’ αυτή την οπτική πρόκειται να κριθεί και ο Ίων: χωρίς να είναι ποιητής ο ίδιος, παρουσιάζεται ως ασυναγώνιστος ειδήμων ως προς την απαγγελία και την ερμηνεία του Ομήρου. Εάν όμως, κατά τον Πλάτωνα, είναι κυρίως το θεματικό περιεχόμενο αυτό που μετρά, τότε και ο Ίων μπορεί να κρίνει, αν ο Όμηρος παρουσιάζει σωστά ή όχι τα θέματά του, στο μέτρο που σχετίζεται με την κατανόηση της ουσίας της Ομηρικής ποίησης. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο Σωκράτης επιτυγχάνει να θέσει στο κέντρο της συζήτησης το θεματικό ερώτημα, κατά πόσο η ραψωδική τέχνη είναι μια γνώση (Ίων 531a-533c). Πριν απ’ όλα δείχνει πως η ερμηνεία ποιητικών έργων δεν σχετίζεται με κάποια τέχνη ή με κάποια ειδική γνώση, καθώς αυτές-εδώ αναφέρονται σε μια ευρύτερη ολότητα θεματικών περιεχομένων. Γι’ αυτό και ο Ίων, κρίνοντας μόνο τα έργα του Ομήρου, δεν κρίνει με βάση μια θεμελιώδη γνώση και ανάλογη επιδεξιότητα για την ποίηση ως ένα όλο (532c9).
VI. Κάτι τέτοιο ισχύει και για τον ίδιο τον Όμηρο· κι αυτός μιλάει για πολλά θέματα, χωρίς να είναι ειδικός επ’ αυτών. Για παράδειγμα μιλάει για τον πόλεμο, χωρίς να είναι πολεμιστής, για σχέσεις μεταξύ καλών και κακών ανθρώπων, επίσης μεταξύ αυτών που δεν κατέχουν καμιά τέχνη και εκείνων που κατέχουν, για σχέσεις των θεών μεταξύ τους αλλά και για εκείνες με τους ανθρώπους· μιλάει ακόμα σχετικά με τη συμπεριφορά των θεών απέναντι στους ανθρώπους αλλά και για όσα συμβαίνουν στον ουρανό και στον Άδη, μα και για τις γενεαλογίες των θεών και των ηρώων (531c-d). Με γνώμονα πλέον τη γενική αρχή περί της θεματικής ουσίας της ποίησης, ο φιλόσοφος συμπεραίνει πως δεν είναι κάποιο είδος τεχνικής γνώσης, που κάνει τον ποιητή να μιλάει για ωραία πράγματα, αλλά μια θεία έμπνευση (533c), (534b4-8).
VII. Ο ποιητής έτσι δεν μπορεί να είναι «καλλιτέχνης» που έχει επίγνωση του νοήματος του καλλιτεχνήματος, που επιζητεί δηλ. να εκφράσει με το έργο του σοφά περιεχόμενα, αφού δεν είναι ἔμφρων όταν γράφει. Απεναντίας είναι ἔκφρων, εκστασιάζεται, τουτέστι βγαίνει εκτός λογικού εαυτού και ό,τι δημιουργεί οφείλεται σε κάποιο θείο χάρισμα και σε καμιά εφαρμογή τεχνικών κανόνων. Ο θεός θέλει να αφαιρεί από τους ποιητές κρίση και λογισμό, για να τους μετατρέπει σε δικούς του υπηρέτες και να απευθύνεται σε μας μέσω αυτών. Εδώ ο Πλάτων παρουσιάζει κριτικά και, κατά την προσφιλή του συνήθεια, με αξιοποίηση του μυθολογικού στοιχείου, εδραίες αντιλήψεις της ποιητικής παράδοσης, κατά την οποία κάθε είδους ποιητική δημιουργία σχετίζεται άμεσα με θείες εμπνεύσεις, έτσι ώστε όσα αξιόλογα ακούμε από τους ποιητές να μην τα λένε οι ίδιοι παρά να είναι ο ίδιος ο θεός που μιλάει. Οι ποιητές, κατ’ αυτό το πνεύμα, δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυτοί που διερμηνεύουν τους θεούς, είναι «ἐρμηνῆς τῶν θεῶν» (534e4-5). Η έννοια του ερμηνευτή εδώ χρησιμοποιείται με τη σημασία απλώς του αγγελιαφόρου των θεών.
VIII. Ο Σωκράτης θέλει να σταθεί κριτικά απέναντι στους ερμηνευτές-διερμηνείς και δευτερευόντως απέναντι στους ποιητές. Όπως οι ποιητές, έτσι και οι διερμηνείς ομιλούν με βάση δυο δυνατότητες: ή την τεχνική τους ικανότητα ή τη θεία έμπνευση. Κάτι δηλ. που κρίνεται με βάση την ουσία της ποίησης. Οι ραψωδοί είναι «διερμηνείς των διερμηνέων» (535a10), δηλ. διερμηνείς των ποιητών· και ο Ίων, ως τέτοιος διερμηνεύς των διερμηνέων, οφείλει να αποφασίσει, εάν ενεργεί ραψωδικά ως φέρων μέσα του τη θεία έμπνευση, άρα βγαίνοντας έξω από τον λογισμό, ή με βάση την τεχνική του ικανότητα, γενικότερα τη σοφία. Τη στιγμή που δεν μπόρεσε να αποκαλύψει κάποια τέτοια σοφία, κατά τη συνομιλία του με τον Σωκράτη, μένει στο πρώτο. Η μέγιστη σημασία του υπό συζήτηση διαλόγου έγκειται πρωτίστως στα θέματα που αρχίζει να σκέπτεται και να συζητά, σε μια πρώτη σύλληψη, ο Πλάτων. Αυτά στρέφονται γύρω από τον ερμηνευτικό λόγο των ποιητών, από τη σχέση φιλοσοφίας και ποίησης, από τη θεωρία της θείας έμπνευσης, αλλά και από τη διαλεκτική μορφής και περιεχομένου της ποίησης. Θα τα πραγματευτεί πιο διεξοδικά και με έναν όλο και πιο καλλιεργημένο διαλεκτικό λόγο σε επόμενα έργα του, όπως στην Απολογία Σωκράτους, στον Πρωταγόρα, στον Φαίδρο, αλλά και στην Πολιτεία, εν μέρει δε και στους Νόμους.