Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2023

Εισαγωγή στη φιλοσοφία των Κυνικών: Αντισθένης (1)


 

Αντισθένης

445/450 365/360 π.Χ. 

Η διαλεκτική του Λόγου 

§1

     Ι. Ποιος είναι ο Αντισθένης; Είναι Κυνικός φιλόσοφος, γεννημένος στην Αθήνα και κατά πάσα πιθανότητα ιδρυτής της Κυνικής φιλοσοφίας. Διαμόρφωσε τις  φιλοσοφικές του απόψεις, επηρεασμένος τόσο από τους Σοφιστές όσο και από τον Σωκράτη. Παρακολούθησε μαθήματα των Σοφιστών και ιδιαίτερα του Γοργία. Στο μεταξύ έγινε μαθητής του Σωκράτη, από τον οποίο διαφοροποιείται, ανάλογα βέβαια και με το θέμα, κυρίως ως προς τη μέθοδο. Π.χ., όπως και ο Σωκράτης, κάνει λόγο για τη ύψιστη αξία της ανδρείας και της δικαιοσύνης, τις συσχετίζει με τη σοφία και θεωρεί ότι μπορούν να διδαχτούν. Διαφοροποιείται ωστόσο από τον δάσκαλό του κατά το ότι θεωρεί πως η σοφία δεν αποτελεί προϋπόθεση, όπως υποστήριζε ο Σωκράτης, για την ανδρεία και τη δικαιοσύνη, αλλά είναι μια ουδέτερη έννοια, που ανήκει στον ορθό βίο, στο μέτρο, εννοείται, που τη διέπει η δικαιοσύνη.

     ΙΙ. Η Κυνική φιλοσοφία δεν αποτελεί μια σχολή, με την αυστηρή έννοια του όρου, παρά υπαγορεύει μια συνεπή, ως προς την ουσία της, στάση, με κύριο θεμέλιο τον ορθό Λόγο, απέναντι στα θεμελιώδη ζητήματα της ζωής. Πρόκειται για ζητήματα, που αναφύονται καθημερινά στη ζωή των ατόμων αλλά συνδέονται και με τον βίο της ελληνικής πολιτείας από τη μέση περίοδο του 5ου αιώνα έως και τον 4ο αιώνα. Τέτοια ζητήματα, ας πούμε, είναι εκείνο του ορθού βίου, της κριτικής άρνησης των καθιερωμένων αρχών και τρόπων συμπεριφοράς, της πρακτικής σημασίας της παρρησίας και της ανδρείας, της ορθής οργάνωσης της ατομικής αλλά και της πολιτικής ζωής, της ερμηνείας του νόμου όχι δογματικά με βάση το γράμμα του παρά με βάση το πνεύμα του, πράγμα που σημαίνει πιο ειδικά ότι κατά την απονομή του δικαίου ο δικαστής θα πρέπει να εισδύει σ’ αυτό που «υπονοεί» ο νόμος και να μην προσκολλάται μονοσήμαντα σε ό,τι λέει το γράμμα.

     ΙΙΙ.  Οι Κυνικοί φιλόσοφοι, στο σύνολό τους σχεδόν, βρίσκονταν πολύ κοντά στις κατευθυντήριες γραμμές της Σωκρατικής φιλοσοφίας, ωστόσο διαφοροποιήθηκαν αισθητά σε κεντρικές μεθοδολογικές ή και περιεχομενικές εν μέρει αρχές του Σωκράτη. Έτσι, όπως και ο δάσκαλός τους, θεωρούσαν τον ενάρετο τρόπο ζωής [: το κατ’ αρετήν ζην] ως τον ύψιστο σκοπό της ζωής, χωρίς όμως να ασπάζονται και τη βασική άποψη του Σωκράτη περί προηγούμενης μετάδοσης της γνώσης για μια τέτοια πρακτική στάση. Η μάθηση της αρετής, γι’ αυτούς, προέκυπτε από την καθημερινή εμπειρία και άσκηση με τα πράγματα και όχι από κάποια θεωρητική διδασκαλία. 

§2

     Ο Αντισθένης εννοούσε ως νόμιμες ηδονές εκείνες μόνο που συμπορεύονται με την αρετή και επιτρέπουν την αντιμετώπιση των πόνων. Γενικώς αποδεχόταν εκείνες τις αρετές, για τις οποίες δεν πρόκειται να μετανιώσει κανείς αργότερα. Στο θεμελιώδες επίπεδο του διαλέγεσθαι και τον γενικότερο ρόλο του Λόγου είναι πιο κοντά στον Σωκράτη παρά στον Γοργία. Σε ένα πρώτο, άμεσο στάδιο εξετάζει τα ονόματα καθότι επίσκεψις ονομάτων συνιστά αρχή παιδεύσεως  και τη σημασία τους,  ως ένα πρώτο βήμα για την ανάπτυξη μιας γενικότερης δραστηριότητας του Λόγου· μια τέτοια δραστηριότητα όμως που διασφαλίζει την εδραία άσκηση της φρόνησης και δεν εξαντλείται σε αφηρημένα λογικά σχήματα, μακριά από τα πράγματα. Αυτή η δραστηριότητα είναι διαλεκτική αναζήτηση της αλήθειας στο επίπεδο του πρακτικού βίου: συγκρότηση ορθών, υγιών κρίσεων, που συμβάλλουν συγκεκριμένα στην ενίσχυση της ψυχής, στην ενδυνάμωσή της. Στο πλαίσιο της επίσκεψης των ονομάτων, δηλαδή της κατανόησης της σημασίας των λέξεων, που κατ-ονομάζουν τα πράγματα, οι κρίσεις αυτές εισέρχονται στη ζωή μας ως ένα είδος ηθικής γνώσης τόσο για τα μέσα μας όσο και για σωστή αποτίμηση των πραγμάτων και για την ορθή χρήση του Λόγου στην επαφή μας με αυτά. Αλήθεια, πόσο ορθά, ηθικά, συνετά και με νοηματική ακρίβεια χρησιμοποιούμε σήμερα τον Λόγο: από τους αναίσθητους και αγράμματους πολιτικούς θαμώνες των σκυλάδικων και των χαρτοπαιχτικών κέντρων ως τους  φλύαρους διορισμένους των ιδεολογικό-πολιτικό-«επιστημονικών» οργανισμών ή αντίστοιχων μορφωτικών ιδρυμάτων. Στη διεργασία καθορισμού της σημασίας των διαφόρων λέξεων-όρων [=επίσκεψις ονομάτων], ο Αντισθένης ακολουθεί, ως επί το πλείστο τη Σωκρατική μέθοδο αναζήτησης ορισμού: το τι σημαίνει η κάθε έννοια, ας πούμε αρετή, ηδονή κ.λπ.  Αυτή η επίσκεψις, για τον Αντισθένη, δεν εξετάζει το ον ως ον, αλλά επιζητεί να αναδείξει μια γνωσιο-λογική, ήτοι λογικο-γλωσσολογική κατανόηση όρων και εννοιών. 

§3

     Ι. Σε κάθε περίπτωση, ο Αντισθένης επιδίωκε, κατά τις ως άνω λογικές διεργασίες να διασώσει τη δυνατότητα του πρακτικού διαλέγεσθαι, κατά το πρότυπο του Σωκράτη, και δι’ αυτού μια ουσιωδώς χρήσιμη, μεστή σε πρακτικά νοήματα, μετάδοση της γνώσης. Με βάση τη θεωρία του: της επισκέψεως ονομάτων, ο Αντισθένης αναπτύσσει μια οξεία κριτική, πολεμική για την ακρίβεια, στη θεωρία των Ιδεών του Πλάτωνα. Με βάση τη διεργασία αναζήτησης ορισμού, κατά τη λογική διαδικασία του ορίζειν, στρέφεται ενάντια στο Πλατωνικό τι εστί: ο λόγος περί ορισμού ποτέ δεν έχει για αντικείμενο το τι εστί, αλλά το ποίον τι εστί. Με τούτο εννοούσε πως υπάρχουν μόνο πραγματικά, συγκεκριμένα όντα και όχι Ιδέες ως οντότητες. Βασιζόμενος στη ρεαλιστικότητα των αισθήσεων και στην προφανή αλήθεια της εμπειρικής γνώσης έλεγε ειρωνικά, για τον Πλάτωνα: τον ίππον μεν τον βλέπω, την Ιδέα όμως της ιππότητας δεν τη βλέπω 

     ΙΙ. Υποστήριζε, συναφώς, ρητά ότι ένας και μοναδικός λόγος μπορεί να ειπωθεί ή να διατυπωθεί για το τι εστί, γι’ αυτό εδώ το πράγμα, ο οικείος λόγος. Π.χ. μπορούμε να πούμε μόνο ότι ο άνθρωπος είναι άνθρωπος· οποιαδήποτε άλλη κατηγόρηση του ανθρώπου, όπως είναι λευκός κ.λπ. δεν είναι ικανή να εγγυηθεί, σε επίπεδο λογικής επιχειρηματολογίας, το αληθές ή το ψευδές του ονόματος, της έννοιας άνθρωπος. Αναλογικά και στο πρακτικό επίπεδο της ζωής: δεν λύνουν κανένα πρόβλημα του ανθρώπου οι πολύπλοκες θεωρίες· το μόνο που είναι αναγκαίο είναι η ηθική του αυτάρκεια. Ας σημειωθεί πως οι αρνητικά πολύπλοκες, ακατανόητες, ασαφείς θεωρίες σήμερα ρέουν άφθονες μέσα στα σκονισμένα αμφιθέατρα της φιλοσοφίας· εκεί δηλαδή όπου δοτές μετριότητες διδασκόντων, αδιανόητες ακόμη και για τον κοινό νου, σαν τις δοτές κυβερνήσεις των δεσποτικών καθεστώτων, ασχημονούν ασύστολα πάνω στο σώμα της φιλοσοφίας.

     ΙΙΙ. Για να φτάσει ο άνθρωπος σε μια ηθική αυτάρκεια, χρειάζεται να πειστεί να εγκαταλείψει το κυνήγι των εξωτερικών αγαθών, με κύρια εκείνα της ηδονής και του πλούτου, και να επιμείνει στην πραγμάτωση της εσωτερικής του ελευθερίας, της αυτονομίας της ψυχής του. Για τη σημερινή εποχή της μαζικο-«δημοκρατικής» αποβλάκωσης των ανθρώπων και της μετατροπής τους σε καταναλωτικά εργαλεία και πράγματα, με το κυνήγι παρόμοιων εξωτερικών αγαθών, σαν αυτά που αποστρέφεται ο Αντισθένης, ο Λόγος του είναι σαν τα Χρυσά Έπη του Πυθαγόρα. Κυρίως γίνεται μοναδικά αποκαλυπτικός για όλους εκείνους τους άξεστους βοσκούς της δημόσιας ζωής, που πρωταγωνιστούν στο πιο πάνω κυνήγι με χρήματα των εξαθλιωμένων ποιμνίων τους. Σε επίπεδο φιλοσοφικής σκέψης, η δυστυχία είναι ότι έχουν χαθεί πολλά από τέτοια σπουδαία κείμενα της φιλοσοφικής γραμματείας. Π.χ. στο μη διασωθέν βιβλίο του περί του αντιλέγειν κάνει λόγο για το αδύνατο της αντίφασης, της διαφωνίας, τη μη συμφωνίας, της αντιλογίας. Τα σχετικά του επιχειρήματα φωτίζουν αληθινά την καθημερινή συνομιλία των ανθρώπων διαχρονικά: κατά τη θεωρία του περί της μη δυνατότητας για αντιλογία, δυο συνομιλητές δεν μπορούν να διαφωνούν:  είτε γιατί κατά τη συνομιλία τους χρησιμοποιούν την ίδια λέξη/λόγο, είτε την/τον κατανοούν με  το ίδιο νόημα, είτε λένε διαφορετικά πράγματα. Πέραν των άλλων, η εν λόγω θεωρία θίγει το θέμα, που κατακλύζει σήμερα τη μαζική κουλτούρα: το θέμα μιας στοιχειώδους κατανοητικής βάσης, μιας  προκατανόησης (Χάιντεγκερ), για οποιαδήποτε περαιτέρω συνομιλία. Σήμερα, όχι σπάνια οι εριστικές διαφωνίες προκύπτουν από μιμητική μεταφορά πληροφοριών, χωρίς την παραμικρή εσωτερίκευση νοημάτων.