Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2023

Fr. Nietzsche: Η Ηθική των δούλων


 

Friedrich Nietzsche

1844–1900 

Διαλεκτική του καλού και του κακού  

1. Τα βαθύτερα νοήματα που εκφράζουν οι έννοιες του καλού και του κακού συνδέονται με αιτήματα πολιτισμικών και κοινωνικών μετασχηματισμών. Γι’ αυτό το λόγο περικλείουν τη σκέψη του κόσμου και αποκαλύπτουν την αλήθεια της γλώσσας του. Δεν δικαιολογούν μονοσήμαντες ή περιοριστικές θεωρήσεις που θα ακύρωναν τη δημιουργική σκέψη του ανθρώπου. Δεν αναλώνονται σε μια «φιλοσοφία της κουζίνας» (Χέγκελ) ούτε σε ηθικά κηρύγματα ή δόγματα που υπηρετούν εφήμερους ιδεολογισμούς. Αφορούν στο ίδιο το μυστήριο της ύπαρξης, που μας καλεί να προσδοκούμε το ανέλπιστο και να αναλαμβάνουμε την ευθύνη της απόφασης. Κάθε τέτοια ανάληψη δεν είναι στατική και τελεσίδικη. Διαμορφώνεται ανάλογα με τις κοινωνίες, τους τόπους, τις εποχές, αλλά και στη βάση μας ηθικής, η οποία στέκεται κριτικά στη μεταφυσική αντίληψη περί μιας ανεξάρτητης από την ελεύθερη βούληση ιδέας του καλού.

2. Σύμφωνα με τον Schelling καθετί που υπάρχει μπορούμε να το κατανοούμε στο θεμέλιο του Είναι του μόνο ως προϊόν της βούλησής μας, εφόσον αυτή η βούληση είναι στην αντικειμενική της αλήθεια η ελευθερία να επιλέγουμε και να πράττουμε το καλό. Κατά τον Kierkegaard, δυνάμει της βουλητικής μας πράξης το καλό και το κακό αναγνωρίζονται ως θεμελιακές κατηγορίες του ηθικώς πράττειν. Η καινοτομία ενός τέτοιου βούλεσθαι έγκειται στο να προάγει αλήθειες που αποσαρθρώνουν την ψευδή συνείδηση και συνάμα καθιστούν περιττή μια εξωτερικά επιβεβλημένη ηθική, δηλαδή σωρευτικές και απρόσωπες αναλύσεις ή δεοντολογίες που προωθούν ορισμένοι ηθικιστές και οι οποίες τελικά δικαιολογούν την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων<.

3. Ορισμένοι διανοητές, προκειμένου να εξηγήσουν απρόβλεπτες ηθικές συγκρούσεις, εξετάζουν την έννοια του καθήκοντος στο πλαίσιο της ηθικής πράξης και επιχειρούν να διακρίνουν τα τέλεια από τα ατελή καθήκοντα, ώστε με βάση την προτεραιότητα του μείζονος καθήκοντος να επιλύονται οι συγκρούσεις. Ο Kant μίλησε για την αίσθηση του καθήκοντος, που χαρακτηρίζει την ηθική πράξη και η οποία τη διαχωρίζει από την προδιάθεση ή από το κίνητρο του κέρδους. Γι’ αυτό και σημασία δεν έχει τόσο η ίδια η πράξη, όσο το κίνητρο αυτής. Επομένως για να κρίνει κανείς την ηθικότητα της πράξης πρέπει να γνωρίζει την πρόθεση του πράττοντος. Αυτή η θέση του φιλοσόφου στηριζόταν στην πεποίθησή του πως όλοι οι άνθρωποι είναι ηθικοί και ξεκινούν από την αίσθηση του καθήκοντος. Αυτό σημαίνει περαιτέρω ότι κάθε ατομική πράξη για να είναι ηθική πρέπει να μπορεί να έχει μια καθολική ισχύ.

4. Έλεγε για παράδειγμα: «Να πράττεις σύμφωνα με αξιώματα που ταυτόχρονα θα ήθελες να ισχύουν ως οικουμενικοί νόμοι». Δηλαδή οι πράξεις σου να ακολουθούν εκείνα τα αξιώματα που θα ήθελες να έχουν γενική ισχύ και να καθοδηγούν τις πράξεις όλων. Η σύγχρονη ηθική διακινεί κατά κανόνα ένα χρηστομαθή λόγο περί καλού και κακού με απώτερο στόχο να εγκλωβίσει τον άνθρωπο μέσα στα δίχτυα μιας συναισθηματικής συναίνεσης σε ή για αυτό που προβάλλει η εξουσία ως καλό. Έτσι τον χειραγωγεί και τον εμποδίζει να αναπτύξει μια αυθεντικά ριζοσπαστική σκέψη και πράξη, που θα του επέτρεπε να συντρίβει στη γένεσή τους χρησιμοθηρικές θεωρίες και πρακτικές γύρω από το καλό και το κακό.

5. Ο Νίτσε θέλοντας να υπερβεί τη χρηστομάθεια που κυοφορεί δουλεία, υποταγή στους ισχυρούς, δοκίμασε να τοποθετηθεί πέρα από το καλό και το κακό. Διακήρυττε  πως δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια ούτε απόλυτη αξία. Η εκρίζωση κάθε ιδέας περί απόλυτης αλήθειας και αξίας είναι βασική προϋπόθεση για την αναγέννηση της ανθρώπινης ύπαρξης. Εάν ο άνθρωπος, κατά τον Νίτσε, αναζητεί στην ηθική τη μη εξαπάτηση είναι σαν να πιστεύει ότι η ζωή δημιουργήθηκε από «φαινομενικότητες, πλάνες, απατηλά φαινόμενα και από την κοροϊδία τους». Οι ηθικές εντολές δεν είναι άσχετες από τις κοινωνικές τάξεις, στις θεωρήσεις των οποίων αντιστοιχούν. Ό,τι θεωρείται καλό για τις κυρίαρχες τάξεις, είναι το καλό που εξυπηρετεί τη δική τους ιδιοτέλεια, που δίνει δύναμη στους ανυπόληπτους και ανίκανους εξουσιαστές: όσο αυτοί υπολείπονται σε αξία και αυταξία, τόσο ταυτίζουν τις δικές τους ασυδοσίες με το γενικό καλό.

6. Το καλό για τους εκτός ουσίας [=εξ-ουσιαστές] συνεπάγεται συντριβή των καταπιεσμένων. Οι παράμετροι που ορίζουν την έννοια του καλού και του κακού είναι δύο, κατά τον Νίτσε: οι εξουσιαστές και οι καταπιεσμένοι. Οι δεύτεροι, μέσω θεολογικών ιερέων, πέτυχαν να επιβάλουν την ηθική της μνησικακίας τόσο στον εαυτό τους όσο και στους εξουσιαστές. Ο μνησίκακος διακρίνεται για την υποψία του, τις υπεκφυγές, τις ψεύτικες δικαιολογίες. Ξέρει να σιωπά, να σμικρύνεται, να ταπεινώνεται. Η μνησικακία σπρώχνει τους εξουσιαστές –αυτούς τους «βάρβαρους», «τα άγρια θηρία»- να κρύβονται από τους ίδιους τους εαυτούς τους. Η αντίθεση τελικά καλό και κακό εκφράζει τις αξιολογικές κρίσεις κυρίων και σκλάβων: για τους σκλάβους είναι η έννοια κακός που εμπνέει φόβο, ενώ για τους κυρίους είναι η έννοια καλός αυτή εμπνέει και οφείλει να εμπνέει φόβο, η δε έννοια κακός ταυτίζεται με το καταφρονητέο. Εν τέλει, όπως τονίζει ο Νίτσε με γλαφυρότητα, «η ηθική των σκλάβων είναι η διάνοιξη προς όλες τις πανουργίες και τίθεται υπό την κυριαρχία των ισχυρών για να γίνει η κυρίαρχη ηθική».