Μάρτιν Χάιντεγκερ
1889–1976
Beiträge zur Philosophie
(Vom Ereignis)
Η φιλοσοφία ως «φιλοσοφία ενός λαού»
§1
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Το κείμενο του Χάιντεγκερ, που φέρει τον τίτλο: «η φιλοσοφία ως “φιλοσοφία ενός λαού” και παρουσιάζουμε στη συνέχεια, είναι από το έργο του: Συμβολές στη φιλοσοφία (περί του ιδιοσυμβάντος) [γερμανικά: Beiträge zur Philosophie (vom Ereignis)]. Το εν λόγω έργο λογίζεται ως το δεύτερο magnum opus του φιλοσόφου μετά το Είναι και Χρόνος. Ωστόσο –τηρουμένων των χρονικών αναλογιών συγγραφής των δύο έργων, αλλά και των συνεχώς νέων διερευνήσεων– θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως το δεύτερο τούτο έργο είναι φιλοσοφικά ισάξιο του πρώτου, ορισμένως ίσως και πιο προχωρημένο, ως προς την επεξεργασία του ερωτήματος για το νόημα και την ουσία [ως παρ-ουσία] του Είναι, του ίδιου, ας πούμε, ερωτήματος με εκείνο του Είναι και Χρόνος. Το συγκεκριμένο έργο ανήκει στη δεύτερη φάση της χαϊντεγκεριανής σκέψης, ήτοι στην περίοδο μετά τη λεγόμενη Στροφή. Συναφώς, η αιχμή του περιεχομένου του εντοπίζεται μέσα στην ιστορικότητα του Είναι, έτσι όπως η τελευταία συνυφαίνεται με την ουσία της έννοιας του λαού και με την πολιτική πράξη ως μοίρα, προ-ορισμό του τελευταίου, αλλά και του ίδιου του Χάιντεγκερ. Απ’ αυτή την άποψη, μέσα στο ως άνω έργο συναντούμε παντού τη συγκρουσιακή, την εξ-εγερσιακή σκέψη, χωρίς αρχή και τέλος, δηλαδή ως αν-αρχη· τη σκέψη που εκρήγνυται και μας διαπερνά ως Ereignis [=ιδιοσυμβάν]. Επομένως, ας μην προσδοκάμε απ’ αυτή τη σκέψη να μας καταθέσει μια αποτελειωμένη αλήθεια, δηλαδή να μεθερμηνεύσει «το πνεύμα ως χρησιμοθηρική εξυπνάδα» (Χάιντεγκερ), αλλά μάλλον να μας στείλει νεύματα, σήματα –όπως λέει ο Ηράκλειτος [: «ο άναξ ούτε λέει ούτε κρύβει, αλλά στέλνει σήματα» Β93]– που αποδομούν τις ποικίλες συστημικές ιδεοληψίες. Αυτές οι τελευταίες είναι που εμποτίζουν τον λαό, εννοημένο ως εκφραστή της ιστορικότητας του Είναι, με ψευδή συνείδηση και στο τέλος τον καθιστούν συνένοχο στα εγκλήματα που διαπράττει σε βάρος του η εξουσιαστική υποκειμενικότητα των παντοειδών θεσμικών και άλλων ομάδων και μηχανισμών.
Γράφει σχετικά ο Χάιντεγκερ:
«Ποιος θα αρνιόταν ότι η φιλοσοφία είναι η φιλοσοφία ενός λαού; Και προς απόδειξη αυτού δεν μπορούμε να επικαλεστούμε μια μαρτυρία, η οποία καταρρίπτει κάθε αντίθετη άποψη: τη μεγάλη απαρχή της δυτικής φιλοσοφίας; Τούτη η απαρχή δεν είναι η φιλοσοφία «του» ελληνικού λαού; Και το μέγα πέρας της δυτικής φιλοσοφίας, ο «γερμανικός Ιδεαλισμός» και «ο Νίτσε», δεν είναι η φιλοσοφία «του» γερμανικού λαού;. Αλλά τι λέμε με τέτοιες αυτονόητες δια-πιστώσεις [εδραίες/πάγιες-θέσεις (Fest-stellungen)]; Δεν λέμε τίποτα για την ουσία αυτής τούτης της φιλοσοφίας. Απεναντίας, με ένα τέτοιο χαρακτηρισμό, η φιλοσοφία εξισώνεται με τον αδιάφορο χαρακτήρα μιας «επίδοσης», μιας «εκπλήρωσης», ενός τρόπου συμπεριφοράς παρόμοιου με εκείνον που μπορεί παραδειγματικά να ισχύει ως ο τρόπος της ένδυσης και της παρασκευής της τροφής και παρόμοια. Αυτή η προφανής συνάρτηση της φιλοσοφίας με τον «λαό» δημιουργεί την ψευδή εντύπωση ότι υποδεικνύοντας αυτή τη συνάρτηση λέμε και κάτι ουσιώδες για τη φιλοσοφία ή ακόμη για τη δημιουργία μιας μελλοντικής φιλοσοφίας.
Η φράση «φιλοσοφία ενός λαού» αποδεικνύεται παρευθύς ότι είναι εξαιρετικά αμφίλεκτη και σκοτεινή/ασαφής, ενώ η ασάφεια του λόγου περί του «λαού» εξακολουθεί να παραμένει εντελώς απροσδιόριστη. Με ποιο τρόπο ένας λαός γίνεται λαός; Ένας λαός γίνεται μόνο αυτό που είναι; Εάν ναι, τότε τι είναι; Πώς μπορούμε να ξέρουμε: 1. Τι είναι ένας λαός εν γένει; 2. Τι είναι εκάστοτε αυτός ή εκείνος ο λαός; 3. Τι είδους λαός είμαστε εμείς οι ίδιοι; Εδώ αποτυγχάνει όλος ο πλατωνικός τρόπος σκέψης, όταν για την υγεία ενός λαού προ-τάσσει, ορίζει εκ των προτέρων, συνταγογραφεί, μια ιδέα, μια σημασία και αξίες, σύμφωνα με τις οποίες ο εν λόγω λαός οφείλει «να γίνεται». Από πού προέρχεται αυτή η πρόταξη ή συνταγογράφηση και πώς γίνεται;
Ο διαλογισμός πάνω σε
ό,τι ιδιάζει στο Είναι του λαού είναι μια ουσιώδης διόδευση. Όσο λίγο
δικαιούμαστε να παραγνωρίζουμε τούτο, τόσο περισσότερο αξίζει να γνωρίζουμε ότι
πρέπει να επιτυγχάνεται μια πολύ υψηλή (κατά)ταξη-βαθμίδα του Είναι, εάν μια
«λαϊκή αρχή» πρέπει να κατακτηθεί και να εισέλθει στο παιχνίδι, να έλθει
δηλαδή στο προσκήνιο ως πρότυπο για το ιστορικό Da-sein. Ένας λαός γίνεται λαός μόνο, όταν εκείνοι που είναι οι πιο
μοναδικοί του φθάνουν και αρχίζουν να διαισθάνονται, να υποψιάζονται. Έτσι
ένας λαός γίνεται το πρώτον
ελεύθερος για τον νόμο του που πρέπει να κατακτά με αγώνα ως την έσχατη
αναγκαιότητα της πιο ευγενούς στιγμής του. Η φιλοσοφία ενός λαού είναι εκείνο που καθιστά
τον λαό ένα λαό της φιλοσοφίας, που ιστορικά θεμελιώνει τον λαό
στο Da-sein του και τον παρωθεί να γίνεται φύλακας της
αλήθειας του Εί-ναι.
Η φιλοσοφία «ενός» λαού είναι εκείνο το Ελεύθερο και Μοναδικό που έρχεται εξίσου τόσο πάνω από τον λαό όσο και «μέσα από» τον λαό –πάνω από τον λαό, στο βαθμό που αυτός ήδη απο-φασίζει για τον ίδιο του τον εαυτό, για το Da-sein. Ως εκ τούτου, η φιλοσοφία «ενός» λαού δεν μπορεί να υπολογίζεται και να καθορίζεται με βάση τις όποιες προδιαθέσεις και ικανότητες· απεναντίας, το σκέπτεσθαι γύρω από τη φιλοσοφία προέρχεται από τον λαό μόνο, εάν αυτό κατανοεί ότι η φιλοσοφία μπορεί και πρέπει να εκπηδήσει από την κατ’ εξοχήν ιδιάζουσα σε αυτήν προέλευσή της και ότι αυτό «το άλμα» μπορεί να πετύχει μόνο, εάν η φιλοσοφία εν γένει εξακολουθεί να ανήκει στην πρώτη ουσιαστική απαρχή της. Μόνο έτσι μπορεί η φιλοσοφία να μετατοπίσει τον "λαό" στην αλήθεια του Είναι, αντί, αντιστρόφως, να βιάζεται από έναν υποτιθέμενο λαό, ως υπάρχοντα [ευρισκόμενο μέσα στο Είναι], και να οδηγείται σε ό,τι δεν ιδιάζει στην ουσία της» (GA 65, 42-43).
§3
Ένα σχόλιο
1. Ποια σχέση έχει ο λαός με τη φιλοσοφία και
αντίστροφα; Σχέση
ιστορικο-οντο-λογική. Τι σημαίνουν τα τελευταία λόγια; Σημαίνουν, υπό μια
γενική θεώρηση, τα εξής: η φιλοσοφία, ως σκέψη και Λόγος, ομιλεί τη γλώσσα της
ιστορικότητας ενός λαού ως Είναι. Από την πλευρά του, ο λαός αποκτά επίγνωση
αυτού που είναι, ήτοι του αυθεντικού του Είναι, γίνεται δηλαδή λαός, όχι με
προκαθορισμένους ορισμούς περί του τι είναι ή πρέπει να είναι λαός, αλλά
με συνάντηση, αποκάλυψη,
φανέρωση εκείνης της διαλογιστικής πορείας που ιδιάζει στην
αλήθεια, στην ιστορικότητα του Είναι του και όχι στη μαζικότητά του, δηλαδή
στην υστερία της μαζικής του συμπεριφοράς. Αυτή η διαλογιστική πορεία δεν
αναδύεται αυτόματα ούτε μας χορηγείται χαρισματικά, αλλά είναι έργο του πιο σκληρού αγώνα που
καλούνται να διεξάγουν όσοι δεν βολεύονται με τον παραφθαρμένο ρόλο του
μαζανθρώπου. Αυτός ο αγώνας είναι πρωτίστως αγώνας του κόσμου
ενάντια στο σκοτείνιασμά του, ενάντια στην πνευματική του αποδυνάμωση.
Πώς οδηγείται ο κόσμος στην οδό αυτού του αγώνα; Από τη φιλοσοφία. Αυτή εδώ
νοείται από τον Χάιντεγκερ ως η
συγκρουσιακή σκέψη που θεμελιώνει τον λαό μέσα στην ιστορική του ρίζα, δηλαδή
στην φιλοσοφική του απαρχή. Η φιλοσοφία λοιπόν ως η σκέψη που
κηρύσσει και καθ-οδηγεί τη σύγκρουση του λαού με τη μαζοποίησή του, με την
καταστροφή της μητρώας του γης και της πάτριας εστίας του, είναι η μοναδική
δύναμη που τον απελευθερώνει από τις λαβίδες κομμάτων, μηχανισμών και κάθε τέτοιου
είδους «άρριζων οργανώσεων» (Χάιντεγκερ).
2. Τι έχει να μας πει σχετικά η φιλοσοφία του
νεοελληνικού κόσμου; Πως η
ιστορική ύπαρξη αυτού του κόσμου ως λαού οδηγείται στο βάραθρο, γιατί ακριβώς
λείπει εκείνη η φιλοσοφία, που ως συγκρουσιακή σκέψη θα τον οδηγούσε στις φιλοσοφικές του απαρχές και θα
τον απελευθέρωνε αντιστοίχως από τις θανάσιμες περιπτύξεις που
του επιφυλάσσουν οι εκάστοτε τραπεζορήτορες της πολιτικής, της τεχνικής και της
επιστήμης, οι παραγωγοί και αναπαραγωγοί της κοινωνίας του θεάματος. Ειδικά οι θλιβερές
πολιτικές ιδεολογίες του νεοελληνικού παρόντος υπονομεύουν την ιστορικότητα του Είναι του ελληνικού
λαού και
τούτη την υπονόμευση την
περιτυλίγουν με το ένδυμα του εκσυγχρονισμού και του προοδευτισμού, έτσι ώστε
να την καθιδρύουν με τη συγκατάθεση του ίδιου του λαού. Τότε
συμβαίνει ο τελευταίος να υποβιβάζεται σε οπαδό, σε αγέλη και να αντιμάχεται
την ίδια του την ελευθερία. Έτσι επιτρέπει στο διορισμένο και καθ’ όλα μέτριο
«πνευματικό» και «πολιτικό» προσωπικό να ταυτίζει τη συμφεροντολογική του δράση με τα συμφέροντα του
έθνους και να θέλει να καθηλώνει τα ελεύθερα πνεύματα μέσα στα
κιγκλιδώματα ενός σιδερόφρακτου «πρέπει».