ΣΟΠΕΝΧΑΟΥΕΡ
1788-1860
Από τη βούληση για ζωή
στη μη βούληση
§1
Ο Σοπενχάουερ ανήκει στην κατηγορία εκείνων των φιλοσόφων, που η φωνή τους ακούγεται κυρίως μετά θάνατον. Βασικά γνωρίσματα της βιο-φιλοσοφικής του πορείας είναι, κατ’ αρχήν, το γεγονός ότι δεν διατηρούσε καλές σχέσεις με τον ακαδημαϊκό κόσμο, πράγμα που καθυστέρησε τη διάδοση της σκέψης του. Κατά δεύτερον, η καλλιέργεια μιας ρηξικέλευθης και ελεύθερης σκέψης, η οποία του χάρισε τη μεταθανάτια φήμη. Τρίτον, η προσπάθεια να σκεφτεί τον κόσμο ως μια δική του παράσταση, δηλαδή ως παράσταση του βουλητικού και γνωρίζοντος υποκειμένου. Ό,τι γνωρίζουμε σχετικά με τον κόσμο, έλεγε, αποτυπώνεται ως ένα φαινόμενο, ως μια ψευδαίσθηση. Οποιαδήποτε γνώση για τον κόσμο συνιστά
§2
Ο κόσμος στο σύνολό
του είναι παράσταση: ό,τι υπάρχει υπό την έννοια του κόσμου,
ολόκληρη η πραγματικότητα, προϋποθέτει την ύπαρξη του υποκειμένου και
σχετίζεται άμεσα με τη γνώση που διαθέτει το άτομο. Ολόκληρη έτσι η
πραγματικότητα είναι μια νοητική
παράσταση, μια διαισθητική
εικόνα που έχει το άτομο για τα πράγματα. Η εικόνα τούτη δεν
απηχεί κάποια αντικειμενική εικόνα της πραγματικότητας παρά μια άκρως υποκειμενική, φαινομενική, απατηλή
αναπαράσταση. Από την άποψη αυτή, η εν λόγω παράσταση
αντανακλά, υποδηλώνει τον εξωτερικό κόσμο, αλλά δεν είναι σε θέση να αποκαλύψει, να φωτίσει τη βαθύτερη
ουσία του, ολόκληρη την αλήθεια του, τις ακατάληπτες όψεις του. Το ερώτημα, ως
εκ τούτου, που γεννιέται τώρα είναι: τελικά δεν μπορεί τίποτα να γνωρίσει
πλήρως και αντικειμενικά ο άνθρωπος; Ο Σοπενχάουερ απαντά: τίποτα εκτός
από το σώμα του. Το
να διαθέτει το ανθρώπινο άτομο, ως
μόνη αντικειμενική, νοητική γνώση, τη γνώση του σώματός του, τη
σωματική του ουσία και υπόσταση, σημαίνει ότι το ατομικό του Εγώ δομείται
πάνω στη βούληση για ζωή.
§3
Το σώμα, λοιπόν, που προσδιορίζεται με βάση τη δυναμική της
βούλησης για ζωή είναι μια
ζωική ορμή. Στη συνάφεια τούτη η βούληση για ζωή έχει για δική της οδό αυτή την ορμή,
πράγμα που σημαίνει ότι πάντοτε παραμένει
ανικανοποίητη, άρα διέπεται από την αίσθηση της πείνας, της στέρησης
και από την αχαλίνωτη τάση να
τροφοδοτεί τον εαυτό της με καθετί που μπορεί να γεννά νέες επιθυμίες. Για τον
άνθρωπο αυτό συνεπάγεται πηγή
πόνου και δυστυχίας, γιατί αυτός, ως τέτοια βούληση, δεν
γνωρίζει γιατί θέλει να
υπάρχει ή να μην υπάρχει παρά μόνο πως θα εναλλάσσει την πλήξη του, τη μονοτονία του, την αποχαύνωσή
του με την πραγμάτωση όλο νέων επιθυμιών του και κατ’ επέκταση
με την επίτευξη απατηλών
στόχων. Ωστόσο, αυτό το παιχνίδι της ζωής από την επιθυμία στην
απόλαυση και από εδώ στη νέα επιθυμία συνιστά μια από τις κύριες μορφές της ευτυχίας του
ανθρώπου, γιατί τον απαλλάσσει
από την αδράνεια των κενών επιθυμιών και τον ωθεί να σχεδιάζει,
κατά τη φορά του συγκεκριμένου παιχνιδιού, τις επιθυμίες του και να οργανώνει
έτσι την όλη του προσπάθεια, ώστε να κρύβει τον βαθύτερο πόνο της ζωή, χωρίς βέβαια να μπορεί
να τον αποβάλει ή να τον ελαχιστοποιήσει.
§4
Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, η βούληση για
ζωή εξουσιάζει τόσο οδυνηρά
την ύπαρξή μας, ώστε να γεμίζει τη ζωή μας με πόνο. Την ίδια στιγμή, οι προαναφερθείσες
μορφές ευτυχίας ικανοποιούν το
φαίνεσθαι της ζωής αλλά δεν λυτρώνουν την ύπαρξη. Τι μέλλει
γενέσθαι; Ο φιλόσοφος απαντά: μπορούμε να καταπολεμήσουμε τη βούληση για ζωή με το να καλλιεργούμε τη μη-βούληση. Πώς
κατανοεί την άσκηση της τελευταίας τούτης; Ως σιωπή, ως φυγή –τουλάχιστον
προσωρινή– από την πραγματικότητα μέσω κυρίως της τέχνης, ως μια μυστικιστική έκσταση χωρίς τη
μεσολάβηση του θεού. Προτείνει μια πορεία άρνησης της ζωής, με το
νόημα της εκρίζωσης από μέσα μας της όποιας άρρωστης επιθυμίας. Έτσι βγαίνουμε έξω από τον ολόκλειστο ορίζοντα των
σχεδιασμένων κινήσεων ή ενεργειών, τον υπερβαίνουμε
και φτάνουμε σε μια κατάσταση ειρήνης, γαλήνης της ψυχής, αποδέσμευσης από τη μετεώριση
ανάμεσα στην επιθυμία και το φόβο,
στη χαρά και τον πόνο, στην ικανοποίηση και το ανικανοποίητο.