Αριστοτέλης
384-322 π.Χ.
Εμπειρία
και Φιλοσοφική Γνώση
1. Όπως αναφέρει στην αρχή του έργου του Μετά τα Φυσικά ο Αριστοτέλης, από τη φύση του ο άνθρωπος ορέγεται τη γνώση, έχει έναν έντονο πόθο, μια έμφυτη τάση να θεάται τον ειδολογικό χαρακτήρα των πραγμάτων και να δίνει νόημα στη ζωή του δυνάμει αυτής της θέασης. Γι’ αυτό και ορέγεται τη γνώση για χάρη αυτής της ίδιας και όχι για πρακτικούς σκοπούς ή χρησιμοθηρικούς λόγους. Σε ένα πρώτο επιχείρημα, ο φιλόσοφος υποστηρίζει ότι οι αισθήσεις, από τις οποίες δυνητικά παράγεται η γνώση, μας παρέχουν ευχαρίστηση, ακόμη κι αν δεν αντλούμε καμιά πρακτική χρήση από αυτές. Επομένως, δεν είναι τυχαίο ότι από τις διάφορες αισθήσεις, η αίσθηση της όρασης είναι που μας ευχαριστεί περισσότερο: είναι αυτή που έχει τις μεγαλύτερες δυνατότητες για γνώση. Όλα τα έμβια όντα, συμπεριλαμβανομένων των ζώων, έχουν αισθήσεις. Από όλα τα έμβια όντα όμως μόνο οι άνθρωποι έχουν την ικανότητα να παράγουν γνώση από αισθητηριακές αντιλήψεις, όπως δείχνει ο Αριστοτέλης σε ένα δεύτερο επιχείρημα. Ορισμένα είδη ζώων δεν έχουν καν την ικανότητα να αποθηκεύουν μεμονωμένες αισθητηριακές εντυπώσεις και να τις θυμούνται αργότερα. Και μεταξύ εκείνων των ζωικών ειδών που είναι σε θέση να αποθηκεύουν οπτικές εντυπώσεις, μόνο λίγα έχουν αποκτήσει επίσης την αίσθηση της ακοής, ενώ άλλα, όπως οι μέλισσες, δεν διαθέτουν μια τέτοια αίσθηση.
2. Είναι
αλήθεια πως τα ζώα, σε αντίθεση με τον άνθρωπο, έχουν ελάχιστη σχέση με την εμπειρία, η οποία είναι απαραίτητη
προϋπόθεση για την ανάπτυξη της τεχνογνωσίας
και της θεωρητικής γνώσης. Μια τέτοια ανάπτυξη είναι πλέον
απολύτως δυνατή μόνο για τον
άνθρωπο. Η τεχνογνωσία έτσι μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από την εμπειρία: από
τα πολλά εννοήματα της τελευταίας
αναδύεται μια καθολική κρίση για κάθε είδους πράγματα, με αποτέλεσμα να καταδεικνύεται
μια κοινή αιτία για κρίσεις του ίδιου
είδους, που έχουν γίνει σε μια συγκεκριμένη θεματική περιοχή. Τούτο σημαίνει
πως η τεχνογνωσία είναι αιτιολογική
γνώση. Ο Αριστοτέλης δείχνει την προχώρηση από την εμπειρία στην εξειδίκευση, στην τεχνογνωσία, χρησιμοποιώντας ένα παράδειγμα από την ιατρική: ανήκει στην περιοχή της
εμπειρίας να θυμάται κανείς ότι ο Καλλίας ακολουθούσε πάντα μια συγκεκριμένη θεραπεία για την τάδε
αρρώστια και ότι ο Σωκράτης επίσης έκανε το ίδιο για την ίδια αρρώστια, όπως και
καθένας ξεχωριστά από πολλούς άλλους. Ωστόσο, τα ανθρώπινα όντα τείνουν να
προσπαθούν να μην ικανοποιούνται με
τέτοιες πραγματικές γνώσεις: εάν ένα και
το αυτό φαινόμενο, π.χ. η αποτελεσματικότητα ενός συγκεκριμένου φαρμάκου,
έχει παρατηρηθεί σε μια ομάδα ασθενών, τότε κάποιος θέλει να το εντοπίσει σε μια κοινή αιτία.
3. Σε ένα τρίτο επιχείρημα, ο Αριστοτέλης
αποδεικνύει ότι η ανθρώπινη προσπάθεια για αιτιώδη γνώση δεν εξαντλείται στην πρακτική αξιοποίηση αυτής της γνώσης, αλλά
συνεχίζεται πέρα από κάθε πρακτική αξιοποίηση. Ο Αριστοτέλης βλέπει μια ένδειξη αυτού στο γεγονός ότι η τεχνογνωσία εκτιμάται επίσης ανεξάρτητα από την πρακτική χρησιμότητά της. Διότι, παρόλο που η πρακτική επιτυχία επιτυγχάνεται ακόμη πιο εύκολα με εμπειρία χωρίς γνώση των αιτιών παρά
με γνώση των αιτιών χωρίς εμπειρία, υπάρχει υψηλότερος βαθμός γνώσης,
θέασης, ήτοι κατοχής του είδους των πραγμάτων, και κατανόησης, σύμφωνα με τη γενική κρίση, στην τεχνογνωσία παρά στην
απλή εμπειρία: οι τεχνίτες, οι
ειδικευμένοι, κρίνονται σοφότεροι
από τους εμπειροτέχνες, με γνώμονα
το γεγονός ότι η σοφία στον καθένα μας
συνδέεται με την καθαρή, τη φιλοσοφική
γνώση που έχουμε για τα πράγματα.
Τούτο καθίσταται δυνατόν, επειδή οι ειδικοί,
π.χ. οι αρχιτέκτονες, ξέρουν το «διότι»
και τη γνώση της αιτίας, ενώ οι εμπειροτέχνες,
δηλαδή οι χειροτέχνες, κατέχουν μόνο
το «ότι». Κατ’ αυτό το πνεύμα, μόνο
όσοι έχουν αιτιώδη, ενσυνείδητη γνώση έχουν τα προσόντα να διδάξουν. Το να έχει κανείς την ικανότητα να διδάξει θεωρείται το πιο
σίγουρο χαρακτηριστικό της γνώσης. Οι πρώτοι άνθρωποι που απέκτησαν τεχνογνωσία
σε οποιονδήποτε τομέα, κατά την άποψη του Αριστοτέλη, δεν εκτιμήθηκαν μόνο από τους συνανθρώπους τους λόγω της πρακτικής
χρήσης των εφευρέσεών τους, αλλά και επειδή επέδειξαν μοναδική πνευματική δύναμη που ξεπερνούσε τον κανόνα,
δηλαδή θεωρούνταν κατ’ εξοχήν ειδικοί και ξεχωριστοί από τους άλλους.
4. Αλλά
αργότερα, όταν κάποιος είχε συσσωρεύσει τεχνογνωσία μέσω της εξειδίκευσης, που
κατέστησε δυνατή την επίτευξη ενός υψηλότερου
επιπέδου πνευματικής καλλιέργειας
πέρα από τον απλό περιορισμό της
ύπαρξης, τότε αυτοί οι ειδικοί θεωρούνταν σοφότεροι από τους άλλους, γιατί οι
επιστήμες τους συνέβαλαν στην εξύψωση
του τρόπου ζωής και δεν περιορίζονταν
απλώς να προσφέρουν κάτι ορισμένως χρήσιμο. Τελικά μετά την ανάπτυξη όλων
εκείνων των τομέων γνώσης, που θα μπορούσαν να υπηρετήσουν πρακτικούς σκοπούς, ωρίμασαν οι συνθήκες για να ανακαλυφτούν
εκείνες οι επιστήμες, όπου η ανθρώπινη προσπάθεια για γνώση πραγματοποιείται σε
καθαρή μορφή, δηλαδή χωρίς κανένα αλληθωρισμό
προς πρακτική χρήση. Αυτό συνέβαινε εκεί που υπήρχε ελεύθερος χρόνος: πρώτα πρώτα στην Αίγυπτο, όπου η ιερατική τάξη ήταν
απαλλαγμένη από τη συνήθη αμειβόμενη εργασία, αναπτύχθηκαν οι
μαθηματικές τέχνες. Όλη αυτή η αριστοτελική συζήτηση στην αρχή των Μετά
τα Φυσικά προοιωνίζεται να δείξει πως η επιστήμη της σοφίας, δηλαδή η φιλοσοφία,
εξετάζει τα πρώτα αίτια και τις αρχές.
5. Το συμπέρασμα πιο ειδικά, που εξάγει ο Αριστοτέλης
πρωτίστως από όλη αυτή την ιστορία της
ανάπτυξης είναι ότι οι έμπειροι
θεωρούνται σοφότεροι από εκείνους
που έχουν απλώς μια κάποια αίσθηση. Οι ειδικοί,
με τη σειρά τους, δηλαδή οι τεχνίτες
που γνωρίζουν τα αίτια, θεωρούνται σοφότεροι
από τους εμπειροτέχνεςꞏ αναλογικά, ο ειδικός σε έναν σημαντικό τομέα θεωρείται σοφότερος από
τον ειδικό σε έναν υποδεέστερο
τομέα. Οι θεωρητικές επιστήμες, που
υπηρετούν τη γνώση για χάρη της, θεωρούνται γενικά πιο κοντά στη σοφία από
τις επιστήμες που εξυπηρετούν πρακτικούς σκοπούς. Η αριστοτελική σύλληψη της γνώσης για χάρη της γνώσης δεν σημαίνει
ότι αποκλείεται και με τον ένα ή
άλλο τρόπο αφήνεται στο περιθώριο η ενεργός
πραγματικότητα. Απεναντίας, ο Αριστοτέλης είναι περισσότερο ιδεαλιστής από τον Πλάτωνα, όπως λέει ο
Χέγκελ, εννοώντας προφανώς ότι μελετά την ενεργό πραγματικότητα σε όλες τις συγκεκριμένες εκφάνσεις της. Έτσι τον
βλέπουμε να ερευνά βήμα προς βήμα και με τη μεγαλύτερη ενέργεια την άψυχη και έμψυχη φύση, αλλά και την
ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας και του πολιτισμού, αποδίδοντας τις δικές του αρχές και αιτίες σε κάθε
ανεξάρτητο γνωστικό χώρο. Αλλά αυτό που στην πραγματικότητα εννοεί κανείς όταν
μιλάει για σοφία είναι η γνώση των
πρώτων αιτιών και αρχών των όντων που επιδιώκεται
για χάρη του εαυτού της. Τούτη η γνώση, κατά τον Αριστοτέλη, είναι η Πρώτη Φιλοσοφία.