Δευτέρα 16 Ιανουαρίου 2023

Από τον Kant στον Hegel: Η έννοια της αυτονομίας



 

Γκέοργκ Χέγκελ

1770-1831 

Πώς κατανοείται η αυτονομία;

§1. Η έννοια της αυτονομίας έλκει την καταγωγή της από την αρχαία ελληνική λέξη: αυτο-νομία, που με τη σειρά της προέρχεται από το επίθετο: αυτό-νομοςτο οποίο πρωταρχικά δήλωνε την ελευθερία μιας πόλεως, μιας κοινότητας πολιτών, να ζει σύμφωνα με τους δικούς της νόμους, δηλαδή να νομοθετεί η ίδια και να οργανώνει τη ζωή της με βάση αυτή τη  νομοθέτηση. Επομένως, η αυτονομία παραπέμπει στην αυτονομοθέτηση και υποδηλώνει με κάθε τρόπο: αυτοκαθορισμόαυτοπροσδιορισμό, σε αντίθεση με την ετερονομία και τον ετεροκαθορισμό, ετεροπροσδιορισμό. Στην αρχαιότητα η εν λόγω έννοια χρησιμοποιούνταν συνήθως ως όρος της πολιτικής φιλοσοφίας, ενώ στη νεότερη εποχή, κατά κύριο λόγο από τον Kant και ύστερα, προσέλαβε ηθικό χαρακτήρα και μετατοπίστηκε βασικά στην περιοχή της ηθικής φιλοσοφίας.

§2. Σύμφωνα με τον Kant, η ηθική βούληση δεν υιοθετεί απλώς πρότυπα που προτείνονται από ξένες αυθεντίες, αλλά αντίθετα, χρησιμοποιώντας τις δικές της λογικές αρχές , νομοθετεί για τον εαυτό της. Αυτή η καθαρή, άνευ όρων πράξη αυτοπροσδιορισμού είναι το θεμέλιο του καθήκοντος. Όμως, λέει ο Χέγκελ, αυτό είναι εντελώς φορμαλιστικό και άνευ συγκεκριμένου περιεχομένου, αφού δεν μπορεί να παρέχει σαφή ένδειξη για το τι πρέπει να γίνει σε συγκεκριμένες περιστάσεις. Πράγματι, το «καθήκον για το καθήκον» μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να δικαιολογήσει τις πιο ανήθικες πράξεις. Έτσι, τα συγκεκριμένα καθήκοντα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ευθύνες που συνδέονται με τις ιδιαίτερες θέσεις που κατέχουμε στην κοινωνία και επομένως εξαρτώνται από πτυχές του κόσμου που βρίσκονται έξω από τη θέλησή μας. Η έννοια της αυτονομίας στον Kant, καθώς συνδέεται με τον αυτοπροσδιορισμό της βούλησης, έστω και σε μια βάση αφηρημένη, διακρίνεται ρητά από τη θεωρία του ευδαιμονισμού και του ωφελιμισμού του Διαφωτισμού. Σημαίνει την αυτονομοθέτηση /αυτονομοθεσία του Λόγου, την αυτενέργεια, ως αυτο-αναφορά, του νομοθετούντος Λόγου: την ενέργεια του Λόγου, που τον θέτει απέναντι στη φύση, τον αντιθέτει προς την τελευταία.

§3. Στον Χέγκελ, η αυτονομία νοείται ως αυτοπραγμάτωση του απόλυτου πνεύματος[1] και πάντοτε όχι χωριστά ή κατ’ απόλυτη αντίθεση προς τη φύση, όπως στον Καντ. Τούτο σημαίνει πως η έννοια της αυτονομίας, στον Χέγκελ, δεν είναι παρά αυτή τούτη η έννοια του Λόγου, που έχει αναιρέσει διαλεκτικά μέσα της τη φύση και τη διατηρεί εσωτερικά ανηρημένη. Έτσι προκύπτει μια αληθινή αυτονομία, υπό το νόημα ότι δεν υπάρχει απόλυτη αυτονομία από τη φύση, καθώς η τελευταία αποτελεί πλέον πτυχή ή βαθμίδα της διαλεκτικής διεργασίας εν όλω, δυνάμει της οποίας συντελείται η αυτοπραγμάτωση του απόλυτου πνεύματος.

§4. Χαρακτηριστική είναι η εν λόγω διαλεκτική διεργασία στη Φαινομενολογία του πνεύματος. Η φυσική συνείδηση, ως άμεση παρουσία του πνεύματος, οδηγείται στο βάραθρο, όταν επιχειρεί να αναπτυχθεί σε αυτονομία από τη φύση. Η πράξη αυτονόμησής της είναι μια ενέργεια ή διεργασία στο επίπεδο του κόσμου των φαινομένων και κάθε φορά που η ίδια η συνείδηση τείνει να επιτύχει την αυτονομία της μεταπίπτει από τη δεδομένη, γνωσιο-οντο-λογική της κατάσταση σε μια άλλη. Για παράδειγμα, στο τμήμα Β: Αυτοσυνείδηση[2], ο στωικισμός μεταπίπτει σε σκεπτικισμό, ευθύς ως αποκτά την εμπειρία πως η νομοτελειακή του κίνηση δεν μπορεί να συντελεστεί ερήμην της φύσης. Το ίδιο συμβαίνει και κατά την κίνηση του νομοθέτη Λόγου και του Λόγου που ελέγχει τους νόμους[3]Παρόμοια, στη Νομική κατάσταση[4], η ελευθερία του προσώπου καταβαραθρώνεται, όταν αποκτά την εμπειρία της αυθαιρεσίας εκ μέρους του Κυρίου του κόσμου. Σε κάθε περίπτωση, η πράξη, που εκτυλίσσεται ως ενεργείν υπό τον αστερισμό της απόλυτης ελευθερίας, αποδεικνύεται στο τέλος μια άκρως υποκειμενική διεργασία, που δεν μπορεί να σταθεί αυτόνομα έξω ή ενάντια στο ενεργείν ενός άλλου υποκειμένου, μιας άλλης υποκειμενικής διεργασίας, δηλαδή ως απόλυτη ελευθερία.

 

 

 


 



[1] Βλ. σχετικά: Χέγκελ: η φιλοσοφία του πνεύματος, εισαγ..-μτφρ.-σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος. Αθήνα: εκδ. Παπαζήση 2015, σσ. 177 κ.εξ.

[2] Βλ. Χέγκελ: Φαινομενολογία του πνεύματος τ. Ι, εισαγ.-μτφρ.-σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος. Αθήνα: εκδ. Δωδώνη 1993, σσ. 311 κ.εξ., ειδικότερα σσ. 346 κ.εξ.

[3] Βλ. Χέγκελ: Φαινομενολογία του πνεύματος τ. ΙΙ, εισαγ.-μτφρ.-σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος. Αθήνα: εκδ. Δωδώνη 1995, σσ. 239 κ.εξ.

[4] Ό.π., σσ. 310 κ.εξ.