Σάββατο 11 Αυγούστου 2012

G.W.Fr. Hegel: Κίβδηλο ή αληθινό συγκεκριμένο;





Γκέοργκ Χέγκελ
1770–1831

Από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο

§1

Όλοι ή σχεδόν όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν –και αναλόγως μοχθούν– να αντιμετωπίζουν τα πράγματα της ζωής με λιγότερο ή περισσότερο συγκεκριμένο τρόπο. Έτσι, στην καθημερινή μας θεωρητική και πρακτική συμπεριφορά είμαστε ήδη οικειωμένοι σχετικά με το «συγκεκριμένο» και το «αφηρημένο». «Συγκεκριμένο», ας πούμε, είναι ό,τι συζητάμε εδώ και τώρα ή ό,τι βλέπουμε, ακούμε, γευόμαστε κ.λπ., γενικώς ό,τι προσλαμβάνουμε δια της τρέχουσας κουβέντας και δια των αισθήσεων. Σε ένα παρόμοιο περίπου περιβάλλον της καθημερινής γλώσσας, αίσθησης και σκέψης τοποθετείται και το αφηρημένο. Αυτή η συνηθισμένη χρήση των δύο εννοιών άλλοτε συμπίπτει με ό,τι αποδεικνύει η ίδια η πράξη ως συγκεκριμένο ή αφηρημένο, άλλοτε όχι. Απέναντι στην τρέχουσα αντίληψη για τις εν λόγω έννοιες, η φιλοσοφία ορθώνει τις δικές της διερευνήσεις γύρω από το αφηρημένο και το συγκεκριμένο. Μια πρώτη διερεύνηση μας λέει πως το «αφηρημένο» και το «συγκεκριμένο», ανεξάρτητα από τη φιλοσοφική θεωρία ή κατεύθυνση, αποτελούν δομικά στοιχεία της φιλοσοφικής σύλληψης ως τέτοιας, δηλαδή της βαθύτερης περίσκεψης του ανθρώπου. Μια δεύτερη διαπιστώνει πως το αυθεντικό συγκεκριμένο χωρεί πέρα και πάνω από το κοινώς αποδεκτό ως συγκεκριμένο. Τι έχει να μας πει ο Χέγκελ επ’ αυτού; Από άποψη γενικής αρχής, η φιλοσοφική του γλώσσα οικοδομεί όλα τα νοηματικά και δια-νοηματικά της σύνολα πάνω στα θεμέλια της διαλεκτικής αφηρημένου και συγκεκριμένου. Το συγκεκριμένο, στην εγελιανή του σύλληψη, είναι η έννοια και όχι το αισθητό, όχι το κατ’ αίσθηση, το άμεσα δεδομένο, το εύρημα της αισθητηριακής εμπειρίας.     

§2

Η κοινή αντίληψη θεωρεί ως συγκεκριμένο ό,τι μας δίνουν οι αισθήσεις. Αυτό το «συγκεκριμένο», ο Χέγκελ το ονομάζει κατ’ αίσθηση συγκεκριμένο και το κατατάσσει στην κατηγορία του αφηρημένου. Ως τέτοιο, το διαχωρίζει ρητά από το εννοιακό συγκεκριμένο. Το πρώτο ανήκει στην παράσταση, στην εποπτεία, δηλαδή στην υπολογιστική σκέψη που εργάζεται μόνο με εξωτερικές παραστάσεις και εικόνες, με εν-τυπώσεις, με γνώμες χωρίς προ-οπτική, με στατιστικές και λογιστικές εμμονές, με σιδερόφρακτες επινοήσεις σκοπιμότητας· όχι όμως και με την έννοια. Είναι συνεπώς μονοσήμαντο: η υπολογιστική σκέψη δηλαδή, ή, πράγμα που είναι το ίδιο, η κοινή συνείδηση, μένει καθηλωμένη στην πετρώδη συγκόλλησή της στο εξωτερικό, στο φαινομενικό, στη μια όψη ή πτυχή του πράγματος, αδυνατώντας να συλλάβει και τις απειράριθμες άλλες αθέατες πλευρές του. Το κατ’ αίσθηση συγκεκριμένο, ή το αφηρημένο εν γένει, είναι ένα κίβδηλο, εν πολλοίς, συγκεκριμένο, γιατί μένει στην επιφάνεια του πράγματος, δίνει λόγο μόνο για την εμφάνειά του,  άρα για την κατ’ επίφαση και όχι για την αληθινή του ουσία. Για παράδειγμα, ένας κρατικός οικονομολόγος-αξιωματούχος αντιμετωπίζει την οικονομική κρίση μόνο με αριθμούς και αλγόριθμους –που εδώ απηχούν το κατ’ αίσθηση συγκεκριμένο, δηλαδή ένα χωρίς καθορισμένο περιεχόμενο αφηρημένο– και όχι υπό το πνεύμα της συστημικής κρίσης, που απηχεί την εννοιακή μορφή του συγκεκριμένου. Ένας τέτοιος αξιωματούχος καθοδηγείται από ανεστραμμένη λογική και η οικονομική του πολιτική είναι απολύτως καταστροφική, ακόμη και αν η εφαρμογή της διανθίζεται από καταγγελτικές φλυαρίες ενάντια στο σύστημα. Το συγκεκριμένο, στην περίπτωση τούτη, λειτουργεί ως ένα αθροιστικό-ποσοτικό σύνολο μεγεθών, που δεν επιφέρει καμιά ριζική ποιοτικά αλλαγή στην κοινωνία και τους πολίτες.

§3

Γενικώς ειπείν, το κατ’ αίσθηση συγκεκριμένο, δηλαδή το κενό αφηρημένο, ευδοκιμεί γενικώς στην περιοχή του κοινού νου, της διάνοιας (Verstand) με όρους του Χέγκελ, και πιο ειδικά σε κομματικούς, θεσμικούς, πολιτικούς, συντεχνιακούς, μαζικά πολιτιστικούς, χώρους, όπου η κοινή συνείδηση πασχίζει να γεμίζει με εξουσιαστικά οφέλη το άδειο και γι’ αυτό απραγματοποίητο Εγώ της. Αυτή λειτουργεί χωριστικά: ο εαυτός και ο άλλος ή το άλλο· έξω δηλαδή από κάθε εσωτερική επικοινωνία και σχέση. Το συγκεκριμένο απεναντίας, με τη μορφή της έννοιας,  ανήκει στην κατανοητική σκέψη, δηλαδή στη σκέψη που συνδυάζει την εμπειρία και την έννοια, την ιδέα και την άμεση πραγματικότητα του πράγματος, τη σφαιρική του σύλληψη και τη βαθύτερη κατανόησή του. Ο συνδυασμός αυτός είναι η καθολική, αυτό-προσδιοριζόμενη  σχέση του εαυτού και του άλλου του και φέρει το όνομα: η έννοια ή η ιδέα.  Από την άποψη της καθολικής σχέσης, ή της καθολικότητας με έργο και λόγο, η έννοια είναι το απόλυτα συγκεκριμένο· δηλαδή είναι η αρνητική ενότητα του εαυτού, εντός της οποίας ο τελευταίος δεν αποκλείει το άλλο ως εχθρικό και ξένο προς αυτόν, αλλά το αντιμετωπίζει ως το (απροσδιόριστο ή λιγότερο προσδιορισμένο) άλλο του και ως τέτοιο το αρνείται διαλεκτικά, δηλαδή το ανασυγκροτεί, το μετασχηματίζει μετασχηματιζόμενος και ο ίδιος. Τότε συμβαίνει πραγματική αλλαγή στην κοινωνία και την πολιτεία των ανθρώπων: προκύπτει μια κοινότητα των ανθρώπων, όπου κυριαρχεί εσωτερική ανταπόκριση, συν-εν-νόηση, αρμονία ανάμεσα στη σκεπτόμενη υποκειμενικότητα και την ενεργό πραγματικότητα. Η ισότητα έτσι δεν εκχωρείται πλέον ως «δωρεά» έξωθεν από κάποιον επίγειο εντεταλμένο «θεό» της μιας ή της άλλης συνωμοτικής ομάδας ανίκανων αξιωματούχων, αλλά εγκαθίσταται στη ζωή μας ως άρνηση της άρνησης: δηλ. ως κυριαρχία της καταφατικής ενότητας που συνδυάζει τη σωματική και πνευματική εργασία ελεύθερων συνειδήσεων.  Η κυριαρχία αυτή, με όρους του Χέγκελ, είναι η πανταχού παρούσα δύναμη, ισχύς, εξ-ουσία του Λόγου. Όπου είναι παρούσα μια τέτοια εξ-ουσία [=ως αποκαλύπτική της ουσίας και όχι ως εκτός ουσίας), ο άνθρωπος είναι ο καθολικός, ολοκληρωμένος άνθρωπος και  πρωταγωνιστεί μέσα στον κόσμο ως δημιουργός, ως ποιητικός νους (με την ευρύτερη έννοια), όχι ως καταστροφέας, όπως π.χ. ο προαναφερθείς  στην §2 αξιωματούχος.