Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

Fr. Nietzsche: έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα (4)





Φρίντριχ Νίτσε
1844–1900

Έτσι μίλησε Ο Ζαρατούστρα

§1
                                          Πρόλογος: ομιλία 4

«Ο Ζαρατούστρα όμως κοίταζε τον λαό και απορούσε. Στη συνέχεια μίλησε έτσι:
        Ο άνθρωπος είναι ένα σχοινί, τεντωμένο ανάμεσα στο ζώο και τον υπεράνθρωπο –ένα σχοινί πάνω από μια άβυσσο.
            Ένα επικίνδυνο αντίπερα, ένα επικίνδυνο καθοδόν, ένα επικίνδυνο κοίταγμα προς τα πίσω, ένα επικίνδυνο ανατρίχιασμα και σταμάτημα.
            Ό,τι είναι μεγάλο στον άνθρωπο είναι πως αυτός είναι ένα γεφύρι και όχι σκοπός: αυτό που είναι αξιαγάπητο στον άνθρωπο είναι πως αυτός είναι μια μετάβαση και μια δύση[1].
            Αγαπώ εκείνους που δεν ξέρουν να ζουν παρά μόνο για να δύουν, γιατί είναι αυτοί που περνούν αντίπερα, προς το αντίκρυ μέρος.
            Αγαπώ τους μεγάλους καταφρονητές, επειδή αυτοί σέβονται πιο πολύ και είναι βέλη της σφοδρής επιθυμίας για την άλλη όχθη.
            Αγαπώ εκείνους που δεν αναζητούν παρευθύς πίσω από τα άστρα μια αιτία για να καταστραφούν και να γίνουν θύματα: αλλά εκείνους που θυσιάζονται στη γη [ή] για τη γη, ώστε η γη κάποτε να γίνει γη του υπεράνθρωπου.
            Αγαπώ εκείνον που ζει για να γνωρίσει κι ο οποίος θέλει να γνωρίσει, έτσι ώστε να ζήσει κάποτε ο υπεράνθρωπος. Και έτσι θέλει την καταστροφή του.
            Αγαπώ εκείνον που εργάζεται και εφευρίσκει, προκειμένου να χτίσει το σπίτι για τον υπεράνθρωπο και να προετοιμάσει γι’ αυτόν τη γη, τα ζώα και τα φυτά: γιατί έτσι θέλει την καταστροφή του.
            Αγαπώ εκείνον που αγαπά την αρετή του: γιατί αρετή είναι θέληση για δύση, για καταστροφή και ένα βέλος του σφοδρού πόθου (Sehnsucht).
            Αγαπώ εκείνον που δεν κρατά για τον εαυτό του ούτε μια στάλα πνεύματος, αλλά θέλει να είναι ολοκληρωτικά το πνεύμα της αρετής του: έτσι, ως πνεύμα, αυτός  χωρεί πάνω από το γεφύρι.
            Αγαπώ εκείνον που καθιστά την αρετή του κλίση του και μοίρα του: έτσι, αυτός θέλει, για χάρη της αρετής του, να εξακολουθεί να ζει και να μη ζει πλέον.
            Αγαπώ εκείνον που δεν θέλει να έχει πάρα πολλές αρετές. Μια αρετή είναι περισσότερες αρετές από όσο είναι δύο αρετές, επειδή είναι περισσότερο από ένα κόμπος, από τον οποίο κρέμεται η μοίρα.
            Αγαπώ εκείνον που η ψυχή του σπαταλιέται, που δεν θέλει να του εκφράζουν ευχαριστίες και που δεν δίνει τίποτα πίσω: γιατί πάντοτε χαρίζει και δεν θέλει να διατηρεί τίποτα για τον εαυτό του.
            Αγαπώ εκείνον που ντρέπεται, όταν του πέφτει καλή ζαριά, και ο οποίος τότε ρωτά: είμαι ένας κακός παίκτης[2]; –γιατί αυτός θέλει να καταστραφεί, να καταβαραθρωθεί.
            Αγαπώ εκείνον που ρίχνει χρυσά λόγια πριν από τις πράξεις του και που εκτελεί πάντα περισσότερα απ’ όσα υπόσχεται: γιατί θέλει την καταστροφή του.
            Αγαπώ εκείνον που δικαιώνει τους ανθρώπους του μέλλοντος και λυτρώνει εκείνους του παρελθόντος: γιατί θέλει να καταστραφεί από τους συγκαιρινούς του.
            Αγαπώ εκείνον που τιμωρεί τον θεό του, επειδή αγαπά τον θεό του: γιατί πρέπει να καταστραφεί από την οργή του θεού του.
            Αγαπώ εκείνον που η ψυχή του είναι βαθιά ακόμη και στον τραυματισμό του και που μπορεί να καταστραφεί κι από ένα παραμικρό βίωμα: έτσι διαβαίνει πρόθυμα το γεφύρι.
            Αγαπώ εκείνον που η ψυχή του ξεχειλίζει, τόσο ώστε να ξαστοχά τον ίδιο του τον εαυτό και όλα τα πράγματα να είναι μέσα του: έτσι όλα τα πράγματα γίνονται η καταστροφή του.
            Αγαπώ εκείνον που έχει ελεύθερο πνεύμα κι ελεύθερη καρδιά: έτσι το κεφάλι του είναι μόνο τα σπλάχνα της καρδιάς του, αλλά η καρδιά του τον σπρώχνει στην καταστροφή.
            Αγαπώ όλους εκείνους που μοιάζουν με βαριές σταλαγματιές, που πέφτουν μια μια από το σκοτεινό σύννεφο που κρέμεται πάνω από τους ανθρώπους: αυτοί αναγγέλλουν πως έρχεται ο κεραυνός και χάνονται ως κήρυκες.
            Δείτε, είμαι ένας κήρυκας του κεραυνού και μια βαριά σταλαγματιά από το σύννεφο: αυτός όμως ο κεραυνός ονομάζεται υπεράνθρωπος».
           
           
                                                             §2
                                       Ερμηνεία–κατανόηση:
            «από την κοπαδιαστή στην ηρωική στγμή του ανθρώπου»

1. Είδαμε στο τέλος της ομιλίας 3 [=στην προηγούμενη ανάρτηση για τον Ζαρατούστρα] το πλήθος να γελά με τον Ζαρατούστρα, που τους μιλούσε για τον σχοινοβάτη. Ο Ζαρατούστρα απορεί για την αντίδραση του λαού. Ωστόσο δεν σταματά την ομιλία του: στέκεται μπροστά του, τον κοιτάζει και συνεχίζει. Περιγράφει τον άνθρωπο ως ένα σχοινί. Το σύμβολο του σχοινιού υποδηλώνει κίνδυνο. Ως ένα σχοινί τεντωμένο ανάμεσα στο ζώο και τον υπεράνθρωπο, ο άνθρωπος είναι μια επικίνδυνη κατάσταση ανάμεσα σε αυτό που ήταν πάντοτε και σε αυτό που πάντοτε μπόρεσε να γίνει.
2. Το χαρακτηριστικό στοιχείο, με βάση το οποίο αποτιμά ο Ζαρατούστρα ότι αξίζει να αγαπά τους ανθρώπους μέσα στον ως άνω κίνδυνο, είναι η δυνατότητά τους να αρνούνται τον παρόντα, γεμάτο αυταπάτες, εαυτό τους, να δύουν, και να μεταβαίνουν στην κατάσταση του υπερανθρώπου. Η άρνηση τούτη δεν νοείται με το κοινό ή με το διαλεκτικό νόημα, αλλά με το νόημα της δημιουργίας. Η δημιουργία τούτη, σύμφωνα με το καθιερωμένο credo του ανθρώπου, εκπορεύεται από τον θεό, λογίζεται έργο του. Τη θέση τώρα του θεού την παίρνει ο άνθρωπος ως υπερ-άνθρωπος. Αλλά και τούτο δεν ιδιάζει στον άνθρωπο εν γένει, αλλά σε εκείνον, όπως τον συλλαμβάνει ο Νίτσε ως άνθρωπο που αντλεί από τον εαυτό του τη βούληση της δύναμης να δύει.
3. Αυτός ο δύων άνθρωπος  δεν είναι ο θνητός που ζει και αποθνήσκει με μοναδική του έγνοια πως θα κυριαρχήσει επί του άλλου· που εξαντλεί τη δύναμή του στη διαπάλη για επικράτηση του δίκαιου του ισχυροτέρου. Απεναντίας είναι εκείνος που δύει, που αρνείται δηλαδή να είναι ένα δουλικό, περιφρονημένο εξάρτημα ενός υποτιθέμενου αθάνατου θεού, έξωθεν εισαγόμενου, ή πειθήνιο εξάρτημα ποικίλων ανταγωνιστικών σχέσεων επομένως, όντας μόνο τέτοιος δύων, δύναται να ανατείλει ως υπερ-άνθρωπος: ως μεγάλος καταφρονητής της σκλάβας συνθήκης του, που μόλις εν-τοπίσαμε, ως αρνητής κάθε υπερβατικότητας, ως φορέας της δημιουργικής βούλησης, της βούλησης για δύναμη του εαυτού του, της βούλησης να μην είναι ή να μη γίνεται θύμα.
4. Η βούληση για δύση του εν τέλει νοείται ή εκδηλώνεται ως βούλησή του να εγκαθιδρύσει στο κέντρο της γης τον υπερ-άνθρωπο, δηλαδή τον  υπερ-εαυτό του: τον εαυτό πέρα και πάνω από τα δεσμά της ηθικής των δούλων και της μαζικής κουλτούρας των εθελόδουλων αμνών. Άρα δύναται να γίνει υπερ-εαυτός, όταν είναι απαλλαγμένος από κάθε ψευδαίσθηση, καταναγκασμό, εξαναγκασμό, δουλικότητα, ηθικολογικό υπολογισμό, σαν αυτό, ας πούμε, του χριστιανικού κηρύγματος για αγάπη προς τον πλησίον και προς τον θεό. Αντί, επομένως να αγαπά τον πλησίον του κ.λπ., υπό τη μορφή της τεθλιμμένης ύπαρξης, που ψάχνει μια παρόμοια ανήμπορη ύπαρξη για να κλαίνε από κοινού τη μοίρα τους, χρειάζεται και αξίζει να ενεργεί ως ελεύθερο πνεύμα: να γίνεται ο ίδιος δημιουργός της μοίρας του. Πώς; Με το να «καθιστά την αρετή του κλίση του και μοίρα του».
5. Αλλά ποια αρετή; Όχι ασφαλώς τη μια ή την άλλη από τις επί μέρους παραδοσιακές αρετές, αλλά την ακρότατη στιγμή του επικνδύνως και γι’ αυτό ηρωικώς, δηλ. ελευθέρως,  πράττειν. Τη στιγμή, με άλλα λόγια, που ο άνθρωπος καλείται να βαδίσει πάνω στο προαναφερθέν τεντωμένο σχοινί, τότε που γίνεται σχοινοβάτης, ήτοι σχοινο-χορευτής –δες ανάρτηση για Ζαρατούστρα 3– της ιστορίας και της ζωής. Ετούτο το σχοινί είναι το γεφύρι, που διασχίζει μόνο ο ηρωικός άνθρωπος –όχι όμως και το κοπάδι– χωρίς να ρωτά που βγάζει παρά μόνο ρισκάρει. Το κοπάδι, ο αγελαίος συρφετός, δεν μπορεί ούτε θέλει να το διασχίσει, επειδή δεν ενεργεί ηρωικά: επιλέγει την απάθεια και την εξουθένωση σώματος και ψυχής από τους δυνάστες του.
6. Το ρίσκο, ο κίνδυνος, είναι ίδιον εκείνων που ξεχνούν, αφήνουν πίσω τους, ήτοι υπερβαίνουν τον ταπεινωμένο εαυτό τους και ετοιμάζονται για τη στιγμή της μεγάλη εξέγερσης: ζουν και πεθαίνουν συνάμα ως ηρωικά πνεύματα. Τούτο σημαίνει πως παραγκωνίζουν συνειδητά κάθε είδους χρηστομάθεια και χριστολογία, συντρίβουν μέσα τους και έξω τους κάθε ιδεαλιστικό, μεταφυσικό, μαζικό στερεότυπο, αχρηστεύουν εν έργω κάθε είδους προσταχτικό καθωσπρεπισμό, προκειμένου να φτάσουν στην αντίπερα όχθη που βρίσκεται ο υπεράνθρωπος. Ο Νίτσε συνοψίζει όλο αυτό το πνεύμα στις φράσεις, ανάμεσα στις άλλες, του ομιλήματος 4: «εξακολουθεί να ζει και να μη ζει πλέον», «όλα τα πράγματα γίνονται η καταστροφή του» και σε όλες που ακολουθούν ως το τέλος του εν λόγω ομιλήματος. Στη συνάφεια τούτη, η ως άνω στιγμή είναι τέτοια, ως επιφάνεια. Επιφάνεια όχι με το τρέχον νόημα της συγχρονικότητας ή της αληθοφάνειας, αλλά ως διείσδυση στον χρόνο και στην ιστορία, ιδωμένα στην ολότητά τους. Η στιγμή, ως επιφάνεια, συμβαίνει να εκφράζει τη στιγμιαία φάση της ιστορίας [=την ποιοτική της στιγμή], όπου ο άνθρωπος μπορεί να πραγματώσει τον εαυτό του ως τη μια ή την άλλη επαναστατική αλλαγή. 


[1] Übergang και Untergang αντιστοίχως. Ο Νίτσε χρησιμοποιεί τους όρους με αλληλοδιάδοχη σημασία.  Έτσι ο άνθρωπος είναι Übergang (=υπέρ-βαση, πέρασμα πάνω από …, πέρασμα αντίπερα) και Untergang (=κατά-βαση: πορεία προς τα κάτω, καθοδική, φθίνουσα πορεία, κατάρρευση, δύση).
[2] Falscher Spieler: ανέντιμος παίχτης, αυτός που κλέβει στα χαρτιά.  

Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

Ηράκλειτος: Οι καθεύδοντες της αγοράς







Ηράκλειτος

Διαλεκτική:
Λόγος του Είναι διά του Γίγνεσθαι

§1

Η παραδοσιακή μεταφυσική έχει ως κύριο χαρακτηριστικό την αναζήτηση, πίσω από την αέναη κίνηση και πολλαπλότητα των φαινομένων, μιας ακίνητης και όμοιας με τον εαυτό της ουσίας, ενός αυτο-ταυτού θεμελίου, ενός Είναι. Αναλογικά, η πολύτροπη κινητικότητα και μεταβολή του αισθητού κόσμου φαντάζει ως μια συμπτωματική, φαινόμενη εκδήλωση των συστατικών γνωρισμάτων αυτού του Είναι. Ο Ηράκλειτος, απεναντίας, επιχείρησε να πλησιάσει την αλήθεια του Είναι μέσα από τον Λόγο. Σημειώνει σχετικά:
                                   
«Αν ακούσετε όχι εμένα, αλλά τον Λόγο,
                          τότε είναι σοφό να ομολογείτε: τα πάντα είναι ένα»

Τι λέγει εδώ ο Λόγος; «Εν πάντα». Σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, ο Λόγος  συναρμόζει την ουσία του μέσα στο λέγειν, το οποίο κατονομάζει τον προορισμό (μας), έτσι όπως μας τον αποστέλλει το Είναι. Το αποστέλλον Είναι, ως τέτοιο, δεν φαίνεται, δεν εμφανίζεται, αλλά ομολογείται, δηλαδή τίθεται. Πώς τίθεται; Ως το ομιλείν που μας καλεί να ακούμε τα πράγματα που μας αφορούν. Να ακούμε σημαίνει όχι να ερευνούμε «επιστημονικά»: σχολαστικιστικά, να διαμελιζόμαστε μπροστά στα επί μέρους φαινόμενα, να χανόμαστε μέσα εδώ, αλλά να διαλογιζόμαστε πάνω στο Είναι, να συλ-λέγουμε το ουσιώδες.