Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Φιλοσοφία του Ρομαντισμού

                 Ο Ρομαντισμός  ως φιλοσοφικό εγχείρημα

·   Τι εννοούμε με την έννοια του Ρομαντισμού; Κυρίως το πνευματικό κίνημα που     αναπτύχθηκε στην Ευρώπη από τα τέλη του 18ου  έως τα μέσα του 19ου  αιώνα.
·   Έδειχνε να εκφράζει ένα εκρηκτικό πνεύμα, που υπό τη λογοτεχνική και γενικότερα την καλλιτεχνική του μορφή υποσχόταν να πυροδοτήσει την ανθρώπινη χειραφέτηση πρακτικά και άμεσα.
·  Το πνεύμα του μεταφράζει σε πράξη την εναγώνια προσπάθεια της ανθρώπινης συνείδησης να απελευθερωθεί από κανονιστικά σχήματα σκέψης, αισθητικής, πολιτισμού, αλλά και κοινωνικοπολιτικού ετεροκαθορισμού.
·  Η συνολική πράξη του Ρομαντισμού προωθεί με μοναδικό τρόπο, στην ιστορική σκηνή, τη ρήξη με καθετί το συμβατικό και κομφορμιστικό.
·  Βυθίζεται με ασυγκράτητο ενθουσιασμό στην γοητευτική ολότητα του συναισθήματος και αναγνωρίζει στην απόλυτη αυτοδιάθεση του εαυτού την άπειρη ικανότητα της ελευθερίας του ανθρώπου.
·  Ο θυμικός λόγος του Ρομαντισμού τροφοδοτεί τη φιλοσοφία με μια  υπόρρητη δυναμική, η οποία της επιτρέπει να χωρεί πάνω από τη βίαιη διχοτόμηση αίσθησης και νόησης και να δικαιώνει την ερμηνευτική της συνέπεια.
·  Η φιλοσοφική εποπτεία, από την πλευρά της, παρέχει στο ρομαντισμό τη δυνατότητα να αποκαλύπτει την αυτο-υπονόμευση του λόγου του και να ανασύρει από τη λήθη τη σεμνή του έκφραση.
·  Μια τέτοια σεμνή έκφραση, σε συνδυασμό με το πνευματικό άρωμα της φιλοσοφίας, απαλλάσσει τον άνθρωπο από τη ματαιοδοξία στερεότυπων δογμάτων ή από τον εγκλωβισμό σε κτητικές βλέψεις και σε πολιτικές αυταπάτες.
·  Επίσης περιορίζει την τεχνική τυπολογία της γλώσσας και αποδυναμώνει την εργαλειακή της χρήση. Εμμένει στην ανοικτότητα της ποιητικής πράξης, που συνδυάζει συναίσθημα και λόγο.
·  Ο εσωτερικός ρυθμός του  αισθανόμενου Εγώ πάλλεται από αγωνία και συγκίνηση και μέσα στο συντακτικό στοιχείο της γλώσσας ανα-πλάθεται σε αισθητική πράξη.
·  Οι φόρμες που προσλαμβάνει τότε η γλώσσα ως σκέψη ακυρώνουν στην πράξη τη μηχανιστική οργάνωση του λόγου και ανοίγουν δρόμο στη θυμική του λειτουργία.
·  Κι ακόμη, η νόηση δεν οχυρώνεται πίσω από αφαιρέσεις για να εκτοπίσει τη μαρτυρία των αισθήσεων και να διαιωνίσει τη διαίρεση ύλης και πνεύματος, αλλά ομιλεί τη γλώσσα της αντίφασης, της α-ταξίας, της υπέρβασης, της διονυσιακής διάχυσης.
·  Ο ρομαντικός λόγος, συνακόλουθα, αναδύεται ως η συνεκτική δύναμη των συνειδησιακών μορφωμάτων καθώς και των προταγμάτων ζωής που υπαγορεύει η βουλητική νόηση. Ως προς την έρευνα της φύσης, αυτός ο λόγος κυλίεται αποκαλυπτικά μέσα στα πράγματα και δεν περιορίζεται σε μια ψυχρή ανάλυση που να τον αποστασιοποιεί οικτρά από το φυσικό κόσμο.
·  Κατ’ αυτό τον τρόπο ανα-δέχεται την πραγματικότητα ως ένα σύμπλεγμα σημασιών και συμβολικών σημάνσεων, οι οποίες διδάσκουν και καλλιεργούν τον πυρήνα του συνειδητού-Είναι (Bewusst-sein).
·  Η εξελικτική δυναμική αυτών των σημάνσεων ανάγει τη ρίζα της στη συλλογική γνώση ως σοφία παλαιοτέρων μορφών ζωής ή ενοράσεων που δεν μπορεί να  κατανοήσει η τεχνική ή εμπειρική γνώση των φυσικών επιστημών.
·  Δεν μπορεί να κατανοήσει, γιατί αυτές οι επιστήμες, σύμφωνα με τον Dilthey, εργάζονται με την έννοια της εξήγησης περισσότερο παρά με εκείνη της κατανόησης.
·  Όταν ο Ρομαντισμός αντι-στέκεται στη μονομερή άποψη του επιστημονικού πνεύματος, δεν επιζητεί απλώς να αρνηθεί την άτεγκτη επιβολή του, αλλά να διατηρήσει αυτό που αρνείται μαζί με το αντίθετό του.
·  Η ρομαντική ορμή, όταν αγκαλιάζει όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης συνεισφέρει περισσότερο στην εσωτερική αυτοκάθαρση του λόγου. Η αυτοκάθαρση τούτη δεν είναι η απόρριψη της μιας εκδοχής για χάρη της άλλης, αλλά η παραδοχή πως η αντί-δραση είναι η δράση που δεν αναγνωρίζει κανένα καθοδηγητικό αξίωμα.
·  Ο ρομαντισμός εν τέλει διέλυσε τις αυταπάτες περί αδιαμφισβήτητης τελειότητας των συναρτήσεων του επιστημονισμού και του άκαμπτου ορθολογισμού. Μπόρεσε έτσι να θέσει το πρόβλημα της ανθρώπινης συνείδησης σε ένα ευρύτερο οντολογικό πεδίο:
·  Δεν αναγνωρίζει μόνο το συνειδητό αλλά και το ασυνείδητο τμήμα της ανθρώπινης ουσίας, δεν βλέπει μόνο τον λόγο αλλά και το άλογο, δεν προϋποθέτει μόνο τον εαυτό αλλά και τον άλλο, δεν ενδιαφέρεται μόνο για το πνεύμα  αλλά και για το σώμα, δεν προσηλώνεται μόνο στη φωτεινή όψη του πράγματος, αλλά και στη σκοτεινή του.
















Παρασκευή 25 Μαρτίου 2011

Πλάτων: η αξία της φιλοσοφίας στην άμεση ζωή


                           Η φιλοσοφία ως τρόπος ζωής
                                                                           
·    Η φιλοσοφική πράξη του Σωκράτη έδινε προτεραιότητα στη συγκεκριμένη γνώση του αγαθού που ενδιάθετα συνδέεται με τη σαφή κατανόηση των πραγμάτων και υπαγορεύει έναν δίκαιο τρόπο ζωής.
·    Η αρετή έτσι είναι γνώση και υπερέχει των άλλων επί μέρους μορφών γνώσης, διότι είναι γνώση του αγαθού, προς το οποίο πρέπει να αποβλέπει κάθε άλλη γνώση.
·    Το αγαθό δυνάμει ενυπάρχει στην ψυχή μας και δεν ταυτίζεται με τα υλικά αγαθά. Η πραγμάτωσή του, επομένως, είναι ίδιον της ανθρώπινης ύπαρξης και η φιλοσοφία έχει αποστολή να της μεταδίδει την επιθυμία αυτής της πραγμάτωσης  και να διαμορφώνει συνειδήσεις που μπορούν να πορεύονται προς αυτό.
·    Η πορεία προς το αγαθό είναι ένα μονοπάτι, που εύκολα υποδεικνύει κανείς αλλά δύσκολα το ακολουθεί.
·    Σε τέτοιες υποδείξεις χωρίς αντίστοιχη εφαρμογή από τους ίδιους, σήμερα κυρίως, αναλώνονται όλοι εκείνοι που ηθικολογούν ασύστολα από καθέδρας: τραπεζορήτορες  οικονομικών-συνδικαλιστικών συμφερόντων,  γραμματοκύφωνες σκοταδιστικών αμφιθεάτρων, παραφουσκωμένοι βάτραχοι της πολιτικής (Μαρξ). 
·    Για τον αληθινό φιλόσοφο, η ως άνω πορεία συνιστά στάση ζωής: δεν οδηγεί σε κάποια σοφία με το σύγχρονο νόημα της συσσωρευμένης πληροφορίας ή της στείρας εξειδίκευσης.
·    Η πορεία αυτή είναι και δεν είναι μοναχική. Είναι μοναχική, επειδή ο πραγματικός φιλόσοφος δεν ανήκει ούτε στον κόσμο της μωρίας ούτε στον κόσμο της «σοφίας», πολύ περισσότερο δεν ταυτίζεται με εξουσιαστικούς μηχανισμούς.
·    Η αληθινή του παρουσία διαβαθμίζεται σε σχέση με τον δικό του φιλοσοφικό τρόπο ζωής, τον οποίο μόνο αυτός ξέρει και μπορεί να κατακτά. Γι’ αυτό και είναι μοναδικός.
·    Είναι τόσο μοναδικός, ώστε συχνά να συγκεντρώνει πάνω του την εχθρότητα των πολιτικά ισχυρών αλλά πνευματικά ανόητων. 
·    Ταυτόχρονα όμως η ως άνω πορεία δεν είναι μοναχική, αλλά διαλογική και παιδευτική. Ο Πλάτων στο Συμπόσιο παρουσιάζει το φιλόσοφο να είναι ο γονιμοποιός έρως: ομιλεί με ευγλωττία για την αρετή και για το τι πρέπει να  απασχολεί τον ανώτερο άνθρωπο.
·    Η φιλοσοφία, έτσι όπως την κατανοεί ο φιλόσοφος, καλλιεργεί τους ανθρώπους με τρόπο που να διαλέγονται με και για την ουσία των πραγμάτων, να εγκολπώνονται την ιδέα του αγαθού.
·    Αυτή η ιδέα μας επιτρέπει να μην διασκορπιζόμαστε στο επί μέρους, στο μεταβλητό, στο εφήμερο, αλλά να σκεφτόμαστε το βαθύ, το καθολικό, το  αδιάψευστο.
·    Μέσα από τον διαλεκτικό λόγο αποκαθιστά ανάμεσα στους συνομιλητές μια πνευματική επικοινωνία, που είναι συνάμα εμβάθυνση στην ανιδιοτέλεια της σκέψης και πρακτικά  μεταστρέφει ολόκληρη την ψυχή σε ανώτερες συγκινήσεις και σε αναλλοίωτες μορφές ζωής.
·    Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο Πλάτων διατυπώνει μια νέα αντίληψη για τη ζωή της φιλοσοφίας, η οποία θα επηρεάσει έμμεσα ή άμεσα το σύνολο της ιστορίας και της ζωής της σκέψης.
·    Η ζωή της φιλοσοφίας δεν είναι απλώς μια θεωρητική ενασχόληση με ιδέες και έννοιες αλλά συμβάλλει αποφασιστικά στην οργάνωση μιας κατά φρόνηση ζωής.
·    Στο πλαίσιο μιας τέτοιας πνευματικής κοινότητας, ο καθημερινός άνθρωπος έλκεται προς ένα αισθητικό-ηθικό πράττειν, που η αλήθεια του κρίνεται από τη σωστή σύλληψη του σκοπού και από τη φρόνηση, με την οποία επιλέγει τις μεθόδους για την επίτευξη του σκοπού.
·    Στην Πολιτεία ο Πλάτων τονίζει την αναγκαιότητα της ενότητας φιλοσοφικού λόγου και φιλοσοφικής ζωής. Η αλήθεια του φιλοσοφικού λόγου έγκειται σε τούτο: να απελευθερώνει τις συνειδήσεις από τα δεσμά της αλλότριας εξουσίας.
·    Η συνέχεια και συνέπεια της σκέψης οφείλει να αποδεικνύεται στην άμεση πράξη της φιλοσοφικής ζωής. Δεν αρκεί π.χ. κανείς να ομιλεί περί δικαιοσύνης, ισότητας κ.λπ., αλλά χρειάζεται πρωτίστως ο ίδιος να πράττει δίκαια και αληθινά.
·    Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία στους καιρούς μας, προκειμένου να αποκαλύπτονται οι έμποροι καιροσκοπικών ιδεολογιών και οι κάθε λογής «μισθοφόροι και πραιτωριανοί».

Κυριακή 20 Μαρτίου 2011

Φιλοσοφία της επικοινωνίας


                      Η  ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ  ΣΗΜΕΡΑ

1. Πώς ορίζεται η επικοινωνία;

  • Είναι η δυνατότητα του ανθρώπου να ανταλλάσσει αποτελεσματικά και συστηματικά πληροφορίες. Η ανταλλαγή αυτή απαιτεί τέχνη κατά τη χρήση του λόγου και ολοκληρώνεται με την  επίτευξη μιας αμοιβαίας κατανόησης ανάμεσα σε δύο πλευρές: άτομα ή ομάδες ή κοινότητες ή κράτη κ.λπ.
  • Γενικώς η επικοινωνία είναι μια σύνθετη διαδικασία, η οποία δεν ορίζεται δια μιας. Κατά τη διαδικασία αυτή λαμβάνουν χώρα πολλοί παράγοντες:
–Κοινή βάση συζήτησης ή ένα κοινό πεδίο γνώσης.
–Ικανότητα χειρισμού του λόγου.
–Αλληλοκατανόηση και αντικειμενική αξιολόγηση του συνομιλητή και των συνθηκών συζήτησης.
–Παρακολούθηση της επιχειρηματολογίας του άλλου και ανάλογη διείσδυση στις προθέσεις και στις θέσεις του.
 –Υπάρχει πάντοτε σαφής στόχος με συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Λαμβάνεται επίσης υπόψη ένα ορισμένο φυσικό, κοινωνικό, πολιτισμικό περιβάλλον και οι εκάστοτε ανάγκες.
·        Η επικοινωνία είναι μια κατ’ εξοχήν κοινωνική πράξη, η οποία συνδέεται με υποκειμενικά νοήματα, συναισθήματα, σκέψεις των εμπλεκομένων πλευρών, αλλά εκφράζει και αντικειμενική σχέση ανθρώπων, ανεξάρτητα από τις πεποιθήσεις τους ή τις ιδεολογίες τους.

2. Μορφές επικοινωνίας:
   Οι μορφές επικοινωνίας δεν εξαντλούνται σε αυτές που αναφέρονται στη συνέχεια. Απλώς συζητούνται ορισμένες που συνδέονται κυρίως με κοινωνικοπολιτικές, οικονομικές, πολιτισμικές καταστάσεις ή εμπειρίες του σημερινού ανθρώπου.

2.1      Μαζική επικοινωνία:
·        Η μαζική επικοινωνία συνδέεται με την πραγματικότητα των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας (Μ.Μ.Ε.). Πρόκειται για μια δημόσια επικοινωνία, η οποία  χάρη στα Μ.Μ.Ε. εξαπλώνεται εύκολα και σε μεγάλη έκταση.
·         Μια τέτοια επικοινωνία δεν προορίζεται μόνο να πληροφορεί, αν και ξεκινά από την ανάγκη της πληροφόρησης, αλλά και να προσφέρει ένα είδος κοινωνικοποίησης, όχι σπάνια κατευθυνόμενης, μια πολυσύνθετη μορφή αγωγής  σε βάθος χρόνου και σε έκταση χώρου.
·        Η μαζική επικοινωνία απευθύνεται κυρίως σε ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων, ανώνυμο ή επώνυμο, και προσφέρει ελάχιστες δυνατότητες για μια αυθεντικά διαλογική συζήτηση.
·        Γίνεται κυρίως με τη βοήθεια ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας, απέναντι στα οποία στέκεται μια περιστασιακή ομάδα ή κοινότητα ανθρώπων. Αυτοί οι άνθρωποι δέχονται μηνύματα, στα οποία μπορούν ή δεν μπορούν να απαντήσουν άμεσα ή έμμεσα. Π.χ. μπορούν, εάν πρόκειται για μηνύματα μέσω διαδικτύου, δεν μπορούν, αν πρόκειται για μηνύματα μέσω τηλεόρασης ή ραδιοφώνου κ.λπ.
·        Ουσιαστικά η μαζική επικοινωνία κατευθύνεται από τα Μ.Μ.Ε., γι’ αυτό και δεν μπορεί πάντοτε να προσφέρει μια αντικειμενική εικόνα στο κοινό. Διαμορφώνεται έτσι μια μάζα που ακροάται, ένα ανώνυμο και απρόσωπο κοινό, που αναπαράγει με τη μέθοδο της διάδοσης ή του ψιθύρου ή της καθημερινής κουβέντας ό,τι προσλαμβάνει από τα Μ.Μ.Ε.
·        Η μαζική επικοινωνία, εφόσον είναι κατευθυνόμενη, κατασκευάζει την κοινή γνώμη: καθορίζει τον γλωσσικό της κώδικα, παρέχει ελεγχόμενες ή επιλεγμένες πληροφορίες, αποτείνεται πολλές φορές στο ένστιχτο και όχι στη λογική της μάζας, υπαγορεύει συμπεριφορές, ενσταλάζει ενδιαφέροντα με βάση μεγάλα συμφέροντα, δημιουργεί ανάλογη ψυχολογία της μάζας.

2.2 Επικοινωνία στην αγορά εργασίας:
·     Η επικοινωνία παίζει σημαντικό ρόλο στην οργάνωση της αγοράς εργασίας. Συντονίζει τις προσπάθειες για παροχή πληροφοριών σχετικά με θέσεις εργασίας, σχετικά με το είδος και την ψυχολογία των στελεχών μιας επιχείρησης ή ενός οργανισμού.
·     Εδώ εντάσσεται και η επικοινωνία μέσα σε μια επιχείρηση ή σε ένα οργανισμό: μια τέτοια επικοινωνία γίνεται είτε με μηνύματα είτε με γραπτό ή έντυπο λόγο ή και προφορικά.
·    Οι διαδικασίες επικοινωνίας, που αφορούν σε έναν οργανισμό ή επιχείρηση, δεν επηρεάζονται μόνο από το μήνυμα που εκπέμπει ο πομπός, δηλαδή η επιχείρηση ή ο οργανισμός, αλλά κυρίως από την εικόνα που έχει ο δέκτης, ας πούμε η κοινή γνώμη, οι εργαζόμενοι του εν λόγω οργανισμού.
·    Βασικό στοιχείο σε κάθε μορφή επικοινωνίας είναι πώς δέχεται ο δέκτης το μήνυμα. Το πώς το δέχεται εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, κυριότεροι των οποίων είναι οι ακόλουθοι:

Ø   ο βαθμός αυτογνωσίας και παιδείας του ατόμου επιτρέπει να κατανοεί πιο αντικειμενικά και κριτικά.
Ø   η εμπειρία συνδυασμένη με θεωρητική γνώση διαμορφώνει ένα κατάλληλο ή όχι πλαίσιο για να επεξεργαστεί κανείς αυτό που δέχεται.
Ø   η ικανότητα ερμηνείας και κατανόησης του άλλου.
Ø   Το πολιτισμικό και κοινωνικό περιβάλλον, στο οποίο μεγαλώνει και ζει το άτομο.
Ø   Η ψυχολογική κατάσταση του υποκειμένου τη στιγμή ή το χρόνο που δέχεται το μήνυμα.
Ø   Ο τρόπος σκέψης και η στάση ζωής του κάθε ανθρώπου.
Ø   Οι γενικότερες ιδέες ή κοσμοαντιλήψεις που κυριαρχούν σε μια εποχή και επηρεάζουν την πλειονότητα της κοινωνίας.
         

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

Hegel und die Philosophie

               HEGELS  KONZEPTION  DER  PHILOSOPHIE


            Es ist zur „Platitüde“ geworden die ununterbrochen vielfältige Interpretation der Hegelschen Philosophie und das entsprechende Gespräch, das in doppelter Richtung im allgemeinen abzuklären ist: einerseits ist die ganze philosophische Praxis von Hegel beschuldigt worden, dass sie die Philosophie theologisierte, theoretische Grundlage einer von den gefährlichsten Arten vom denkerischen Absolutismus anbot und nicht zögerte, die Individualität des Denkens der unerbittlichen Omnipotenz des Totalen zu unterwerfen. Andererseits wird sie als die entwickelte Form des dialektischen Idealismus betrachtet, die Maxima zur Herausbildung des Marxschen Denkens beitrug, aber als Idealismus überholt ist; in diesem Sinn sei jede Auseinandersetzung mit ihm eine vergebliche Beschäftigung mit unverständlichen Gedankenschemata. So und andere ähnliche Einschätzungen neigen dazu,  ein alltägliches Phänomen zu werden und eine absolute Selbstberechtigung  zu behaupten. In der Tat weist ihre Absolutheit auf eine Inadäquatheit hin, die nichts mit dem Geist der Hegelschen Philosophie zu tun hat und notwendigerweise zu einem dogmatischen Schematismus führt. Auf einem breiteren Gebiet (re)produziert solche eine Absolutheit meistens einen instrumentalen Logos, der die Zerteilung des Wissens  und folglich das Massenwerden des menschlichen Daseins bejaht. Diese Art vom Logos scheint eigenständiges Prinzip des postmodernen Denkens1 zu sein und leistet wesentlich Vorschub der schmerzhaften Verdinglichung des sozialen Seins des Menschen mit allen positiven und negativen Konsequenzen.
 Entgegen der Dominanz des instrumentalen Logos ist zu überlegen, welche Richtlinien aus der Perspektive des Hegelschen Logos hergestellt werden und interpretationsbedürftig sind, um die Sache selbst zu erhellen? Die Beantwortung dieser Fragestellung weist immer wieder auf die Aktualität der Hegelschen Philosophie hin und zugleich setzt voraus, dass diese Philosophie erst als ein Philosophieren gegründet ist, das den Zeitgeist zum Ausdruck zu bringen  und systematisch künftig die Entwicklung der Philosophie als Totalität in der Zeit zu bestimmen versucht. Aber wie wird konkreter diese Entwicklung verstanden? Der wesentliche Antrieb der Philosophie ist für Hegel der selbstbewusste Logos und in diesem Sinn wird ihr logisches Verfahren von der Mathematik z.B. unterschieden, in der «die Bewegung  des mathematischen Beweises ein der Sache äußerliches Tun ist»2. Der Logos, im Feld des Bewusstseins und des menschlichen Willens, bestimmt die Entwicklung nicht als bloßes Blühen sondern als ununterbrochene Anstrengung, die Entgegensetzung als sich aufzuheben  und damit in ihr sich Selbst oder ihre begriffliche Identität zu erkennen. In der früher Jenaer Zeit stellte Hegel schon fest, die Philosophie gehe aus ihrem Zeitalter hervor, um gegen die Zerrüttung des Zeitalters den Menschen aus sich wiederherzustellen und die Totalität, welche die Zeit zerrissen hat, zu erhalten3. Es geht eigentlich bei Hegel nicht um die Frage: «was ist Philosophie?», aber –über jeder technischen Formulierung von Fragen hinaus- um das philosophische Verständnis des Menschen und seiner Welt oder um sein denkendes Begreifen.
Dazu versucht er  der Philosophie nunmehr eine solche Orientierung zu geben, dass sie die innere als auch die äußere Notwendigkeit der gesamten Wirklichkeit ausdrücken kann. Wie er unternimmt es? Indem er den Standpunkt des Absoluten als theoretische Bedingung annimmt. Das Absolute war in der Sprache des Deutschen Idealismus nicht unbekannt und wurde zum Gegenstand reflexiven Behandlungen gemacht. Hegel kam zu der Einsicht, das Absolute sei die höchst verborgene Möglichkeit  der Philosophie, sich selbst als Philosophie des Begreifens zu erkennen.  Wenn die grundlegende Aufgabe der begreifenden Philosophie, wie der Philosoph sie erfasst, sein soll: Entgegensetzung und Versöhnung   [=Vereinigung], dann ist das Absolute die Handlung der Versöhnung selbst. Während es für die metaphysische Tradition ein hinausliegendes, ursprüngliches Sein darstellt, ist es für Hegel als Prozess aufzufassen. Diese Auffassung des Absoluten führte ihn dazu, den philosophisch-geschichtlichen Dialog unter einen neuen Gedankengang (fort)zusetzen und zu einer bestimmteren Erkenntnis der menschlichen Wirklichkeit zu gelangen. Im Rahmen dieses Dialogs  macht Hegel zum Gegenstand systematischer Behandlung was Kant aber auch Fichte an verschiedenen Stellen ihrer Philosophie zeigten, ohne sich vollständig damit zu beschäftigen: Das Absolute und die Erkenntnis des Absoluten als Relation des Wissens, bzw. als Erkennen, oder absolute Vermittlung. In einer programmatischen Aussage konnte Hegel so etwa formulieren: „Die Philosophie hat als die Wissenschaft der Wahrheit das unendliche Erkennen oder dar Erkennen des Absoluten zum Gegenstand“4. Hegels entscheidender Ansatz ist nun der, die Philosophie über die Positivität jeder einzelnen Wissenschaft hinaus zu erheben, aber auch über jede ideologische Bindung,  die dem vergänglichen Fall einer objektiven Gesamttheorie die Philosophie unterordnet5.
Und jedoch die Philosophie ist Wissenschaft! Wissenschaft in dem Sinn, sie sei das einzig wahrhafte Wissen hinsichtlich jedes positiven Wissens. In bezug auf diese Feststellung sagt Hegel nichts Neues der philosophischen Tradition gegenüber. Was ihn von ihr differenziert, ist es: wie er begreift das wahre Wissen und welche Merkmale ihm zuschreibt.  Zunächst ist es insofern wahr, als das produktive Verfahren von ihm nicht im Horizont der Vorstellung oder des Vorstellens erschöpft wird, sondern des begreifenden Denkens oder des Begriffs. Das  heißt, zweitens, es setzt  „die Befreiung vom Gegensatz des Bewusstseins“6 voraus, nämlich die vernünftige Überprüfung der menschlichen Tätigkeit durch die innere oder binnenlogische  Projektion des Instinkts und der Vernunft: Instinkt und Vernunft stehen nicht in einem absoluten Gegensatz zueinander, sondern formen gemeinsam das menschliche Dasein als das Bewusst-sein, das sich in Interaktion mit dem Unbewussten befindet.
Das Feld vom Bewusst-sein, wo dies gemeinsame Formen wahrgenommen und reflektiert wird, ist das Geistige. Es allein ist das Wirkliche; es muss für sich selbst und für die profane Welt das begreiflich machen, was so nur als ein Faktum erscheint, und  die Weise, auf der es zum sinnlichen Dasein des Menschen überhaupt kommt. Wie  versteht nun Hegel dies Wirklich-Sein des Geistes? Er versteht es als logisches Verfahren oder als die geistige Substanz, die erleidet und denkt, sich nur noch zum Äußerlichen werden lässt und zugleich aus dem Inneren heraus erfüllt, ihr Noema als Notwendigkeit zum erscheinen aufstellt und wieder es nach innen richtet als absolute Relation oder als den wahren Begriff, bzw. als die Idee, die die Sache nicht mehr außerhalb sich selbst setzt, sondern innerhalb ihres vollständigen Begriffs als Einheit des Subjekts und des Objekts. Hier liegt auch die Wahrheit der Philosophie als Wissenschaft oder als System, wo die Denkbestimmungen des Seins als Reflexionsbestimmungen, bzw. Begriffsbestimmungen, entwickelt werden und dessen Begriff zur logischen Erörterung ansteht. Unter dieser Perspektive wird die Wahrheit der Philosophie als philosophisches Denken erkannt, das seinen  Begriff durch sich selbst gewinnt. Auf programmatischer Ebene stellt Hegel diese seine Vorstellung in der Vorrede von der Phänomenologie des Geistes7 dar; auf systematischer Ebene versucht der Philosoph, das Erscheinen jeder menschlichen Wirklichkeit als Selbstdarstellung der Vernunft zu deuten. Dieser Versuch findet ursprünglich in seinen meistens theoretischen Werken -Phänomenologie des Geistes und Wissenschaft der Logik- statt, wo die Vernunft [=der Logos] beginnt, ihre Selbstdarstellung als selbstbestimmende Bewegung des Begriffs zu erkennen. In der Phänomenologie des Geistes wird diese Bewegung  auf der Stufe des Bewusstseins durchgeführt, das seine Erhebung zur Wahrheit8  beanspruchen darf. Das menschliche Denken tendiert, in dieser Phase der phänomenologischen Prüfung seiner selbst, sich als die Vernunft zu verstehen, die sich  in begriffliche Vermittlung des denkbaren und des wahrnehmbaren umwandelt: der menschliche Inhalt des Bewusstseins fängt an, die Form des Gedankens anzunehmen und Tendenzen interner Selbstordnung zu entwickeln, die sich zum absoluten Wissen insofern formieren, als sie sich als philosophischer Anspruch durchsetzen, das Andere und sich selbst durch das Andere zu begreifen. 
Für das menschliche Denken als Selbstbewusstsein macht die gewonnene Form des absoluten Wissens seine hauptmethodologische Voraussetzung aus, um sein Selbstverständnis zu verwirklichen und sich vom menschlichem Denken zum philosophischem Denken zu erheben. Mit dieser logischen Bewegung des sich selbst Begreifens beschäftigt sich die Wissenschaft der Logik: es ist die sich selbst bestimmende Bewegung des Begriffs, die auf dem Standpunkt des Begriffs oder des reinen Denkens durchgeführt und als Dialektik des Denkens und des Begreifens vervollständigt wird. Form und Inhalt, Innerlichkeit und Äußerlichkeit, Entzweiung und Einheit, Subjektivität und Objektivität werden Gegenstand der dia-logischen Tätigkeit vom Logos als Begriff, der spricht und denkt, bzw. als Sprache und logisch überprüfter  Tätigkeit des Denkens. Sehr charakteristisch stellt Hegel so das Logische dar, dass es sich, seiner Form nach, durch den Logos der Sprache vermittelt: logisches und sprachliches Geschehen stimmen, der Form nach, im Horizont der spekulativen Transparenz der Idee überein9. Das philosophische Denken ist somit kein Jenseits, auf das sich der menschliche Verstand richtet ohne nie es zu erreichen, aber das „Hier“ selbst der Dialektik des Denkens und des Begreifens, das  die Dinge bewegt und dessen Entschlüsselung der Verstand nur dann bewerkstelligen kann, wenn er entsprechend der vernünftigen Ordnung denkt und handelt, nämlich nicht „mit bloßen Abstraktionen oder formellen Gedanken, sondern allein mit konkreten Gedanken“10.
Zum Schluss: das Wesen der Hegelschen Philosophie ist kein geschlossenes System von Begriffen, das entsprechende Sachverhalte reflektiert und Strukturen des Existierenden beschreibt oder nacherzählt, sondern Entwurf oder Projektion: Hegel entwirft und schlägt eine begriffliche Erfassung der Sache kraft ihrer logischen Natur vor; dieser Möglichkeit nach unternimmt er den Zusammenhang des Seienden im Begriff zu erfassen. Da  aber seine Philosophie keine erste Wahrheit besitzt, spricht er nicht über eine bestimmte Philosophie, sondern über die Philosophie, wie sie sich innerhalb des philosophisch-geschichtlichen Dialogs herausgebildet hat, und über ihre Aufgabe, „ihre Verflechtung mit dem Sein“11 zu begreifen. Diese Aufgabe ist der  allgemeine Faktor, der die Verschiedenheit der philosophischen Systeme mit der Verpflichtung vermittelt, in die binnenlogische Beschaffenheit der Dinge einzudringen. Aber diese Verpflichtung wird nicht von außen als ein moralisches Gebot gestellt, sondern hängt mit der Bindestruktur des Philosophierens (=Dialektik Denkens und Begreifens) zusammen und wird als die  Anstrengung des Begriffs, sich zu bestimmen und folglich die interne Dynamik des Geistes wiederzubeleben und als eigenständiges Element der spekulativen Philosophie zu behaupten. Diese Philosophie hat zu ihrem allgemeinen Motiv zu zeigen, was die Philosophie als solche zu begreifen und auszudrücken imstande ist, wenn sie als die verständliche und begreifliche Organisation des Ganzen erscheint. Das gewinnt noch mehr an Wert, wenn wir wissen dass unser Zeitgeist auf einer dekonstruktiven Konzeption beharrt und sie für gebotene Grundlage für jede weitere Tätigkeit des Geistes hält. Die spekulative Philosophie plädiert nun für eine Rekonstruktion dieser dekonstruktiven Konzeption und für eine Uminterpretation des Zeitgeistes aufgrund einer logisch selbstbewegenden Wirklichkeit, von der jede praktische Haltung der menschlichen Individualität ausgeht, und aufgrund der Einsicht, dass das Vorhandensein des Negativen keine tobende Dekonstruktion des Denkens vertritt, sondern die vollendete Positivität oder die  spekulative Fähigkeit des vernünftigen Erkennens.  


                                                                










1 Das postmoderne Denken erkennt eine mannigfaltige als auch widersprechende Entfaltung Realitäten ohne die Perspektive einer einheitlichen und auf höherer Ebene erneuten Annäherung  der differenzierenden Sachverhalten. Die Hegelsche Philosophie demgegenüber, als eine herausragende Stimme der Neuzeit, strebt immer wieder nach einem einheitlichen Weltbild.
2 G.W. F. Hegel Phänomenologie des Geistes, s. 38.
3 G.W. F. Hegel Jenaer Schriften,  s. 120-121.
4 Rosenkranz, G.W.F. Hegels Leben, Darmstadt (Nachdr.), s.190.
5 G.W.F. Hegel, Enzyklopädie der philosophischen Wissenschaften, §§14-15.  H.Schnädelbach, Hegel- zur Einführung, Junius,s.14.
6 G.W.F. Hegel, Wissenschaft der Logik, GW 11,s.21.

7 G.W. F. Hegel Phänomenologie des Geistes, s.9, 24.
8 ebd. , s.69.
9 „Die Logik stellt die Selbstbewegung der absoluten Idee nur als das ursprüngliche Wort dar, das eine Äusserung ist, aber eine solche, die als Äusseres unmittelbar  wieder verschwunden ist, indem sie ist; die Idee ist also nur in dieser Selbstbestimmung, sich zu vernehmen“ (G.W.F. Hegel,Wissenschaft der Logik , GW 12, s.237).
10 G.W.F. Hegel, Enzyklopädie der philosophischen Wissenschaften, §82.
11 Chr. Topp, Philosophie als Wissenschaft, Berlin 1982, s.XXV.

Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Από τη φιλοσοφία του ανθρώπου

          
       ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΑ ΧΑΜΕΝΑ ΝΟΗΜΑΤΑ 
                    ΤΗΣ  ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
                                                             
     «Τα βάθη του κόσμου άλλη είναι 
     δύναμη  κρυμμένη που τα κρατεί»
                                   Σικελιανός    
        
·    Σύμφωνα με τον Heidegger (GA 40, 28) «η φιλοσοφία ποτέ δεν γεννιέται από την επιστήμη και δια της επιστήμης. Δεν ανήκει στην ίδια τάξη με τις επιστήμες. Μόνο με την ποίηση τελεί η φιλοσοφία και η σκέψη της στην αυτή τάξη».
·    Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε η ενασχόληση του ανθρώπου με τη φιλοσοφία δεν αποτελεί προνόμιο ή καθήκον ορισμένων «ειδικών» αλλά βασικό μέλημα της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης, του δικού μας Dasein .
·    Κοινωνίες ή ανθρώπινα άτομα που παραμελούν τη φιλοσοφία υπονομεύουν τα ίδια τα πνευματικά και ιστορικά τους θεμέλια. Έτσι οδηγούνται βαθμιαία στην παρακμή και τελικά καταλήγουν στον πλήρη εκβαρβαρισμό.
·    Η αισθητή πραγματικότητα μαρτυρεί πώς βασικοί υπονομευτές της φιλοσοφικής σκέψης είναι κυρίως οι ολιγαρχίες της μετριότητας που ασύστολα καιροσκοπούν μέσα στα σκονισμένα αμφιθέατρα των «μορφωτικών» μας ιδρυμάτων.
·    Οι ολιγαρχίες αυτές νοθεύουν αδιάντροπα τον φιλοσοφικό διάλογο με αγοραία ιδεολογήματα και φρικτές επαναλήψεις του ασήμαντου. Έτσι δηλητηριάζουν το λογισμό με τελετουργικές ομφαλοσκοπήσεις ή ρητορικές φωνασκίες και οτιδήποτε μη αρεστό σ’ αυτούς το ρίχνουν στην πυρά.   
·    Στο μέτρο που το ανθρώπινο Dasein, ως εκ της σκεπτόμενης ικανότητάς του, αρνείται να θηρεύει απλώς το ωφελιμιστικό, ως άλλος Κολόμβος αποπειράται τον ωραίο αλλά επικίνδυνο φιλοσοφικό διάπλου πέρα και πάνω από τα συντρίμματα των μεταμοντέρνων, τεχνικοποιημένων ολιγαρχιών της μετριότητας.
·    Εάν η τεχνοεπιστήμη, μετά την ιδεολογική της ολοκλήρωση από τον Διαφωτισμό κυρίως και εντεύθεν, συνέβαλε στην αποδόμηση των ανορθολογικών αυταπατών στον πνευματικο-πολιτισμικό χώρο του ανθρώπου, στην ίδια αναλογία φρόντισε να εισαγάγει  τον ανορθολογισμό από το παράθυρο.
·    Το ζητούμενο λοιπόν παραμένει: διαυγής γνωριμία με τις πηγές του φιλοσοφικού και ποιητικού στοχασμού, ώστε να οροθετούμε «το νοητό και συνακόλουθα το μη νοητό» (Wittgenstein), να καταλύουμε τη μονωδία του εργαλειακού λόγου, να «αγωνιζόμαστε για μια αυστηρή σύλληψη [αυτού που] μας συντυχαίνει, μας αναταράζει και μας αλλάζει» (Heidegger).
·    Όσο βαθαίνει η ως άνω γνωριμία δημιουργείται μια παράδοση φιλοσοφικού-ποιητικού διαλέγεσθαι, που μπορεί να απελευθερώσει τον σύγχρονο άνθρωπο από τις παγερές περιπτύξεις του στείρου ακαδημαϊσμού, από τη διάχυτη πνευματική κενότητα της εποχής, από την καθεστωτική λογική των εξουσιαστικών μηχανισμών.
·    Από την αρχαία εποχή μέχρι και σήμερα ακόμη, αυτή η παράδοση ευδοκιμεί κυρίως ως εναντίωση στον «φιλοσοφικό-ποιητικό» εκφυλισμό της σκέψης σε «χρησιμοθηρική εξυπνάδα» (Heidegger) και προσφέρει αντίστοιχα τη «δυνατότητα να εμπειράται κανείς τη δοκιμασία της κριτικής συζήτησης» (Πλάτων).
·    Στο πλαίσιο μάλιστα μιας «κοινωνικής λειτουργίας της φιλοσοφίας» (Horkheimer), ο αληθινά ανήσυχος, αεικίνητος, ελεύθερος διάλογος δύναται, σαν άλλο εγελιανό πνεύμα, να αναστοχάζεται την πορεία της αυτογνωσίας του, να  οξύνει τον λογισμό της κοινωνίας, να αποδυναμώνει κάθε απολίθωση του ζωντανού λέγειν από την εγωκεντρική επικράτηση της μετριοκρατίας και να  χαράσσει εκείνη την οδό, από όπου ο καθένας «χρωστάει να περάσει το ρεύμα της ζωής του»  (Nietzsche)
·    Η αυθεντικότητα ενός τέτοιου διαλόγου δεν αφήνει περιθώρια για συμβιβασμούς με άκαμπτες ιεραρχήσεις, με κατασκευασμένες αυθεντίες, με διατεταγμένους κήρυκες της μαζικής κουλτούρας, με «νομοθέτες» της σκέψης.
·    Η σκέψη δεν αναπτύσσεται με προστάγματα και διαταγές, αλλά ακολουθεί το δρόμο του δικού της ηθικού συλλογισμού και αυτογνωσίας. Γνωριζόμενος λοιπόν ο σημερινός άνθρωπος –και δη ο νέος άνθρωπος– με αυτή τη σκέψη θα αισθάνεται την ανάγκη να σπουδάζει «το παλαιό σε μια νέα σχέση με το όλο» (Hegel), να αρνείται να παρακμάσει μέσα στην ανημποριά και πάντοτε θα νοιάζεται όχι μόνο για το ζην απλά, αλλά και για το ζην καλά..


Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

Παιδεία και Πολιτική

                    Φιλοσοφία  και  Πολιτική  στον  Πλάτωνα
                   (Philosophie und Politik bei Platon)

1.      Σύμφωνα με τον Πλάτωνα η φιλοσοφική παιδεία αποτελεί αναγκαία συνθήκη για να μπορεί μια πολιτεία να ευημερεί και να ευδαιμονεί.
2.      Το ζητούμενο συνεπώς είναι να συνυφαίνεται η αληθινή φιλοσοφία με την πολιτική και αντίστροφα.
3.      Η ποιότητα αυτής της συνύφανσης εξαρτάται από την ποιότητα του τρόπου σκέψης και από την αυθεντικότητα του φιλοσοφικού διαλόγου.
4.      Ορισμένα θεμελιώδη γνωρίσματα που συνάμα λειτουργούν και ως βασικές προϋποθέσεις για την περί ου ο λόγος ποιοτική συνύφανση και αυθεντικότητα περιέχονται στα παρακάτω χωρία της πλατωνικής σκέψης:

·        «Οι νέοι να μάθουν να συμπεριφέρονται κατά Λόγον, πριν μάθουν να ενεργούν  μετά  Λόγου».
·        «Έτσι κλείνουν στην ψυχή τους κάθε μεγάλο καλό και μπορούν να ανιχνεύουν τη φύση του ωραίου και του ευπρεπούς».
·        «Καθετί από τα ωραία έργα θα είναι σαν αύρα από έναν τόπο καλό που θα φέρνει υγεία, και χωρίς καν να το καταλάβουν, από παιδιά κιόλας, θα οδηγούνται για να συνάπτουν φιλία και να συναναστρέφονται  τον  ωραίο  λόγο».
·        «Ο ωραίος λόγος, η ωραία αρμονία, ο ωραίος ρυθμός μαρτυρούν την αγαθότητα του χαρακτήρα, όχι εκείνη που κατ’ ευφημισμό τη λέμε αγαθότητα, ενώ στην πράξη είναι βλακεία, αλλά εκείνο τον λογισμό που έχει λεπτό και ευγενικό ήθος».    
·        «Δεν συμφέρει στους δυνάστες να φωλιάζουν στις ψυχές των νέων υψηλά φρονήματα ούτε να δημιουργούνται ανάμεσά τους ισχυρές φιλίες και δεσμοί».
·        «Έτσι είναι ανάγκη να προσφέρουμε στα παιδιά τη μάθηση με μορφή που δεν θα φαίνεται αναγκαστική. Διότι ο ελεύθερος άνθρωπος δεν πρέπει να μαθαίνει κανένα μάθημα με εξαναγκασμό σαν να ήταν δούλος».
·        «Λοιπόν, καλέ μου, μη χρησιμοποιείς βία στα παιδιά. Κάνε ώστε η μάθηση να είναι γι’ αυτά παιχνίδι, για να είσαι σε θέση να καταλαβαίνεις καλύτερα τις φυσικές τους προδιαθέσεις».
·        «Χωρίς δικαιοσύνη και με αδυσώπητο οικονομικό και πολιτικό ανταγωνισμό δεν μπορεί να υπάρχει αυθεντικός διάλογος».
·        «Εάν σε μια πόλη έχει μεγάλη υπόληψη η αναρχία, η υπεροψία, η ασωτία, τότε οι πολίτες δεν μπορεί να είναι ενάρετοι».
·         «Η άπληστη επιδίωξη του πλούτου και ο αλόγιστος χρηματισμός διαλύουν και το καλύτερο πολίτευμα».
·        «Οι άξιοι άνθρωποι [δηλ. οι αληθινοί φιλόσοφοι] δεν επιδιώκουν την εξουσία για χρήματα, γιατί δεν θέλουν φανερά να εισπράττουν μισθό για το πολιτικό τους αξίωμα και να αποκαλούνται μισθωτοί, ούτε κρυφά να παίρνουν οι ίδιοι χρήματα από την άσκηση της πολιτικής εξουσίας και να λογίζονται κλέφτες».
·        «Ούτε πάλι επιδιώκουν την εξουσία για τη δόξα· γιατί δεν είναι φιλόδοξοι».
·        «Η πιο μεγάλη τιμωρία για τους άξιους είναι να τους εξουσιάζει κάποιος χειρότερός τους».
·        «Από φόβο για αυτήν ακριβώς την τιμωρία δέχονται να ασκήσουν εξουσία, όταν καμιά φορά συμβεί να την πάρουν στα χέρια τους».
·        Και τότε προσέρχονται για την άσκηση της πολιτικής εξουσίας, όχι σαν να πηγαίνουν προς κάτι αγαθό ούτε σαν να πρόκειται να καλοπεράσουν, αλλά σαν να πηγαίνουν προς κάτι αναγκαστικό».
·        «Οι δογματικοί, όταν συζητούν για κάτι, δε νοιάζονται πώς είναι τα ζητήματα για τα οποία γίνεται λόγος, αλλά προσπαθούν να πείσουν τους συνομιλητές τους ότι τα πράγματα είναι όπως αυτοί τα εκθέτουν».
·        «Λίγο να  ενδιαφερθείτε για τον Σωκράτη και περισσότερο για την αλήθεια. Εάν πράγματι σας  λέω  την αλήθεια, ας συμφωνήσετε μαζί μου, ει δε μη,  αντιταχθείτε  στα  λεγόμενά  μου  με όλα τα επιχειρήματά σας».