Ο Ρομαντισμός ως φιλοσοφικό εγχείρημα
· Τι εννοούμε με την έννοια του Ρομαντισμού; Κυρίως το πνευματικό κίνημα που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη από τα τέλη του 18ου έως τα μέσα του 19ου αιώνα.
· Έδειχνε να εκφράζει ένα εκρηκτικό πνεύμα, που υπό τη λογοτεχνική και γενικότερα την καλλιτεχνική του μορφή υποσχόταν να πυροδοτήσει την ανθρώπινη χειραφέτηση πρακτικά και άμεσα.
· Το πνεύμα του μεταφράζει σε πράξη την εναγώνια προσπάθεια της ανθρώπινης συνείδησης να απελευθερωθεί από κανονιστικά σχήματα σκέψης, αισθητικής, πολιτισμού, αλλά και κοινωνικοπολιτικού ετεροκαθορισμού.
· Η συνολική πράξη του Ρομαντισμού προωθεί με μοναδικό τρόπο, στην ιστορική σκηνή, τη ρήξη με καθετί το συμβατικό και κομφορμιστικό.
· Βυθίζεται με ασυγκράτητο ενθουσιασμό στην γοητευτική ολότητα του συναισθήματος και αναγνωρίζει στην απόλυτη αυτοδιάθεση του εαυτού την άπειρη ικανότητα της ελευθερίας του ανθρώπου.
· Ο θυμικός λόγος του Ρομαντισμού τροφοδοτεί τη φιλοσοφία με μια υπόρρητη δυναμική, η οποία της επιτρέπει να χωρεί πάνω από τη βίαιη διχοτόμηση αίσθησης και νόησης και να δικαιώνει την ερμηνευτική της συνέπεια.
· Η φιλοσοφική εποπτεία, από την πλευρά της, παρέχει στο ρομαντισμό τη δυνατότητα να αποκαλύπτει την αυτο-υπονόμευση του λόγου του και να ανασύρει από τη λήθη τη σεμνή του έκφραση.
· Μια τέτοια σεμνή έκφραση, σε συνδυασμό με το πνευματικό άρωμα της φιλοσοφίας, απαλλάσσει τον άνθρωπο από τη ματαιοδοξία στερεότυπων δογμάτων ή από τον εγκλωβισμό σε κτητικές βλέψεις και σε πολιτικές αυταπάτες.
· Επίσης περιορίζει την τεχνική τυπολογία της γλώσσας και αποδυναμώνει την εργαλειακή της χρήση. Εμμένει στην ανοικτότητα της ποιητικής πράξης, που συνδυάζει συναίσθημα και λόγο.
· Ο εσωτερικός ρυθμός του αισθανόμενου Εγώ πάλλεται από αγωνία και συγκίνηση και μέσα στο συντακτικό στοιχείο της γλώσσας ανα-πλάθεται σε αισθητική πράξη.
· Οι φόρμες που προσλαμβάνει τότε η γλώσσα ως σκέψη ακυρώνουν στην πράξη τη μηχανιστική οργάνωση του λόγου και ανοίγουν δρόμο στη θυμική του λειτουργία.
· Κι ακόμη, η νόηση δεν οχυρώνεται πίσω από αφαιρέσεις για να εκτοπίσει τη μαρτυρία των αισθήσεων και να διαιωνίσει τη διαίρεση ύλης και πνεύματος, αλλά ομιλεί τη γλώσσα της αντίφασης, της α-ταξίας, της υπέρβασης, της διονυσιακής διάχυσης.
· Ο ρομαντικός λόγος, συνακόλουθα, αναδύεται ως η συνεκτική δύναμη των συνειδησιακών μορφωμάτων καθώς και των προταγμάτων ζωής που υπαγορεύει η βουλητική νόηση. Ως προς την έρευνα της φύσης, αυτός ο λόγος κυλίεται αποκαλυπτικά μέσα στα πράγματα και δεν περιορίζεται σε μια ψυχρή ανάλυση που να τον αποστασιοποιεί οικτρά από το φυσικό κόσμο.
· Κατ’ αυτό τον τρόπο ανα-δέχεται την πραγματικότητα ως ένα σύμπλεγμα σημασιών και συμβολικών σημάνσεων, οι οποίες διδάσκουν και καλλιεργούν τον πυρήνα του συνειδητού-Είναι (Bewusst-sein).
· Η εξελικτική δυναμική αυτών των σημάνσεων ανάγει τη ρίζα της στη συλλογική γνώση ως σοφία παλαιοτέρων μορφών ζωής ή ενοράσεων που δεν μπορεί να κατανοήσει η τεχνική ή εμπειρική γνώση των φυσικών επιστημών.
· Δεν μπορεί να κατανοήσει, γιατί αυτές οι επιστήμες, σύμφωνα με τον Dilthey, εργάζονται με την έννοια της εξήγησης περισσότερο παρά με εκείνη της κατανόησης.
· Όταν ο Ρομαντισμός αντι-στέκεται στη μονομερή άποψη του επιστημονικού πνεύματος, δεν επιζητεί απλώς να αρνηθεί την άτεγκτη επιβολή του, αλλά να διατηρήσει αυτό που αρνείται μαζί με το αντίθετό του.
· Η ρομαντική ορμή, όταν αγκαλιάζει όλες τις πτυχές της ανθρώπινης ύπαρξης συνεισφέρει περισσότερο στην εσωτερική αυτοκάθαρση του λόγου. Η αυτοκάθαρση τούτη δεν είναι η απόρριψη της μιας εκδοχής για χάρη της άλλης, αλλά η παραδοχή πως η αντί-δραση είναι η δράση που δεν αναγνωρίζει κανένα καθοδηγητικό αξίωμα.
· Ο ρομαντισμός εν τέλει διέλυσε τις αυταπάτες περί αδιαμφισβήτητης τελειότητας των συναρτήσεων του επιστημονισμού και του άκαμπτου ορθολογισμού. Μπόρεσε έτσι να θέσει το πρόβλημα της ανθρώπινης συνείδησης σε ένα ευρύτερο οντολογικό πεδίο:
· Δεν αναγνωρίζει μόνο το συνειδητό αλλά και το ασυνείδητο τμήμα της ανθρώπινης ουσίας, δεν βλέπει μόνο τον λόγο αλλά και το άλογο, δεν προϋποθέτει μόνο τον εαυτό αλλά και τον άλλο, δεν ενδιαφέρεται μόνο για το πνεύμα αλλά και για το σώμα, δεν προσηλώνεται μόνο στη φωτεινή όψη του πράγματος, αλλά και στη σκοτεινή του.