Τρίτη 31 Μαΐου 2016

David Hume: Ανθρώπινη Φύση και Ηθική







Ντέιβιντ Χιουμ
1711–1771


Πριν από λίγες ημέρες κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ρώμη και σε μετάφραση, με εισαγωγή και σχόλια, του Βασίλη Δ. Μακρυπούλια το πολύ σπουδαίο βιβλίο του Χιουμ: Μια Πραγματεία για την ανθρώπινη Φύση (βιβλίο Γ): Περί Ηθικής. Το βιβλίο είναι άκρως σημαντικό, αυτό καθεαυτό, αλλά και για το δικό μας, μοιραίο ηθικό και πολιτικό σήμερα. Τα περιεχόμενά του είναι τα εξής:

Πρόλογος - Εισαγωγή του μεταφραστή
Μέρος Ι: Για την αρετή και τη φαυλότητα γενικά
Τμήμα Ι: Οι ηθικοί διαχωρισμοί δεν παράγονται από τον λόγο
Μέρος II: Περί της δικαιοσύνης και της αδικίας
Τμήμα Ι: Γύρω από το εάν η δικαιοσύνη είναι μία φυσική ή τεχνητή αρετή
Τμήμα II: Περί της προέλευσης της δικαιοσύνης και της περιουσίας
Τμήμα III: Σε σχέση με τους κανόνες που καθορίζουν την ιδιοκτησία
Τμήμα IV: Περί της συναινετικής μεταβίβασης της περιουσίας
Τμήμα V: Περί της υποχρέωσης των υποσχέσεων
Τμήμα VI: Κάποιες περαιτέρω σκέψεις που αφορούν τη δικαιοσύνη και την αδικία
Τμήμα VII: Περί της καταγωγής της κυβερνήσεως
Τμήμα VIII: Περί της προέλευσης της αφοσίωσης του υπηκόου προς τον ηγεμόνα και το κράτος
Τμήμα IΧ: Περί των μεγεθών της υποταγής
Τμήμα Χ: Περί των αντικειμένων που εμπλέκονται σε θέματα υπακοής
Τμήμα XI: Περί των νόμων των εθνών
Τμήμα XII: Περί της αγνότητας και της μετριοφροσύνης
Μέρος III: Περί των υπολοίπων αρετών και φαυλοτήτων
Τμήμα Ι: Περί της προέλευσης των φυσικών αρετών και της φυσικής κακίας
Τμήμα II: Περί της υπεροχής του νοός
Τμήμα III: Περί της καλοκαγαθίας και της καλοσύνης
Τμήμα IV: Περί των φυσικών ικανοτήτων
Τμήμα V: Κάποιες περαιτέρω σκέψεις που αφορούν στις φυσικές αρετές
Τμήμα VI: Τα συμπεράσματα αυτού του βιβλίου
Παράρτημα
Σχόλια-Παρατηρήσεις
Βιβλιογραφία

Πώς κουβεντιάζεται η ηθική;
                                                       
§1. Το έργο του Χιουμ που συζητάμε εδώ αποτελεί το τρίτο βιβλίο της Πραγματείας του για την ανθρώπινη φύση. Τα άλλα δυο βιβλία είναι τα εξής: Ι. Περί της Νόησης και ΙΙ. Περί των Παθών. Το βιβλίο του περί  Ηθικής θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά έργα της ηθικής φιλοσοφίας. Το εν λόγω κείμενο δεν είναι το μοναδικό έργο του Χιουμ για την ηθική φιλοσοφία. Υπάρχει και το μετέπειτα έργο του: Έρευνα για της αρχές της ηθικής. Ωστόσο το περί Ηθικής λογίζεται, στη διεθνή βιβλιογραφία, ως πιο μεστό φιλοσοφικού περιεχομένου σε σχέση με το τελευταίο. Η φιλοσοφική του μεστότητα και συναφώς η σπουδαιότητά του έγκειται στο ότι ο Χιουμ επιχειρεί να αντλήσει βασικές σκέψεις για τα θεμέλια της ηθικής από την ανάλυση της ανθρώπινης φύσης. Έτσι χωρεί πολύ πιο πέρα από στείρες ηθικολογικές ντιρεκτίβες πολλών άλλων έργων ηθικής φιλοσοφίας και κατορθώνει να συνδυάζει ηθικές έννοιες ή εννοιολογήσεις με τα συμφραζόμενα της πράξης. Απ’ αυτή την άποψη, στο συγκεκριμένο βιβλίο δεν θεωρητικολογεί αφηρημένα και ασύστολα, αλλά φιλοσοφεί συγκεκριμένα πάνω στην αναγκαιότητα συγκρότησης μιας φιλοσοφίας, που θα έχει λόγο στο και για το εκάστοτε παρόν της ανθρώπινης φύσης. Να γιατί οι διάφορες φιλοσοφικές αντιπαραθέσεις, από τότε έως σήμερα, γύρω από ορθολογικές ή κανονιστικές θεωρίες, γύρω από ηθικά κίνητρα  ή το ρόλο των αισθήσεων και των αισθημάτων, δεν μπορούν να σταθούν ανταποδοτικές χωρίς τις πολλαπλές αναφορές στο εν λόγω έργο του Χιουμ και γενικότερα στη σκέψη του.
§2. Πώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με μια πρόταση η αντίληψη του Χιουμ για την ηθική; Κανονιστική αντίληψη περί ηθικής. Στο πλαίσιο αυτού του κανονιστικού χαρακτήρα της ηθικής αναπτύσσεται και η θεωρία του για την ατομική ηθική, αλλά και για την αξία των ηθικών θεσμίσεων και των συναφών πολιτικών θεσμών. Κάθε μονοδιάστατα ορθολογική αντίληψη περί ηθικής δεν έχει ιδιαίτερη αξία για τον Χιουμ, γιατί δεν διασφαλίζει ένα ακέραιο ηθικό πράττειν. Απεναντίας μια εμπειρική –και καμιά μεταφυσική– πρόσληψη της ανθρώπινης φύσης ενεργοποιεί το ενδιαφέρον του ανθρώπου να διεκδικεί μια κανονιστική θέση ή τοποθέτηση μέσα στον κόσμο των αξιών, πράγμα που σημαίνει ότι μπορεί να ευαισθητοποιείται όχι μόνο για τη δική του ευημερία, αλλά και για την αλτρουιστική προσέγγιση του άλλου. Απαράγραπτος όρος, ως προκύπτει, για ένα συγκεκριμένο, πρακτικό αντίκρισμα της ηθικής παραμένει η εμπειρική-γνωσιακή οριοθέτηση της ανθρώπινης φύσης. Τούτο σημαίνει για την εσωτερική διάρθρωση του υπό συζήτηση έργου του Χιουμ πως τα συστατικά στοιχεία της νόησης, των αντιλήψεων, των ιδεών ή παραστάσεων, των εντυπώσεων, των ποικίλων παθημάτων και εναισθήσεων, καθώς και η σύμπραξη ορθού λόγου και αισθήματος ή συναισθήματος αποτελούν μια ενιαία νοητή γραμμή και μόνο έτσι συνθέτουν την εσώτερη δυναμική της σχέσης: ανθρώπινη φύση και ηθική. Αυτή η προϋπόθεση της ενιαίας γραμμής του σκέπτεσθαι και του πράττειν συνιστά την ακατάλυτη αρχή –χτες και σήμερα και πάντα– για την ηθική ολοκλήρωση, τουτέστι απρόσκοπτη ευδοκίμηση ανθρώπινου ατόμου και κοινωνικο-πολιτικής κοινότητας. Μόνο μέσα από μια τέτοια οπτική νομιμοποιείται και η πολιτική πράξη της εξουσίας, της κυβέρνησης ως τέτοιας. Και τούτο ισχύει σήμερα, όσο ποτέ άλλοτε, καθώς οι αμοραλιστές, μειοδότες και δοσίλογοι της παρούσας ελλαδικής κυβερνοπολιτείας έχουν ποδοπατήσει κάθε έννοια ηθικού δέοντος και ορθολογικού πολιτικού πράττειν.
§3. Όπως πολύ σωστά τονίζει ο μεταφραστής στον πρόλογό του (σ. 10), ο Χιουμ ανατιμά δεόντως «το συναίσθημα, τη συμπάθεια, το λόγο και την ανθρώπινη βούληση». Εδώ αναγνωρίζει μια ομοιότητα με το χριστιανικό σχήμα, σύμφωνα με το οποίο: «νοιώθω την απειρία του όλου, την απροσδιοριστία του γύρω μου κόσμου και μέσα από την εμπειρική μου πράξη, που βασίζεται στη συμπάθεια, προσπαθώ σ’ αυτόν τον κόσμο να προσδιοριστώ» (ό.π.) Γενικεύοντας τη σημασία του συγκεκριμένου έργου για το σήμερα γράφει με ευστοχία:
 «Στη σημερινή εποχή αυτό το έργο του Χιουμ -το οποίο γιατί όχι έχει και πολιτικές προεκτάσεις- είναι επίκαιρο. Επιβάλλεται ο κόσμος μας να στηριχθεί στη συμπάθεια από άκρου εις άκρον της γης. Επιβάλλεται ο κόσμος μας να ακτινοβολεί την ευχαρίστηση μέσα από την ωραία επικοινωνία των ανθρώπων μεταξύ τους και με την ευνομούμενη κοινωνία. Η σχέση του ανθρώπου με το κράτος είναι ηθική σχέση και αυτό το άνοιγμα της ηθικής που καταφέρνει ο Βρετανός φιλόσοφος είναι σπουδαίο επίτευγμα. Το κράτος που πείθει τον πολίτη είναι ηθικό, ο πολίτης που προσφέρει στο κράτος είναι ηθικός. Ο πολίτης που ευχαριστείται μέσα από την συμπάθειά του για τον άλλο είναι ηθικός, ο άλλος που επιστρέφει όλα αυτά είναι ηθικός. Τελικά η ηθική είναι η εμπειρία του ωραίου και του ευχάριστου. Αυτός ο εμπειρισμός του Βρετανού φιλοσόφου ίσως αποτελεί θεραπεία για τις αρνητικές εμπειρίες που εκπέμπει ο κόσμος μας. Ίσως μπορεί να δημιουργήσει ένα νέο μοντέλο ανθρώπου και κράτους που θα εγγυηθούν την καλύτερη πορεία της ανθρωπότητας» (ό.π. σσ. 10-11).

 



   



Τετάρτη 25 Μαΐου 2016

Ευριπίδης: Τραγωδία και Διαλεκτική




ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
484-406


Διαλεκτική  εσωτερικής και εξωτερικής τραγωδίας του ανθρώπου


§1. Ποιος είναι ο Ευριπίδης; Είναι ο δημιουργικός ποιητής, που παραγνωρίστηκε στην εποχή του, για να αρχίσει αμέσως μετά τον θάνατό του να τυχαίνει καθολικής αναγνώρισης. Συνέβη ό,τι συμβαίνει συνήθως με τα πρωτοπόρα και ρηξικέλευθα μυαλά. Σχεδόν ποτέ δεν αναγνωρίζονται εν ζωή καθ’ όλη τη λάμψη του έργου τους, διότι ο κοινός νους –ήτοι η κοινή γνώμη– κατευθυνόμενος από θεσμικές μετριότητες του εκάστοτε παρόντος, δεν επιτρέπει ή δεν ανέχεται αμφισβήτηση της κυρίαρχης συμβατικότητας.  Ο Ευριπίδης έχει να επιδείξει ένα έργο, που ακούει με μεγάλη προσοχή την εποχή του: εισδύει στην επικαιρότητα, τη μεθερμηνεύει στοχαστικά και επιχειρεί να την αναζωογονήσει με μια ποιητική γλώσσα, κατ’ εξοχήν τραγική, ικανή να διαλύει τη μοιρολατρική αντιμετώπιση των πολλαπλών αδιεξόδων της εποχής του και να αίρεται δυναμικά πάνω από τα συντρίμμια. Όσο ζούσε και έγραφε στην Αθήνα, πολεμήθηκε σκληρά, μεταξύ των άλλων, και από τον Αριστοφάνη, που με τη σάτιρά του δεν διασκέδαζε μόνο το αθηναϊκό κοινό, αλλά συγχρόνως το εξοικείωνε και με παραστάσεις, εικόνες, ιδέες εχθρικές σε κάθε πρωτοποριακή σκέψη ή ιδέα. Θυμίζουμε ότι ο Αριστοφάνης, πρώτος και σε ανύποπτο ακόμα χρόνο, συκοφάντησε από σκηνής το Σωκράτη και προετοίμασε την κοινή γνώμη για τη μετέπειτα καταδίκη του σε θάνατο. Με χαιρέκακο τρόπο στάθηκε και απέναντι στον Ευριπίδη. Στα έργα του, για παράδειγμα, Αχαρνείς (425), Θεσμοφοριάζουσες (411), αλλά και στους Βατράχους, γραμμένο μετά τον θάνατο του Ευριπίδη, παρουσιάζει το μεγάλο τραγικό ποιητή ως έναν μοναχικό, αποτραβηγμένο από τον κόσμο, υπερόπτη διανοούμενο, που περνά όλη τη μέρα στο γραφείο του με ονειροπολήσεις και πνευματικές ενατενίσεις. Το αρνητικό εδώ είναι η   διόγκωση ή απολυτοποίηση, με σατιρικό τρόπο, μιας υπαρκτής πραγματικότητας: η σκωπτική ανάγνωση της βιοθεωρίας και της αντίστοιχης πρακτικής ζωής του Ευριπίδη ως μιας ανατρεπτικής πραγματικότητας, με δήθεν ολέθρια αποτελέσματα για τον μέσο πάσχοντα πολίτη. Κατηγορήθηκε, στη συνάφεια τούτη, και ως κατασκευαστής, επί σκηνής, διαφωτιστικών μηνυμάτων, που διέδιδαν τις σοφιστικές ιδέες.
§2. Την ισχύουσα σήμερα επιστημονική άποψη, που διαλύει κάθε πλάνη περί χειραγώγησης του ποιητή από τη σοφιστική κίνηση του καιρού του, τη συνοψίζει ουσιωδώς ο A. Lesky:  

«Ο Ευριπίδης δεν είναι ‘‘ο ποιητής του ελληνικού Διαφωτισμού’’, όπως τον ήθελε ο τίτλος του βιβλίου του W. Nestle: vom Mythos zum Logos, δεν ήταν με κανένα τρόπο ο ‘‘κήρυκας’’ ή το ‘‘φερέφωνο’’ της σοφιστικής βιοθεωρίας. Δεν την προσπέρασε όμως αδιάφορος. Ολόκληρο το έργο του μαρτυρεί τη βαθιά αναστάτωση που του δημιουργούσαν οι καινούριες ιδέες, ενώ ταυτόχρονα παρουσιάζει μια εξαιρετικά ποικίλη αντιμετώπισή τους»[1].

Ο ποιητής ήταν πράγματι ανοικτός στις νέες ιδέες της εποχής του, αλλά ούτε για μια στιγμή δεν σκέφτηκε να υποτάξει τη δραματουργική του τέχνη στο έναν ή τον άλλο ιδεολογικό μηχανισμό του καιρού του ή σε υπαγορευμένες έξωθεν δέσμες ιδεών. Η αρχέγονη ιδέα της ποιητικής του δημιουργίας είναι μία και υπό το οδηγητικό νήμα αυτής της ιδέας μπορεί κανείς περαιτέρω να αντλήσει άλλες σημαντικές ιδέες που απηχεί το συνολικό του έργο.  Η εν λόγω ιδέα είναι η τραγική ιδέα, η οποία εκφράζει το τραγικό πνεύμα της ζωής αυτής καθεαυτής και συνυφαίνεται με τον τραγικό τρόπο σκέψης του ίδιου του ποιητή για τα πράγματα της ζωής. Η κατανόηση αυτής της ιδέας είναι πάντοτε το ζητούμενο για μια αμερόληπτη, αντικειμενική ερμηνεία των δραμάτων του Ευριπίδη. Δεν μπορεί να εντοπιστεί, έτσι απλά, στο ένα ή άλλο χωρίο, που πιθανόν να εκφράζει καινοτόμες απόψεις, αλλά στο συμφραζόμενο/στα συμφραζόμενα των επί μέρους χωρίων. Τα συμφραζόμενα μπορούν να μεταβάλουν, λιγότερο ή περισσότερο, ή ακόμη και να ανατρέψουν ένα οποιοδήποτε νόημα του ενός ή του άλλου χωρίου. Η δομή των συμφραζομένων συνθέτει μια διαλεκτική πλοκή νοημάτων, αντιθέσεων, ιδεών και σίγουρα αντανακλά, υπό ποιητική μορφή, τις πνευματικές ζυμώσεις της Αθήνας και την πολυπλοκότητα των εκδηλώσεών τους.
§3. Ο Ευριπίδης ήταν πραγματικά ένας στοχαστικός ποιητής, αφιερωμένος πλήρως στην θεατρική αναπαράσταση της τραγικής δράσης, που εμφιλοχωρεί μέσα στην ανθρώπινη φύση ως καταστρεπτικό, κατ’ αρχήν, στοιχείο. Δεν ενδιαφερόταν, σχεδόν καθόλου, για δημόσιες σχέσεις και για ενασχόληση με τη δημόσια ζωή ή με δημόσια αξιώματα. Είχε διακρίνει έγκαιρα το παράλογο σε συνδυασμό με την οντολογική ύπαρξη του ανθρώπου και γενικότερα του κόσμου, αλλά και του κοσμικού γίγνεσθαι. Διάβαζε πολύ –σημειωτέον: ήταν ένας από τους λίγους Αθηναίους με προσωπική βιβλιοθήκη– και προσπαθούσε, μέσα από το παρατηρητήριο ενός θετικά σκεπτικιστή ποιητή, να παραστήσει θεατρικά την πραγματικότητα, έτσι όπως ακριβώς εκτυλίσσεται με τους λογισμούς και παραλογισμούς της. Τη δική του εποχή χαρακτήριζε ένας κυριολεκτικά αχαλίνωτος παραλογισμός, με αποκορύφωμα τον Πελοποννησιακό πόλεμο, τον πιο φονικό εμφύλιο πόλεμο των Ελλήνων, και την προϊούσα κατάρρευση του πολιτικού και αξιακού συστήματος σύμπαντος του Ελληνισμού. Τούτο σημαίνει ότι το έργο του κινείται στο αστερισμό μιας τέτοιας επικαιρότητας και διαδραματίζεται ως μια διαλεκτική συνέχειας και ασυνέχειας. Έτσι βλέπουμε στις τραγωδίες του να παρελαύνουν ανθρώπινες καταστάσεις, οντολογικά τραγικές και υπό την προ-οπτική εμβίωσης του θρηνώδους, του φρικαλέου, γενικώς της συμφοράς ως μιας συνέχειας που ζητεί την υπέρβασή της, δηλαδή την ασυνέχεια. Π.χ. στις Ικέτιδες, ο πόλεμος παρουσιάζεται να γίνεται για τη συμμόρφωση με το ισχύον δίκαιο των Ελλήνων (στ. 526), ενώ συγχρόνως εκτίθεται ο φρικώδης χαρακτήρας του ως πολέμου, τονίζονται οι απαρηγόρητες συμφορές του, αποκαλύπτεται ο παραλογισμός του, όπως πιο αναλυτικά τον αισθητοποιεί επί σκηνής με τις Τρωάδες, αλλά και με τις δέουσες παραλλαγές στην Ελένη. Η προ-οπτική της ασυνέχειας τίθεται έτσι με ρητή αναγκαιότητα. Καθ’ όλη την εκδίπλωση της δραματικής δράσης, τα παθήματα των προσώπων, η ενσαρκωμένη τραγική ενέργεια δεν παριστάνεται ως αρνητικό στοιχείο του ενός ή του άλλου ανθρώπινου χαρακτήρα, αλλά ως στοιχείο σύμφυτο με την ανθρώπινη μοίρα· και τούτο νοούμενο όχι μοιρολατρικά, ως μη δυνάμενο να αποφευχθεί το ένα ή το άλλο πάθημα, αλλά ως σχετιζόμενο με τη μωρία του ανθρώπου ως τέτοιου. Επομένως, η διαλεκτική δραματουργία δεν έχει άλλο προ-ορισμό από το να δειχτεί, με τον πιο σαφή τρόπο, με την πιο τραγική αγνότητα, η εσώτερη τραγωδία των ανθρώπων και των πραγμάτων, με τις αντιδικίες, τις εναντιώσεις, τα φαινομενικά αδιέξοδα και με την αποκάλυψη του ήθους: «το ήθος είναι ο θεός για τον άνθρωπο» (Ηράκλειτος).





[1] A. Lesky: Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων Β΄ , σ. 403.