Δευτέρα 28 Φεβρουαρίου 2011

Από την ιστορία της φιλοσοφίας

                    O Hegel για τον Σωκράτη

1.      «Ο Σωκράτης δεν είναι μόνο η πιο σπουδαία μορφή στην ιστορία της φιλοσοφίας –η πιο ενδιαφέρουσα στη φιλοσοφία της αρχαιότητας– αλλά επίσης και ένα κοσμοϊστορικό πρόσωπο».
2.      «Κατ’ αρχάς προσέλαβε το αγαθό μόνο στην ιδιαίτερη σημασία του πρακτικού: πρέπει να επιδεικνύω φροντίδα για ό,τι οφείλει να αποτελεί για μένα  την ουσία της πράξης».
3.      «Υπό μια ανώτερη σημασία δέχτηκαν το αγαθό ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης: το αγαθό είναι το καθολικό, δεν είναι μόνο για μένα· δεν είναι παρά μια μορφή, ένας τρόπος της Ιδέας, η Ιδέα που καθοδηγεί τη βούληση. Σύμφωνα με τον Διογένη τον Λαέρτιο, οι Ίωνες επινόησαν τη φυσική φιλοσοφία, ο Σωκράτης την ηθική και ο Πλάτων προσέθεσε τη διαλεκτική».
4.      «Η φιλοσοφική του δράση συνυφαίνεται στενά με τη ζωή του· το πεπρωμένο του είναι σε ενότητα με τις αρχές του και είναι ύψιστα τραγικό. Είναι τραγικό όχι με το επιφανειακό νόημα της λέξης, όπως αποκαλούμε τραγική εκείνη τη συμφορά, όταν κάποιος αποθνήσκει ή  εκτελείται· τούτο είναι θλιβερό, αλλά όχι τραγικό».
5.      «Ιδιαίτερα αποκαλούμε τραγικό αυτό, όταν η συμφορά, ο θάνατος πλήττει ένα αξιοσέβαστο άτομο, όταν ένα άτομο υφίσταται τα πάνδεινα ενώ είναι αθώο, όταν πέφτει θύμα αδικίας. Έτσι λέμε για τον Σωκράτη: αν και αθώος, καταδικάστηκε σε θάνατο· και αυτό είναι τραγικό.
6.      «Το πεπρωμένο του δεν είναι απλώς το προσωπικό του, ατομικά ρομαντικό του πεπρωμένο, αλλά η τραγωδία της Αθήνας, η τραγωδία της Ελλάδας που παίζεται εδώ, που έρχεται να παρασταθεί στο πρόσωπο του Σωκράτη».
7.      «Τις ως επί το πλείστον τυχαίες σχέσεις του προς το κράτος τις καλλιέργησε μόνο στα όρια της κοινής αίσθησης για τα καθήκοντά του ως πολίτη, χωρίς βέβαια να κάνει αυθόρμητα τις υποθέσεις του κράτους όντως κύρια απασχόλησή του και να συμπιεσθεί στην κορυφή των δημοσίων υποθέσεων. Η αυθεντική απασχόληση της ζωής του ήταν το κοινωνικά ηθικό φιλοσοφείν με τον καθένα που βρισκόταν στο δρόμο του».
8.      «Έζησε ανάμεσα στους συμπολίτες του και στέκεται ενώπιόν μας απόλυτα συνεπής, όπως ένα τέλειο κλασικό έργο τέχνης που  πέτυχε να φτάσει στο ύψος της τελειότητας. Τέτοια άτομα δεν κατασκευάζονται, αλλά έχουν αυτο-δια-μορφωθεί, σε αυτό που είναι, αυτόνομα· έχουν γίνει ό,τι θέλησαν να γίνουν και έμειναν πιστοί σ’ αυτό».
9.      «Σε ένα αυθεντικό έργο τέχνης το χαρακτηριστικό σημείο είναι ότι έχει παραχθεί και παρασταθεί κάποια ιδέα, ένας χαρακτήρας, έτσι ώστε κάθε γνώρισμα να είναι προσδιορισμένο από την ιδέα τούτη· το έργο τέχνης, από τη μια πλευρά, είναι ζωντανό, από την άλλη ωραίο, γιατί η ύψιστη ομορφιά είναι ακριβώς η τελειότερη  πραγματοποίηση όλων των πλευρών της ατομικότητας. Τέτοια έργα τέχνης είναι επίσης οι μεγάλοι άνδρες εκείνης της εποχής».
10.  «Ο Σωκράτης ήταν ένα υπόδειγμα ηθικών αρετών:  σοφία, σεμνότητα, εγκράτεια, μετριοπάθεια, δικαιοσύνη, ανδρεία, σθεναρότητα, σταθερή αίσθηση  της νομιμότητας απέναντι στους τυράννους και τον δμο [ελλην. στο πρωτότυπο], μακριά από απληστία και αρχομανία. Ήταν ένα ήρεμο, ευσεβές σύμβολο αρετής».
11.  «Η μετριοπάθεια που επιδείκνυε στη ζωή του είναι εξίσου δύναμη της συνείδησης· όχι μια αρχή που έχει κατασκευασθεί ή επινοηθεί, αλλά η εναρμόνισή του με τις περιστάσεις· στην παρέα ήταν αβροδίαιτος με τους άλλους. Η αυτοσυγκράτησή του ως προς το κρασί ηχεί καλύτερα στην περιγραφή που μας δίνει ο Πλάτων στο Συμπόσιο· σε μια πολύ χαρακτηριστική σκηνή βλέπουμε τι αποκαλούσε αρετή ο Σωκράτης».
12.   «Στον Πλάτωνα εμφανίζεται ο Αλκιβιάδης σε ένα συμπόσιο που οργάνωσε ο Αγάθων με την ευκαιρία μιας νίκης της τραγωδίας του την προηγούμενη ημέρα στις γιορτές. Η συντροφιά είχε πιει πολύ τη δεύτερη ημέρα του συμποσίου. Γι’ αυτό, οι συγκεντρωμένοι φιλοξενούμενοι, μεταξύ των οποίων και ο Σωκράτης, πήραν την απόφαση αυτό το βράδυ, σε αντίθεση με το έθος  των ελληνικών συμποσίων, να πιουν ελάχιστα. Ο Αλκιβιάδης που διαπιστώνει ότι βρέθηκε ανάμεσα σε νηφάλιους και πως κανείς δεν είχε την ίδια διάθεση με αυτόν, αναγορεύει τον εαυτό του σε άρχοντα του συμποσίου και προσφέρει στους άλλους το κύπελλο, για να τους φέρει στο ύψος της δικής του μέθης· αλλά για τον Σωκράτη λέει ότι δεν μπορεί να τον καταφέρει, γιατί παραμένει όπως είναι, ακόμη και αν πιει πολύ. Ύστερα, ο Πλάτων βάζει τον άνθρωπο που διηγείται τους λόγους του Συμποσίου να λέει ότι ο Αλκιβιάδης με τους άλλους στο τέλος αποκοιμήθηκαν στον καναπέ· όταν δε ξύπνησε το πρωί, ο Σωκράτης με το κύπελλο στο χέρι συζητούσε ακόμα με τον Αριστοφάνη και τον Αγάθωνα για την κωμωδία και την τραγωδία και για το εάν ένας άνθρωπος μπορεί να είναι συγχρόνως τραγωδοποιός και κωμωδιογράφος. Έπειτα πήγε τη συνηθισμένη ώρα στον δημόσιο τόπο, στο γυμνάσιο, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, και εκεί φιλοσόφησε όλη την ημέρα όπως πάντα».
13.  «Αυτό δεν είναι μετριοπάθεια, που έχει να κάνει με τη λιγότερο πιθανή απόλαυση, ούτε μια σκόπιμη νηφαλιότητα και αυτοστέρηση, αλλά μια δύναμη της συνείδησης, που διατηρεί τον ίδιο τον εαυτό της σε ό,τι της επιβάλλει το σώμα. Από εδώ βλέπουμε πως δεν πρέπει να σκεφτόμαστε τον Σωκράτη ολοσχερώς με τον τρόπο της λιτανείας της ηθικής αρετής».
14.  «Σχετικά με ό,τι αποκαλούμε συμπεριφορά ήταν όχι μόνο δίκαιη, αληθινή, ειλικρινής, έντιμη και χωρίς τραχύτητα, αλλά  σ’ αυτόν αποτέλεσε κι ένα παράδειγμα της πιο ολοκληρωμένης αττικής ευγένειας. Στον Ξενοφώντα και ιδιαίτερα στον Πλάτωνα τον βλέπουμε να κινείται στις πιο ελεύθερες θέσεις, να έχει μια ανυπόκριτη ομιλητικότητα που είναι πάντοτε συνετή και η οποία, επειδή διακρίνεται για μια εσωτερική καθολικότητα, συγχρόνως καλλιεργεί πάντα τη σωστή, ζωντανή, ελεύθερη σχέση προς τα άτομα και προς την κατάσταση, εντός της οποίας λειτουργεί».

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2011

Από την πολιτική φιλοσοφία

           
         Αριστοτέλης: Ο πολίτης και η πόλη

                                  Ι. Κείμενο

«Γι’ αυτόν που ασχολείται με το σύστημα διακυβέρνησης, πιο ειδικά με τη φύση [ή την ουσία] και τα χαρακτηριστικά του κάθε επί μέρους συστήματος, το πρώτο σχεδόν θέμα για διερεύνηση είναι η πόλη, το τι τέλος πάντων είναι η πόλη. Διότι σήμερα υπάρχουν διαφορετικές γνώμες πάνω σ’ αυτό το θέμα, καθώς άλλοι ισχυρίζονται ότι την τάδε συγκεκριμένη πράξη την έκανε η πόλη, ενώ άλλοι ισχυρίζονται ότι δεν την έκανε η πόλη αλλά η ολιγαρχία ή ο τύραννος [=η συγκεκριμένη εκάστοτε «κυβέρνηση»]· εξάλλου βλέπουμε όλη τη δραστηριότητα του πολιτικού και του νομοθέτη να σχετίζεται με την πόλη, το δε σύστημα διακυβέρνησης να είναι ένας τρόπος οργάνωσης αυτών που ζουν στην πόλη. Επειδή όμως η πόλη ανήκει στην κατηγορία των σύνθετων πραγμάτων, όπως όλα εκείνα τα πράγματα που το καθένα τους είναι ένα όλον, αποτελούμενο όμως από πολλά μέρη, είναι φανερό ότι πρέπει πρώτα να ψάξουμε να βρούμε τι είναι ο πολίτης· γιατί η πόλη είναι ένα σύνολο πολιτών. Επομένως πρέπει να εξετάσουμε ποιον πρέπει να ονομάζουμε πολίτη και ποια είναι η φύση του. Πράγματι, για το περιεχόμενο της λέξης πολίτης διατυπώνονται πολλές φορές διαφορετικές μεταξύ τους γνώμες· δεν υπάρχει δηλαδή μια γενική συμφωνία για το περιεχόμενο της λέξης πολίτης· γιατί κάποιος, ενώ είναι πολίτης σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα, πολλές φορές δεν είναι πολίτης σε ένα ολιγαρχικό πολίτευμα». 

                                   ΙΙ. Σχόλιο

·  Τι σημαίνει η έννοια πολιτεία; Σύστημα διακυβέρνησης μιας πόλης, το πολίτευμα. Κάτι παρόμοιο με το σημερινό σύνταγμα.

·  Ξεκινάμε από το πολίτευμα και προχωρούμε πιο εξειδικευμένα στην πόλη και από εδώ στον πολίτη.

·  Για τη διερεύνηση της έννοιας της πόλης υπάρχουν διαφορετικές απόψεις ως προς το ποιος είναι γενεσιουργός παράγοντας της πολιτικής πράξης και ποιος φέρει την ευθύνη: η πόλη ή ο πολίτης;

·  Με βάση την αναλυτική μέθοδο πρέπει να ξεκινήσουμε από τη μελέτη της έννοιας του πολίτη για να αποκρυπτογραφήσουμε με ακρίβεια την ουσία της πόλης.

·  Γιατί πρέπει να ακολουθήσουμε αυτή τη μέθοδο εξέτασης;
         α) Επειδή η πόλη αποτελείται από μέρη, τα οποία είναι οι πολίτες.
         β) Επειδή και για την έννοια του πολίτη υπάρχουν διαφορετικοί ορισμοί και   προσδιορισμοί.
·  Εξετάζουμε την έννοια του πολίτη προς διπλή κατεύθυνση:
        α) Ποιος πρέπει να αποκαλείται πολίτης;
        β) Ποια είναι η φύση του;

·  Προτού όμως ο φιλόσοφος ασχοληθεί με τον πολίτη προβαίνει σε  έναν έμμεσο προσδιορισμό της πόλης ως όλου σε σχέση με τα μέρη, δηλαδή  τους πολίτες.

·  Τι είναι η πόλη;
·  Είναι ένα όλο με πολλά μέρη.

·  Αυτό το όλο όμως δεν προκύπτει ακριβώς ως άθροισμα των μερών.

·  Είναι το σύνολο που βασίζεται μεν στα μέρη, εδώ στους πολίτες, αλλά σε κάθε περίπτωση τα υπερβαίνει και συγκροτείται ως μια υπέρτερη έννοια, ως ένα πλέον ποσοτικά και ποιοτικά.

·  Με μια λέξη είναι ένα όλο διαφορετικό τόσο από τα μέρη του όσο και από το άθροισμά τους.

·  Το τι είδους όλο είναι, μπορεί να εξαχθεί από παρόμοιες αναφορές του φιλοσόφου στο έργο του Μετά τα Φυσικά (1041b 10-33).

·  Εκεί χρησιμοποιεί το παράδειγμα της συλλαβής, σύμφωνα με το οποίο η τελευταία δεν είναι μόνο ένα άθροισμα φωνήεντος και συμφώνου αλλά  και κάτι άλλο.

·  Αυτή είναι το αίτιο που συντελεί, ώστε η συλλαβή να είναι συλλαβή, να έχει ένα νόημα και να αποτελεί την ουσία του κάθε πράγματος.

·  Το ίδιο συμβαίνει και με την πόλη: είναι η ουσία και η αλήθεια των συστατικών της μερών και συγχρόνως ο δημιουργικός λόγος [=παράγοντας, αιτία] για την ολοκλήρωση των μερών της και για μια αυτάρκη ζωή.

·  Γιατί δεν εννοούν όλοι το ίδιο πράγμα με τη λέξη πολίτης.

·  Τα κριτήρια για την διαφορετική κατανόηση της έννοιας του πολίτη έχουν ισχύ, ανάλογα με την περίπτωση και την κατάσταση, κυρίως την πολιτική κατάσταση.

·  Έτσι είναι δυνατόν ένα άτομο να αναγνωρίζεται ως πολίτης, σύμφωνα με το δημοκρατικό πολίτευμα, και να μην αναγνωρίζεται σύμφωνα με το ολιγαρχικό.

·  Με βάση και άλλες αναφορές στα Πολιτικά, ο Αριστοτέλης αποσαφηνίζει ότι το πολίτευμα που επιτρέπει να ομιλεί κανείς για πολίτη είναι η δημοκρατία, ενώ τα άλλα πολιτεύματα δεν εγγυώνται με απόλυτη βεβαιότητα την έννοια του πολίτη, γιατί δεν λειτουργεί η εκκλησία του δήμου και τα λαϊκά δικαστήρια.

·  Πώς κατανοείται ο τρόπος  δράσης των πολιτικών;

·  Ο φιλόσοφος καταθέτει έναν διαχρονικά ισχύοντα προβληματισμό για τη νομιμότητα της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας και για το βάρος της πολιτικής ευθύνης.

·  Ως προς τη νομιμότητα το ερώτημα είναι: ποιος φέρει τελικά την ευθύνη για τις διάφορες ενέργειες και πράξεις της πολιτικής εξουσίας: οι συγκεκριμένοι εκάστοτε πολιτικοί ή γενικά η πόλη;

·  Στην αρχαία Ελλάδα υπήρχε η πεποίθηση ότι την ευθύνη την φέρνουν οι εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες ή ανελεύθερα καθεστώτα και όχι γενικά η πόλη.

·  Ο Αριστοτέλης αντλεί ίσως τον πιο πάνω προβληματισμό από το ιστορικό παράδειγμα των Θηβαίων.

·  Σύμφωνα με τον Θουκυδίδη (ΙΙΙ 62), όταν οι Θηβαίοι κατηγορήθηκαν από τους Πλαταιείς για μηδισμό, απάντησαν ότι γι’ αυτό υπεύθυνη δεν είναι όλη η πόλη, αλλά η ολιγαρχία που κυβερνούσε.

·  Υπάρχουν περιπτώσεις όμως όπου η ευθύνη καταμερίζεται σε ολόκληρη την πόλη, σήμερα θα λέγαμε στον λαό.

·  Τέτοιες είναι κυρίως οι περιπτώσεις, όπου επικρατεί δημοκρατικό πολίτευμα. Παράδειγμα ο Σπαρτιάτης Γύλιππος προτείνει, μετά την ολοσχερή καταστροφή των Αθηναίων στη Σικελία, οι ηττημένοι Αθηναίοι να υποστούν τα ίδια που έκαναν και αυτοί σε φάσεις που ήταν νικητές.

·  Βέβαια, συνεχίζει, μπορεί να μην φταίει ο λαός, αλλά η ηγεσία του. Όμως η ηγεσία καθοδηγεί τον λαό με βάση αυτά που του αρέσουν και ηχούν ευάρεστα.

·  Εάν λοιπόν ο λαός έχει σωστές κατευθύνσεις και αποφασίζει σωστά με την ψήφο του ή με άλλους τρόπους μπορεί να συνετίσει τους πολιτικούς. Κάτι παρόμοιο ισχύει και σήμερα.



Σάββατο 19 Φεβρουαρίου 2011

Από τη φιλοσοφία του Επίκτητου

                    
               ΠΕΡΙ  ΤΗΣ  ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ  ΒΟΥΛΗΣΗΣ

1. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να ασχολείται ασυλλόγιστα με πράγματα που δεν του ταιριάζουν:

«Σκέψου, άνθρωπε, πόσο πουλάς τη βούλησή σου. Αν δεν μπορείς να κάνεις τίποτα άλλο, μην την πουλήσεις φτηνά. […] Τι νομίζεις λοιπόν; Πρέπει να πάψω να προσπαθώ; Σε καμιά περίπτωση. Ο Επίκτητος δεν θα γίνει καλύτερος από τον Σωκράτη. Μου φτάνει μόνο να μη γίνω χειρότερος. Ούτε Μίλωνας θα γίνω βέβαια, αλλά παρ’ όλα αυτά δεν παραμελώ το σώμα μου. Ούτε Κροίσος, κι όμως δεν παραμελώ την περιουσία μου. Ούτε, με λίγα λόγια, σταματάμε να προσπαθούμε για κάτι άλλο, απογοητευμένοι που δεν μπορούμε να γίνουμε καλύτεροι».

         2. Πώς μπορεί ο άνθρωπος να αξιοποιεί τη βούλησή του για να προοδεύει;

«Αυτός που προοδεύει, έχει μάθει από τους φιλοσόφους ότι η επιθυμία έχει να κάνει με τα καλά, ενώ η αποστροφή με τα κακά πράγματα. Επίσης έχει μάθει ότι η ευτυχία και η απάθεια επικρατούν μόνο στον άνθρωπο που εξασφαλίζει τα πράγματα που επιθυμεί και δεν καταλήγει στα πράγματα που αποστρέφεται. […] Αποστρέφεται μόνο τα πράγματα που εξαρτώνται από τη βούλησή του».
                                
        3. Η πρόοδος αναζητείται στην αρετή

«Ποιο είναι το έργο της αρετής; Η ευτυχία. Πού βρίσκεται η πρόοδος; Εκεί που βρίσκεται το έργο σου. Και πού είναι το έργο σου; Στην επιθυμία και στην αποστροφή, για να μην αποτυχαίνεις και κάνεις αυτά που αποστρέφεσαι· στις επιλογές και στις απαρνήσεις, για να μη σφάλλεις· στην εκφορά της γνώμης και στη συγκράτησή της, για να μην εξαπατάσαι. […] Γιατί αν προσπαθείς, ενώ τρέμεις και θλίβεσαι, να μην είσαι έρμαιο της τύχης, πώς τάχα θα προοδεύσεις;».

Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Από τον κόσμο των ιδεών

                                 
                            Ι. Η  ΙΔΕΑ  ΤΗΣ  ΠΡΟΟΔΟΥ

                            
·        Πολλοί άνθρωποι αξιολογούν την ιδέα της προόδου με ποσοτικά κριτήρια· τη συνδέουν συνήθως με τη σύγχρονη έννοια της τεχνολογίας και με την τεχνολογική πρόοδο ή με την πρόοδο του τεχνικού πολιτισμού.
·        Πιο ειδικά θεωρούν ως πρόοδο του ανθρώπου και της κοινωνίας την ποσότητα των επιτευγμάτων ή φαινομένων που συνεπάγεται η ανάπτυξη της τεχνο-επιστήμης.
·        Υποστηρίζεται συγκεκριμένα ότι η διάδοση της επιστήμης συντελεί στη διάλυση εδραιωμένων προκαταλήψεων ή εσφαλμένων πεποιθήσεων και στην κατάκτηση ενός συνόλου πεποιθήσεων ή αντιλήψεων, οι οποίες  χαρακτηρίζονται για τον ορθολογικό και προοδευτικό τους χαρακτήρα.
·        Ακόμη υποστηρίζεται, με ένα τρόπο πολύ αφηρημένο, πως η επιστήμη με τις τεχνολογικές της εφαρμογές μπορεί να επιλύσει εν πολλοίς ή και οριστικά τα περισσότερα προβλήματα των ανθρώπων.
·        Τα στοιχεία που αναφέρονται συνήθως προς επαλήθευση των πιο πάνω ισχυρισμών ή θεωρήσεων είναι περίπου τα εξής: α) τα επίπεδα διαβίωσης είναι τα υψηλότερα από κάθε άλλη περίοδο του παρελθόντος· β) η προσδοκία της μακροζωίας είναι πιο μεγαλύτερη από ποτέ· γ) τα επίπεδα υγείας και διατροφής έχουν βελτιωθεί εντυπωσιακά· δ) οι πιο πολλές ασθένειες έχουν νικηθεί· ε) τα ταξίδια και οι επικοινωνίες γίνονται με μεγαλύτερη ταχύτητα· στ) η γνώση αυξάνεται με τους πιο γοργούς ρυθμούς· ζ) καθημερινά παρατηρείται μια επαναστατική αλλαγή στις συνήθειες, τα ήθη, τις κοσμοαντιλήψεις, στις πεποιθήσεις κ.λπ.
·        Γενικώς, οι αποτιμήσεις της εποχής μας περί προόδου δεν είναι μονοσήμαντες. Οι μεν ταυτίζουν την τεχνολογική πρόοδο με την πρόοδο ως καθολικό φαινόμενο, οι δε την θεωρούν ως μια πρόοδο σε ποσότητες, οι οποίες έχουν αρνητικές συνέπειες για τον άνθρωπο.
·        Τέτοιες αρνητικές συνέπειες είναι η μόλυνση του περιβάλλοντος και η υποβάθμισή του, η καταστροφή των παραδοσιακών ηθών, η υποταγή των ανθρώπων στην εξουσία των μηχανών και των ασημαντοτήτων, η αποξένωση των ανθρώπινων σχέσεων, η καλπάζουσα ανθρώπινη δυστυχία κ.λπ.
·        Αναμφισβήτητα καμιά άποψη δεν μπορεί να υιοθετείται απόλυτα: η ποσοτικοποίηση της θετικής ή αρνητικής προόδου είναι δεδομένη. Η πρόοδος εμφανίζεται να έχει αντιφατικό χαρακτήρα.
·        Το ερώτημα συνεπώς είναι: πώς πρέπει να αποτιμά ο σημερινός άνθρωπος την πρόοδο και την εξέλιξη του τεχνολογικού πολιτισμού;
·        Για να απαντήσει κανείς σε ένα τέτοιο ερώτημα, πρέπει να ξεκινά από αυτό που υπάρχει και αναπαράγεται συνεχώς:
·        Σήμερα όλα «είναι περισσότερα»· α) ποσοτικοποίηση θετικής προόδου: ειδικοί, μηχανές, υπολογιστές, πληροφορίες, γνώσεις, επικοινωνίες, τεχνικοί, επιστήμονες κ.α. β) ποσοτικοποίηση της αρνητικής προόδου:  ορισμένες ασθένειες έχουν εξαλειφθεί ή υποχωρήσει, εμφανίζονται όμως άλλες και με ταχύ ρυθμό, οι πόλεμοι «ευδοκιμούν», ο αμοραλισμός αυξάνεται, μαζοποίηση ανθρώπων, αμετρία κ.λπ.
·        Η πρόοδος, στην αυθεντική της σύλληψη, δεν είναι μόνο και κύρια αυτή η ποσοτικοποίηση ούτε πολύ περισσότερο ο αχαλίνωτος καταναλωτισμός.
·        Απεναντίας συνιστά θεμελιώδη εκδήλωση και ιδιότητα του ανθρώπινου πολιτισμού.
·        Κάθε επίτευγμα ενσωματώνεται και οφείλει να ενσωματώνεται στον πολιτισμό και να αντιμετωπίζεται ως προϊόν του ανθρώπου. Άρα προϋποθέτει την ποιοτική του αξιοποίηση.
·        Με δεδομένη την πιο πάνω περιγραφή πώς πρέπει να σκεπτόμαστε την τεχνολογική πρόοδο, που λαμβάνει χώρα ραγδαία αλλά δεν παύει να γεμίζει τη ζωή μας με αντιθέσεις και αντιφάσεις;
·         Με κριτικό μάτι και με διαλεκτική αποτίμηση του θετικού και του αρνητικού, της ποιότητας και της ποσότητας, της ανθρωπιάς και της τεχνολογίας.
·        Είτε κανείς είναι παρατηρητής των επιστημονικών επιτευγμάτων και των τρόπων, με τους οποίους αυτά εισάγονται ή εφαρμόζονται στη ζωή μας, είτε συμμετέχει –έμμεσα ή άμεσα– πρέπει να καλλιεργεί την ευαισθησία του, να διέπεται από ανώτερες αρχές, να αναπτύσσει την πνευματικότητά του και να αποκτά αισθητικό κριτήριο.
·        Τότε μπορούμε να διακρίνουμε το θετικό και το αρνητικό που μας επιφυλάσσει η μια ή η άλλη πολιτισμική εξέλιξη.
·         Από άποψη αρχής, ο πολιτισμός οφείλει να λειτουργεί λυτρωτικά και απελευθερωτικά, κάτι που παραμένει το ζητούμενο.
·        Ο διαχωρισμός πνευματικού και υλικού πολιτισμού σημαίνει ότι ο κόσμος αποξενώνεται από τον άλλο του εαυτό.
·        Αυτός ο διαχωρισμός γίνεται στη συνέχεια μοιραίος και για τη διχοτόμηση της ανθρώπινης ουσίας ανάμεσα σε στεγνή, αναίσθητη εξειδίκευση και σε ευαίσθητη πνευματικότητα.
·        Η χαοτική όψη του σύγχρονου τεχνολογικού πολιτισμού δεν έλκει την καταγωγή της από την έννοια του πολιτισμού. Η τεχνική έχει αποκτήσει δομή και θέση άσχετη με τις ανάγκες των ανθρώπων (Adorno).
·        Η οικονομική παραφροσύνη τείνει να αυτονομήσει την τεχνολογία από την πνευματική υπόσταση του ανθρώπου και να προκαλέσει τόση σύγχυση, ώστε η αυξανόμενη αποβλάκωση να ονομάζεται πολιτισμός (Adorno).
·        Σήμερα κυριαρχεί μια κατάσταση ολοκληρωτικά και ανεξέλεγκτα διαμελισμένη: εξατομίκευση, απουσία εσωτερικής συνεννόησης και παράλληλα εγκαθίσταται η δύναμη του όχλου: «ο τύπος του σύγχρονου ανθρώπου του σπηλαίου» (Spengler).
·        Τελικά κάθε περίοδος της ζωής μας απηχεί μια ουσιαστική πρόοδο ή εξέλιξη,  όταν αντιμετωπίζει τις πραγματικές ανάγκες (υλικές και πνευματικές) της κοινωνίας με απώτερο στόχο όχι μόνο το ζειν αλλά το ευ ζειν.

                          ΙΙ. Κείμενα

1. «Οι μηχανές γίνονται όλο και πιο απάνθρωπες στη μορφή τους, όλο και πιο ασκητικές, μυστικιστικές και για όλο και πιο λίγους μυημένους. Περιπλέκουν τη γη με έναν απέραντο ιστό λεπτών δυνάμεων, ρευμάτων και τάσεων. Το σώμα τους γίνεται όλο και πιο πνευματικό, όλο και πιο σιωπηλό. Αυτοί οι τροχοί, κύλινδροι και μοχλοί δεν μιλούν πια. Καθετί αποφασιστικό αποσύρεται στην εσωτερικότητά τους…».

2. «Έχει δημιουργηθεί κάποια παρεξήγηση γύρω από τη διάκριση μεταξύ εφαρμοσμένης επιστήμης και τεχνολογίας· και αυτό είναι λογικό, γιατί η διάκριση αυτή δεν έγινε ποτέ με σαφήνεια. Η διαφορά τους στηρίζεται κυρίως στον τύπο προσέγγισης. Ο εκπρόσωπος της εφαρμοσμένης επιστήμης ασχολείται με την ανακάλυψη εφαρμογών για την καθαρή θεωρία. Ο τεχνολόγος έχει ένα πρόβλημα που βρίσκεται λίγο πιο κοντά στην πρακτική».

3. «Ο τεχνικός είναι πάντα ένας ειδικός και δεν μπορεί καθόλου να ισχυριστεί ότι ελέγχει κάποια τεχνική εκτός από τη δική του. Εκείνοι για τους οποίους η τεχνολογία αντλεί το νόημά της από τον ίδιο τον εαυτό της πολύ δύσκολα θα ανακαλύψουν τις αξίες που δίνουν νόημα σε αυτό που κάνουν. Και μάλιστα ποτέ δεν θα τις αναζητήσουν».



Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

Από τη Φιλοσοφία του Πολιτισμού

                             
                       ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ  ΚΑΙ  ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

       1. Διαφοροποίηση κουλτούρας και πολιτισμού

  • Η έννοια του πολιτισμού γενικώς είναι ενιαία και περιλαμβάνει τόσο τον τεχνικό όσο και τον πνευματικό πολιτισμό. 
  • Γι’ αυτό συχνά μιλάμε για ανθρώπινο πολιτισμό, ο οποίος πάντοτε συνδέεται και οφείλει να συνδέεται με την ευτυχία του ανθρώπου.
  • Στους κόλπους αυτού του πολιτισμού γίνεται η διαφοροποίηση ανάμεσα στην κουλτούρα και στον πολιτισμό ως επί μέρους έκφραση του τεχνικού πολιτισμού.
  • Η κουλτούρα διατηρεί πάντοτε τη χροιά της πνευματικής κουλτούρας ή του πνευματικού πολιτισμού.
  • Ο πολιτισμός αφορά συνήθως τον υλικό και τεχνικό πολιτισμό.
  • Θα μπορούσε κανείς να μιλήσει επίσης για υλικό και πνευματικό πολιτισμό.
  • Ιστορικά αυτή η διαφοροποίηση θεμελιώνεται στο διαχωρισμό ανάμεσα στην εξωτερική τεχνική και την καθαρή θεωρία.
  •  Ο σύγχρονος πολιτισμός συνδέθηκε με την ανάπτυξη του πολιτισμού από την εποχή της βιομηχανικής επανάστασης και με την ανάπτυξη των πόλεων. Σήμερα κυριαρχεί μια κατάσταση ολοκληρωτικά και ανεξέλεγκτα διαμελισμένη: εξατομίκευση, απουσία εσωτερικής συνεννόησης και παράλληλα εγκαθίσταται η δύναμη του όχλου: «ο τύπος του σύγχρονου ανθρώπου του σπηλαίου» (Spengler).
  • Κάθε περίοδος της κουλτούρας συνδέεται και με την πραγματική ζωή της κοινωνίας.
      
       2. Είναι αναγκαίος ο διαχωρισμός σε κουλτούρα και πολιτισμό;

  • Ο διαχωρισμός των δύο εννοιών σημαίνει ότι ο κόσμος διχοτομείται ανάμεσα στη θεωρία ή τις ιδέες (κουλτούρα) και στην ορατή υλικότητα του πολιτισμού.
  • Η χαοτική όψη του σύγχρονου τεχνολογικού πολιτισμού δεν έλκει την καταγωγή της από την έννοια του πολιτισμού. Η τεχνική έχει αποκτήσει δομή και θέση άσχετη με τις ανάγκες των ανθρώπων.
  • Η οικονομική παραφροσύνη τείνει να αυτονομήσει την τεχνολογία από την πνευματική υπόσταση του ανθρώπου και να προκαλέσει τόση σύγχυση, ώστε η αυξανόμενη αποβλάκωση να ονομάζεται πολιτισμός (Adorno).
  • Ο πολιτισμός οφείλει να είναι ενιαίος, για να μπορεί να λειτουργεί απελευθερωτικά.
  • Κάθε διαχωρισμός ή διχοτόμηση οδηγεί σε κατακερματισμό την ανθρώπινη ύπαρξη και τις αντίστοιχες κοινωνίες.
  • Το αποτέλεσμα τότε είναι να υψώνεται πάνω από την ανθρώπινη κοινότητα μια απρόσωπη και στυγερή εξουσία, που με τη συνδρομή της τεχνολογίας, την ιδεολογική περιχαράκωση και μια αλλοτριωτική δημοκρατικοφάνεια παραλύει το ζωτικό πνεύμα του λαού και τον μετατρέπει σε όχλο.
  • Το ζητούμενο πάντοτε είναι μια διαλεκτική ανάπτυξη του πνευματικού και του υλικού πολιτισμού.



Από τη Λογική του Είναι

                       
                     Hegel: Είναι–Μηδέν–Γίγνεσθαι

                                     Το  Είναι
 
 ­«Είναι, καθαρό Είναι­, –χωρίς κανέναν άλλο προσδιορισμό. Στην απροσδιόριστη αμεσότητά του είναι ίσο μόνο με τον εαυτό του και δεν είναι επίσης άνισο ως προς άλλο· δεν έχει καμιά διαφορετικότητα εντός εαυτού, ούτε προς τα έξω. Εάν το Είναι περιείχε κάποιον προσδιορισμό ή περιεχόμενο, που θα μπορούσε να είναι διαφοροποιημένο στο εσωτερικό του ή δια του οποίου θα ετίθετο ως διαφοροποιημένο από ένα άλλο, τότε αυτό το Είναι δεν θα μπορούσε να μένει σταθερά στην καθαρότητά του. Τούτο είναι η καθαρή απροσδιοριστία και κενότητα. –Δεν υπάρχει ­τίποτα­ που να είναι αντικείμενο εποπτείας μέσα σ’ αυτό, εάν μπορεί κανείς να μιλάει εδώ για εποπτεύειν· ή είναι μόνο τούτο το ίδιο το καθαρό, κενό εποπτεύειν. Εξίσου λίγο μπορεί κάτι να είναι μέσα σ’ αυτό αντικείμενο του νοείν, ή αυτό είναι ομοίως τούτο μόνο το κενό νοείν. Το Είναι, το απροσδιόριστο Άμεσο, στην πράξη είναι ­μηδέν­ και τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από μηδέν».

                                             Το  Μηδέν

        ­«Μηδέν­, ­το καθαρό μηδέν· είναι απλή ισότητα με τον εαυτό του, εντελής κενότητα, απουσία κάθε προσδιορισμού και περιεχομένου· κατάσταση–μη–διαφοροποίησης μέσα σ’ αυτό το ίδιο. –Στο βαθμό που μπορεί κανείς να μνημονεύει εδώ εποπτεύειν και νοείν, αυτό λογίζεται ως μια διαφορά ως προς το εάν κάτι ή τίποτα ­είναι αντικείμενο της εποπτείας ή του νοείν. Το να είναι το τίποτα [ή το μηδέν] έχει λοιπόν μια σημασία·  αμφότερα [εποπτεύειν και νοείν] είναι διαφοροποιημένα, κατά τρόπο που το μηδέν να είναι (υπάρχει) στο δικό μας εποπτεύειν και νοείν· ή μάλλον αυτό είναι το ίδιο το κενό εποπτεύειν και νοείν, και το ίδιο εποπτεύειν ή νοείν ως το καθαρό Είναι. –Το μηδέν είναι συνεπώς ο ίδιος προσδιορισμός ή μάλλον η ίδια απουσία  προσδιορισμού και έτσι το ίδιο εν γένει με αυτό που είναι το καθαρό ­Είναι­».

                                          Το  Γίγνεσθαι
­
        «­To καθαρό Είναι και το καθαρό μηδέν είναι λοιπόν το ίδιο­. Εκείνο που συνιστά την αλήθεια, δεν είναι ούτε το Είναι ούτε το μηδέν, αλλά το γεγονός ότι το Είναι –δεν μεταβαίνει– αλλά έχει μεταβεί στο μηδέν, και το μηδέν στο Είναι. Εξίσου καλά όμως η  αλήθεια δεν βρίσκεται στην καταστασιακή τους μη-διαφοροποίηση, αλλά στο γεγονός ότι ­αυτά δεν είναι το ίδιο­, ότι είναι ­απολύτως διακεκριμένα­, αλλά το ίδιο αδιαχώριστα και αναπόσπαστα και ότι το ­καθένα­ άμεσα ­εξαφανίζεται μέσα στο αντίθετό του­. Η αλήθεια τους συνεπώς είναι αυτή η ­κίνηση­ του άμεσου εξαφανίζεσθαι του ενός μέσα στο άλλο:­ το γίγνεσθαι­· μια κίνηση, όπου αμφότερα είναι διαφοροποιημένα, αλλά μέσω μιας διαφοράς, η οποία  εξίσου άμεσα έχει καταλυθεί».

Παρασκευή 11 Φεβρουαρίου 2011

Ιστορία της φιλοσοφίας

     ΓΚ. ΧΕΓΚΕΛ: Περί της ιστορίας της φιλοσοφίας

«Αυτό που μας παρουσιάζει η ιστορία της φιλοσοφίας είναι η σειρά των ευγενών πνευμάτων, η πινακοθήκη των ηρώων του  σκεπτόμενου Λόγου, που με τη δύναμη του Λόγου τούτου έχουν εισδύσει στην ουσία των πραγμάτων, της φύσης και του πνεύματος, στην ουσία του θεού και έχουν επεξεργαστεί για μας τον υπέρτατο θησαυρό, τον θησαυρό της γνώσης του Λόγου. Γι’ αυτό, τα συμβάντα και οι πράξεις αυτής της ιστορίας ανήκουν συγχρόνως σ’ εκείνο το είδος, όπου στο περιεχόμενό τους και στην ουσία τους δεν εισχωρεί τόσο η προσωπικότητα και ο ατομικός χαρακτήρας· [τούτο συμβαίνει] αντίθετα στην πολιτική ιστορία, [όπου]  το άτομο σύμφωνα με την ιδιαιτερότητα του φυσικού του, της ιδιοφυίας του, των παθών του, της ενέργειας ή της αδυναμίας του χαρακτήρα του, γενικώς σύμφωνα με εκείνο, δια του οποίου αυτό είναι αυτό το άτομο, είναι το υποκείμενο των πράξεων και των συμβάντων. Με τα συμβάντα και τις πράξεις της ιστορίας αυτής πολύ περισσότερο ισχύει τούτο: τα παραγόμενα είναι τόσο πιο υπέροχα, όσο λιγότερο ο καταλογισμός και η επίτευξή τους αποδίδονται στο επί μέρους άτομο, όσο περισσότερο, απεναντίας, ανήκουν στην ελεύθερη σκέψη, στον καθολικό χαρακτήρα του ανθρώπου ως ανθρώπου, όσο περισσότερο αυτή η χωρίς ειδικά χαρακτηριστικά σκέψη είναι η ίδια το παραγωγικό υποκείμενο.
Αυτές οι πράξεις της σκέψης, ως ιστορικές,  εμφανίζονται κατ’ αρχήν να είναι μια υπόθεση του παρελθόντος και να βρίσκονται πέρα από τη δική μας πραγματικότητα. Στην πράξη όμως ό,τι είμαστε είμαστε συγχρόνως ιστορικά ή ακριβέστερα: όπως σ’ αυτό που [βρίσκεται] σε τούτη την περιοχή, δηλαδή στην ιστορία της σκέψης, το περασμένο είναι μόνο η μία πλευρά, έτσι και  σ’ αυτό που είμαστε, το κοινό άφθιτο είναι αλληλένδετα συνδεδεμένο με αυτό που είμαστε ιστορικά. Η περιουσία σε αυτοσυνείδητη λογικότητα, που ανήκει σε μας, στον τωρινό κόσμο, δεν γεννήθηκε άμεσα και δεν αναπτύχθηκε μόνο από το έδαφος του παρόντος, αλλά σ’ αυτήν είναι ουσιώδες τούτο, να αποτελεί κληρονομιά και ακριβέστερα το αποτέλεσμα της εργασίας και μάλιστα της εργασίας όλων των προηγούμενων γενεών του ανθρώπινου γένους».

Όψεις της μαζικής κουλτούρας

                            ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ  ΚΑΙ  ΠΟΛΙΤΙΚΗ
                                                
                                     Ι. ΓΕΝΙΚΗ  ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ

 
·        Η τηλεόραση αποτελεί ένα πεδίο, το οποίο κυριαρχείται από τον φόβο της πλήξης και το άγχος της διασκέδασης.
·        Η πολιτική έτσι, που ασκείται μέσω της τηλεόρασης, θεωρείται πολλές φορές ένα άχαρο θέμα, άρα ένα θέαμα χωρίς ενδιαφέρον για το ευρύ κοινό.
·        Ως τέτοιο θέαμα αντιβαίνει στο ήθος του Λόγου, για το οποίο μάχεται η ριζοσπαστική σκέψη από τον Ηράκλειτο έως και σήμερα.
·        Γι' αυτό όλοι οι παραγωγοί, ανα-παραγωγοί και εκτελεστές τέτοιων θεαμάτων φροντίζουν για τη βαθμιαία αποκρυστάλλωση ποικιλότροπων ιδεολογικών μυστικισμών και για να προετοιμάσουν την επιδρομή νέων βαρβάρων.
·        Συνέπεια όλων των παραπάνω είναι να απουσιάζει από την τηλεόραση η σωστή πληροφόρηση, η αξιοπρεπής ανάλυση, ο τεκμηριωμένος διάλογος, ο βαθύς προβληματισμός.
·        Περαιτέρω συμβαίνει όλο το φάσμα του πολιτικού και κοινωνικού χώρου να κατακυριεύεται από άγνωμους οπαδούς που  πρόθυμα εκχωρούν στους διαφόρους φυλάρχους το δικαίωμα να τους εξουσιάζουν και να ποδοπατούν τη ρίζα τoυ λογισμού  τους. 
·        Προς επίρρωση αυτής της αγνωμίας απλώνεται παντού η εικόνα μιας ανούσιας πολυλογίας ανάμεσα σε τακτικούς και εναλλάξιμους συνομιλητές.
·        Κυρίαρχος στόχος είναι να θυσιάζεται το καλό ρεπορτάζ, η σκεπτόμενη παρουσία ενός δημοσιογράφου, η διερευνητική ή ερευνητική άποψη ενός συνομιλητή στο βωμό της φτηνής διασκέδασης.
·        Κάθε συζήτηση λοιπόν ή κάθε παρουσίαση που αποσκοπεί στην χωρίς νόημα και ευαισθησία διασκέδαση ξεπέφτει σε εικονική ανταλλαγή απόψεων.
·        Η εικονική ανταλλαγή απόψεων σημαίνει ότι οι συμμετέχοντες στο ένα ή το άλλο τηλεθέαμα γίνονται άκριτοι φορείς ή υποστηρικτές προκατασκευασμένων τοποθετήσεων, επιφανειακών απόψεων ή  δημαγωγικών κρίσεων.
·        Κύριο μέλημα της εικονικής ανταλλαγής απόψεων είναι να ελέγχεται η σκέψη του συνομιλητή και να κατευθύνεται μονομερώς η κοινή γνώμη.
·        Θεωρείται ανεπιθύμητη κάθε προσπάθεια για πιο σύνθετους συλλογισμούς, για την καλλιέργεια της κριτικής ικανότητας του τηλεθεατή, για την παραγωγή συγκεκριμένων γνώσεων, για μια ολοκληρωμένη πραγμάτευση ενός πολιτικού θέματος.
·        Αποτέλεσμα αυτού του φαινομένου είναι η απόλυτη επικράτηση της δημαγωγικής υπεραπλούστευσης. Μια τέτοια υπεραπλούστευση οδηγεί στην υποβάθμιση των θεμάτων συζήτησης.
·        Ο δημοσιογράφος ακολουθεί τακτική συσκότισης, παραπληροφόρησης, εντυπωσιασμού. Ο ακροατής δεν αποκτά σφαιρική πληροφόρηση και δεν μπορεί, συνακόλουθα, να αναπτύσσει κριτική άποψη, με συνέπεια να χειραγωγείται χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία.
·        Ο δημοσιογράφος δικαιολογεί τις αποβλακωτικές του επιλογές του με την πρόφαση ότι η εκλαϊκευση βοηθάει το κοινό να καταλαβαίνει καλύτερα και να μην πλήττει, αγνοώντας ή παραγνωρίζοντας, λόγω ιδίας αποβλάκωσης, πως είναι ο ίδιος πρωτίστως που δεν καταλαβαίνει τίποτε περισσότερο από αυτό που παρουσιάζει.
·        Αυτό τον νομιμοποιεί να υποκαθιστά τον δημιουργικό διάλογο με τη στείρα αντιπαράθεση, με  άγονους διαπληκτισμούς, με τη δημιουργία ενός κλίματος σύγκρουσης ανάμεσα στους συμμετέχοντες στη συζήτηση.

      
                                         ΙΙ.  ΚΕΙΜΕΝΑ

1. «Όλη η αυθεντία των δημοσιογράφων συνίσταται σε μια γνώση του πολιτικού κόσμου, η οποία βασίζεται περισσότερο στο στενό κύκλο των επαφών και των εκμυστηρεύσεων (και μάλιστα των διαδόσεων και της φημολογίας) παρά στην αντικειμενικότητα της παρατήρησης και της έρευνας. Αυτοί λοιπόν έχουν την τάση να μεταφέρουν τα πάντα σε ένα έδαφος το οποίο ελέγχουν απόλυτα: επικεντρώνουν το ενδιαφέρον στο παιχνίδι και στους παίκτες, παρά στα διακυβεύματα του παιχνιδιού, σε ζητήματα καθαρής πολιτικής τακτικής, παρά στην ουσία των συζητήσεων, στις πολιτικές επιπτώσεις των λόγων με βάση τη λογική του πολιτικού πεδίου (τη λογική των συνασπισμών, των συμμαχιών, των συγκρούσεων μεταξύ των προσώπων), παρά στο περιεχόμενο των λόγων».

2. «Στις κοινωνίες μας, στις οποίες υπάρχει όλο και λιγότερη αλληλεγγύη και οι οποίες έχουν γίνει δημοκρατίες της μοναξιάς, το να βλέπει κανείς τη διασημότητα να κατασκευάζεται  μπροστά στα μάτια του, με τόσο μεγάλη και προφανή ευκολία, γοητεύει (ή σκανδαλίζει) το κοινό, και ιδιαίτερα τους πιο νέους, οι οποίοι δεν αντιλαμβάνονται ότι τελικά πρόκειται για μια απάτη. Γιατί, τη στιγμή που μαίνεται ο πόλεμος του ανταγωνισμού, το σύστημα των μέσων επικοινωνίας έχει επειγόντως ανάγκη από διασημότητες. Θέλει να τις παραγάγει γρήγορα, σε μαζική παραγωγή και να τις εκμεταλλευτεί εν θερμώ. Σε αυτή την κανιβαλική φύση της μαζικής κουλτούρας, η πρόοδος της υποταγής προχωρεί με απίστευτη ταχύτητα και έχουμε φτάσει στο σημείο να κατασκευάζονται διασημότητες μιας χρήσεως».







Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011

Από το ήθος του Λόγου

                           Ρήσεις του Hegel

1. «O άνθρωπος είναι κύριος του πεπρωμένου του και του προορισμού του».

2. «Δεν υπάρχουν πιο σοβαροί και πιο χαρούμενοι άνθρωποι από τους Έλληνες».

3. «Ο άνθρωπος πρέπει να προσηλώνεται στο συγκεκριμένο ένα …».

 4. «Αυτό, με το οποίο έχει να κάνει η φιλοσοφία, είναι πάντοτε κάτι το συγκεκριμένο και απόλυτα παρόν».

5. «Ο ελεύθερος άνθρωπος δεν φθονεί, αλλά αναγνωρίζει πρόθυμα το μεγάλο και υψηλό και χαίρεται για την ύπαρξή του».

6. «Αυτό που διαφοροποιεί τον άνθρωπο από το ζώο είναι η αυτογνωσία του».

7. «Δεν υπάρχει κανένας ήρωας για τον καμαριέρη του· όχι βέβαια, επειδή ο ήρωας δεν είναι  ήρωας, αλλά επειδή ο καμαριέρης είναι καμαριέρης, με τον οποίο ο ήρωας δεν έχει δοσοληψίες ως ήρωας, αλλά ως ένας άνθρωπος που τρώει, πίνει και ντύνεται».

8. «Ο άνθρωπος πρέπει να φάει και να πιει, καλλιεργεί σχέσεις με φίλους και γνωστούς, έχει αισθήματα και εξάψεις της στιγμής».

9. «Ο άνθρωπος είναι αυτοσκοπός μόνο χάρη στο θείο που ενυπάρχει μέσα του …».

10. «Το κράτος είναι ο πολιτικός θεός ...».

11. «Το να συλλαμβάνει το πνεύμα τον εαυτό του σημαίνει να τον συλλαμβάνει σκεπτόμενο».

12. «Το μέσο πρέπει να είναι αντίστοιχο  με την αξιοπρέπεια του σκοπού, και το αληθινό δεν μπορούν να το γεννήσουν η επίφαση και η ψευδαίσθηση, αλλά μόνο το αληθινό».

13. «Όσες αρχές κι αν εμφυσήσουμε στη μετριότητα και τα ταλέντα της, θα είναι πάντα χαμένος κόπος».

14. «Ο άνθρωπος, όταν έχει συντριβεί από τη μοίρα, μπορεί να χάσει τη ζωή του, όχι όμως και την ελευθερία του. Αυτή η πράξη τού να στηρίζεται στον εαυτό του είναι εκείνο  που του επιτρέπει, ακόμα και μέσα στον πόνο, να διατηρεί και να εκδηλώνει την ευδία της νηφαλιότητας».  

15. «Ο άνθρωπος είναι τούτο: όχι μόνο να φέρει εντός εαυτού την αντίφαση της πολλαπλής του φύσης, αλλά να την υποφέρει και εδώ μέσα να μένει αντάξιος και πιστός προς τον ίδιο τον εαυτό του».