Κυριακή 13 Φεβρουαρίου 2011

Από τη Λογική του Είναι

                       
                     Hegel: Είναι–Μηδέν–Γίγνεσθαι

                                     Το  Είναι
 
 ­«Είναι, καθαρό Είναι­, –χωρίς κανέναν άλλο προσδιορισμό. Στην απροσδιόριστη αμεσότητά του είναι ίσο μόνο με τον εαυτό του και δεν είναι επίσης άνισο ως προς άλλο· δεν έχει καμιά διαφορετικότητα εντός εαυτού, ούτε προς τα έξω. Εάν το Είναι περιείχε κάποιον προσδιορισμό ή περιεχόμενο, που θα μπορούσε να είναι διαφοροποιημένο στο εσωτερικό του ή δια του οποίου θα ετίθετο ως διαφοροποιημένο από ένα άλλο, τότε αυτό το Είναι δεν θα μπορούσε να μένει σταθερά στην καθαρότητά του. Τούτο είναι η καθαρή απροσδιοριστία και κενότητα. –Δεν υπάρχει ­τίποτα­ που να είναι αντικείμενο εποπτείας μέσα σ’ αυτό, εάν μπορεί κανείς να μιλάει εδώ για εποπτεύειν· ή είναι μόνο τούτο το ίδιο το καθαρό, κενό εποπτεύειν. Εξίσου λίγο μπορεί κάτι να είναι μέσα σ’ αυτό αντικείμενο του νοείν, ή αυτό είναι ομοίως τούτο μόνο το κενό νοείν. Το Είναι, το απροσδιόριστο Άμεσο, στην πράξη είναι ­μηδέν­ και τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από μηδέν».

                                             Το  Μηδέν

        ­«Μηδέν­, ­το καθαρό μηδέν· είναι απλή ισότητα με τον εαυτό του, εντελής κενότητα, απουσία κάθε προσδιορισμού και περιεχομένου· κατάσταση–μη–διαφοροποίησης μέσα σ’ αυτό το ίδιο. –Στο βαθμό που μπορεί κανείς να μνημονεύει εδώ εποπτεύειν και νοείν, αυτό λογίζεται ως μια διαφορά ως προς το εάν κάτι ή τίποτα ­είναι αντικείμενο της εποπτείας ή του νοείν. Το να είναι το τίποτα [ή το μηδέν] έχει λοιπόν μια σημασία·  αμφότερα [εποπτεύειν και νοείν] είναι διαφοροποιημένα, κατά τρόπο που το μηδέν να είναι (υπάρχει) στο δικό μας εποπτεύειν και νοείν· ή μάλλον αυτό είναι το ίδιο το κενό εποπτεύειν και νοείν, και το ίδιο εποπτεύειν ή νοείν ως το καθαρό Είναι. –Το μηδέν είναι συνεπώς ο ίδιος προσδιορισμός ή μάλλον η ίδια απουσία  προσδιορισμού και έτσι το ίδιο εν γένει με αυτό που είναι το καθαρό ­Είναι­».

                                          Το  Γίγνεσθαι
­
        «­To καθαρό Είναι και το καθαρό μηδέν είναι λοιπόν το ίδιο­. Εκείνο που συνιστά την αλήθεια, δεν είναι ούτε το Είναι ούτε το μηδέν, αλλά το γεγονός ότι το Είναι –δεν μεταβαίνει– αλλά έχει μεταβεί στο μηδέν, και το μηδέν στο Είναι. Εξίσου καλά όμως η  αλήθεια δεν βρίσκεται στην καταστασιακή τους μη-διαφοροποίηση, αλλά στο γεγονός ότι ­αυτά δεν είναι το ίδιο­, ότι είναι ­απολύτως διακεκριμένα­, αλλά το ίδιο αδιαχώριστα και αναπόσπαστα και ότι το ­καθένα­ άμεσα ­εξαφανίζεται μέσα στο αντίθετό του­. Η αλήθεια τους συνεπώς είναι αυτή η ­κίνηση­ του άμεσου εξαφανίζεσθαι του ενός μέσα στο άλλο:­ το γίγνεσθαι­· μια κίνηση, όπου αμφότερα είναι διαφοροποιημένα, αλλά μέσω μιας διαφοράς, η οποία  εξίσου άμεσα έχει καταλυθεί».