Κυριακή 16 Σεπτεμβρίου 2012

Hegel: το δικαίωμα του φτωχού για εξέγερση



      Γκέοργκ Χέγκελ
                  1770-1831

Η ελευθερία των φτωχών ως κοινωνικός όρος
για την ελευθερία όλων
                     
                      §1

Σύμφωνα με τον Χέγκελ, ο πρωταρχικός αγώνας του ανθρώπου, ως όντος που γράφει την ιστορία, είναι ο αγώνας για αναγνώριση. Τι καταλαβαίνει κανείς υπό την έννοια αυτού του αγώνα; Κι ακόμη: γιατί αυτός είναι πρωταρχικός αγώνας; Ο αγώνας για αναγνώριση είναι μια παρατεταμένη διαδικασία, εντός των ορίων της ιστορίας, κατά την οποία ο άνθρωπος επιχειρεί να εξέλθει από τη φυσική του κατάσταση, δηλαδή από την ανεξέλικτη –μη συνειδητή– ακόμη κατάστασή του ως πλάσματος της φύσης, και να εισέλθει στην κοινωνία των πολιτών (bürgerliche Gesellschaft) ως ισότιμο μέλος της, ως ελεύθερη και ελεύθερα σκεπτόμενη προσωπικότητα με βάση τη διαλεκτική δικαιωμάτων και καθηκόντων. Προς τούτο διεξάγει, κατ’ αναγκαιότητα και όχι απλώς κατά γούστο, έναν αγώνα ζωής και θανάτου, για να επιτύχει: από φυσικό, όχι-ακόμα-αυτοσυνείδητο Είναι της ιστορίας (του) να μετασχηματισθεί σε κοινωνικό, αυτοσυνείδητο Είναι της εν λόγω ιστορίας (του), δηλαδή να γίνεται ο ίδιος δημιουργός της ιστορίας και τιθασευτής του τυχαίου, του συμπτωματικού. Απ’ αυτή την άποψη είναι πρωταρχικός ο αγώνας, επειδή ενσαρκώνει την ιστορία του ανθρώπου ως απελευθέρωση:  η φυσική κατάσταση του ανθρώπου υπάρχει συνήθως εν είδει πνευματικής προϊστορίας του, κατά την οποία άλλοι είναι δούλοι, άλλοι δουλοπάροικοι, άλλοι ελεύθεροι ή απελεύθεροι. Η είσοδός του μέσα στην κοινωνία των πολιτών, αντιστοίχως, λογίζεται, από άποψη αρχής, ως άρση αυτής της διαφοροποίησης ανάμεσα σε δούλους και ελεύθερους. Κατά συνέπεια, ο αγώνας για αναγνώριση είναι η μοναδική οδός του ιστορικού πεπρωμένου του ανθρώπου για απελευθέρωση του τελευταίου από τους φυσικούς του περιορισμούς, από τις ποικίλες πολιτισμικές και πνευματικές του ανεπάρκειες και συναφώς από τις κοινωνικο-πολιτικές ανισότητες.

                        §2

Η πιο πάνω κοινωνική απελευθέρωση δεν συμβαίνει, επειδή κάποιο υποκείμενο –ατομικό ή συλλογικό– αποφάσισε να συνάψει ένα κοινωνικό συμβόλαιο, με βάση το οποίο το ανθρώπινο Είναι μεταστρέφεται ή μετατοπίζεται, αβρόχοις ποσί, από την κατάσταση της ανελευθερίας σε εκείνη της πανανθρώπινης ελευθερίας. Κάτι τέτοιες αποφάσεις για σύναψη ενός «λυτρωτικού» κοινωνικού συμβολαίου αποτελούν έωλο ιδεολόγημα, με το οποίο οι πιο ανίκανοι και γι’ αυτό  απατεώνες πολιτικοί νάνοι εμφυτεύονται μέσα στην κοινωνία, έξωθεν και ως ξένο σώμα, ως λυτρωτές, ως χαρισματικοί ηγέτες και τα τοιαύτα, προκειμένου να φενακίζουν τη μαζική συνείδηση και έτσι να την αποτρέπουν να αναλαμβάνει τον ως άνω αγώνα ζωής και θανάτου, από τον εαυτό της και για τον εαυτό της, καταπώς αποφαίνεται εύστοχα ο Χέγκελ. Απεναντίας, η εν λόγω απελευθέρωση συμβαίνει, όταν και επειδή ατομικά υποκείμενα ή συλλογικές συνειδήσεις, ομάδες, στρώματα, τάξεις κ.λπ. έχουν έλλειμμα της αναγνώρισης των προσώπων τους ως ελεύθερων όντων, δηλαδή ως πρωταγωνιστών της ιστορίας, και συγχρόνως έχουν επίγνωση αυτού του ελλείμματος. Τότε δεν περιορίζονται να συμφιλιώνονται με τη μοίρα του φτωχού, αλλά νομιμοποιούνται και δικαιούνται, υπό τη μορφή του αγώνα για αναγνώριση, να εξεγείρονται ενάντια στους πλούσιους. Πρόκειται πρωτίστως για μια εσωτερική εξέγερση που εκκινεί ως «εσωτερική αγανάκτηση κατά των πλουσίων, κατά της κοινωνίας, της κυβέρνησης κ.λπ.» (Χέγκελ), ως συνειδητοποίηση ότι η κοινωνική ανισότητα και η άνιση κατανομή πλούτου, η συσσώρευση του τελευταίου σε λίγα χέρια, δεν θεραπεύεται από «την ιδιαιτερότητα του ψυχισμού [των πλουσίων] και τη συμπτωματικότητα της γνώσεως και του φρονήματός τους» (Χέγκελ).
                       
                        §3
                            
                              Επιλογή σχετικών κειμένων

Ι. Η εξαχρείωση του όχλου συνδέεται διαλεκτικά με την ηθική εξαχρείωση των πλούσιων: η φαυλότητα της ηθικής-συνείδησης

«Η δημιουργία της φτώχιας δίνει λόγο ύπαρξης στην ισχύ του επί μέρους ενάντια στην πραγματικότητα του ελεύθερου. Εάν από τη μια πλευρά η φτώχια αναλογεί στον όχλο, στη μη αναγνώριση του δικαίου, από την άλλη πλευρά το φρόνημα του όχλου αναλογεί στον πλούτο. Ο πλούσιος αντιμετωπίζει τα πάντα ως καθεαυτά [=δυνάμει] εξαγοράσιμα, γιατί γνωρίζει πως ο εαυτός του είναι η δύναμη, η ισχύς της μερικότητας της αυτοσυνείδησης. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο πλούτος μπορεί να οδηγήσει εκεί που οδεύει ο φτωχός όχλος: στον ίδιο χλευασμό και την ίδια αναισχυντία. Το φρόνημα του κυρίου επί του δούλου είναι το αυτό με εκείνο του δούλου. Ο κύριος έχει επίγνωση του εαυτού του ως της δύναμης, ενώ ο δούλος επιγιγνώσκει τον εαυτό του ως την πραγμάτωση της ελευθερίας, της ιδέας. Τη στιγμή που ο κύριος επιγιγνώσκει τον εαυτό του ως κύριο της ελευθερίας του άλλου, το φρόνημα παύει να είναι ουσία. Η φαύλη ηθική-συνείδηση δεν υπάρχει εδώ μόνο ως εσωτερική [=δηλ. ως ίδιον του πλούσιου], αλλά ως αναγνωρισμένη εν έργω πραγματικότητα».

ΙΙ. Το δικαίωμα του φτωχού για εξέγερση ως απαίτηση για αναγνώριση της ατομικής και γενικής ελευθερίας

«Ο φτωχός νιώθει ότι αποκλείεται και χλευάζεται από όλους· τότε συμβαίνει να προκαλείται μια εσωτερική εξέγερση. Ο ίδιος έχει συνείδηση ότι ο εαυτός του είναι κάτι το απέραντο, το ελεύθερο, με αποτέλεσμα να γεννιέται η απαίτηση: η εξωτερική ύπαρξη να έχει την αντιστοιχία της σε τούτη τη συνείδηση. […] Η αυτοσυνείδηση εμφανίζεται να είναι εξωθημένη σε τούτο το άκρο, όπου δεν έχει πια δικαιώματα και η ελευθερία δεν έχει ύπαρξη. Πρόκειται για ένα σημείο, όπου καθίσταται εντελώς τυχαίο, το αν υπάρχει ελευθερία· τότε η εσωτερική εξέγερση γίνεται αναγκαία. Τη στιγμή που η ελευθερία του κάθε επί μέρους ατόμου δεν υπάρχει, εν ταυτώ εξαφανίζεται και η αναγνώριση της γενικής ελευθερίας».





Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2012

K. Jaspers: Ποια είναι η μοίρα του λαού ως μάζας;



                              
                             
                              Καρλ Γιάσπερς
                                             1883–1969
      
                Μαζοποίηση και τεχνολογία

                                                   §1

Πώς κατανοείται η μαζοποίηση στη σύγχρονη εποχή; Από μια γενική άποψη η μαζοποίηση σχετίζεται με τη μετατροπή του λαού σε μάζα, της οποίας η στάση και η δράση παραπέμπει σε μια άκρως απρόσωπη πραγματικότητα του ανθρώπου. Κατά την πραγματικότητα τούτη, η ατομικότητα του τελευταίου ως ύπαρξης, αλλά και η ατομικότητα του λαού ως αυτοσυνείδητης ολότητας ή συλλογικότητας κατατροπώνεται από μια μηχανιστική, γραφειοκρατική, άσκεπτη και γι’ αυτό άσπλαχνη «συλλογικότητα». Ετούτη η «συλλογικότητα είναι κίβδηλη, γιατί εγκαθιδρύεται ως επιβολή δουλωτικών –για την αυθεντική, την αυτοσυνείδητη συλλογικότητα του ανθρώπου– δεσμών, υπό μορφή μηχανισμών απόλυτης κυριαρχίας της μετριότητας. Μια τέτοια κυριαρχία πέπρωται να είναι εφιαλτική και ανεξέλεγκτα απειλητική: συσκοτίζει το φως του ανθρώπινου βίου εν ονόματι μάλιστα μιας «ορθολογικότερης» οργάνωσης του κόσμου, με αποτέλεσμα το μόνο «λαμπρό» του οικοδόμημα να είναι η συσσώρευση ανθρώπινων ερειπίων. Με όρους του ίδιου του Γιάσπερς, όπου κυριαρχεί το πάθος για τη νύχτα, θραύεται κάθε τάξη και οδηγούμαστε, με μαθηματική ακρίβεια, προς την άχρονη άβυσσο του μηδενός. Και τούτο σε αντίθεση με το νόμο της ημέρας, που μας συνενώνει με τον Λόγο, με το Ένα και με τον εαυτό μας.   

                                                   §2

Οι μακρινές ρίζες μιας τέτοιας μαζοποίησης ανάγονται στην εποχή του Διαφωτισμού, σχετικά με τον οποίο ο Γιάσπερς δεν διστάζει να ομιλεί για αυθεντικό και αναυθεντικό Διαφωτισμό, ανάλογα με το πώς οι διαφωτιστικές ιδέες στέκονται απέναντι στην παράδοση και την πίστη. Γενικώς ειπείν: ο Διαφωτισμός κήρυξε την απελευθέρωση από τη δεισιδαιμονία, αλλά συγχρόνως χάλκευσε νέα δεσμά ενός σιδερένιου «ορθολογισμού» –με ουκ ολίγη δόση αυθαίρετης δράσης– για τον νεωτερικό άνθρωπο. Ένας τέτοιος «ορθολογισμός», με το να μας απελευθερώνει από τη δεισιδαιμονία, δεν σημαίνει αυτόματα ότι χαράσσει την οδό προς τον παράδεισο της ζωής. Απεναντίας θεμελιώνει όλη τη γνώση, τη βούληση και την πράξη μόνο στις διανοητικές συλλήψεις, δηλαδή σε μια ψυχρή, άτεγκτη εκλογίκευση, που καταλύει κάθε παραδοσιακό-συνεκτικό δεσμό της ζωής, κάθε συγ-κινησιακή έξαρση ή έκρηξη της σκέψης. Μένοντας στην αποκλειστικότητα αυτού του είδους του Λόγου, ο Διαφωτισμός απολυτοποιεί τις δυνατότητες αυτού του Λόγου, εξοβελίζει τη σαγήνευση της πίστης ως μυθικότητας, ως ποιητικού συναρπασμού και καταβροχθίζει αντιστοίχως την ανθρωπινότητα. Έτσι ανοίγει διάπλατα την πύλη προς την αταξία και την αναρχία. Αυτό το διαφωτιστικό πρωτόπλασμα στις εποχές μας έχει πάρει μια πιο οξυμένη μορφή και τροπή: εκείνη της αυστηρής επιστήμης, η οποία εν τέλει συνυφαίνεται με την τεχνολογία ή ακριβέστερα απορροφάται κυριολεκτικά από την τελευταία.

                                                   §3

Σε σχέση με την επιστήμη, και ως τεχνολογία, ο Γιάσπερς ενδιαφέρεται να αναζητήσει πίσω από το χωρίς νόημα «νόημά» της τον αυθεντικό λόγο της ανθρώπινης ύπαρξης. Ενόσω οι ανακαλύψεις της, τα επιτεύγματά της, εισέρχονται στη ζωή μας ως απρόσωπα, ανώνυμα προϊόντα ενός άκαρδου κόσμου, ερημώνει το εσωτερικό τοπίο του ανθρώπου, καταστρέφεται το μυστηριακό, το ποιητικό, το ευαίσθητο στοιχείο της ανθρώπινης ψυχής. Έτσι, η μορφωτική διαδικασία μετατρέπεται σε τυπική εκπαίδευση, η οποία από μόνη της, όσο πλούσια κι αν είναι σε ποσότητα, συνιστά απουσία ποιοτικής, ήτοι φιλοσοφικής παιδείας, με ολέθριες συνέπειες: οι πεπαιδευμένες, οι ευαίσθητες, οι εγρήγορες συνειδήσεις υποχρεώνονται να κυβερνηθούν από αποκοιμισμένες συνειδήσεις αναίσθητων τερατοειδών που με τίτλους και υπότιτλους μιας τυποποιημένης πληροφοριακής-γνώσης επανδρώνουν τους παντοειδείς μηχανισμούς. Το άτομο, κατ’ αυτή την εξέλιξη, έχει απέναντί του έναν μαζοποιημένο κόσμο που ονομάζεται παραπλανητικά «ρεαλιστικός». Η «ρεαλιστικότητα» αυτού του κόσμου απαιτεί από το άτομο όχι την υπαρκτική του αυθεντικότητα, αλλά τη χρηστική του αξία· το θέλει να συμμειγνύεται ατάκτως μέσα στη μάζα και χάνοντας την εσωτερικότητά του να γίνεται πια κατάλληλο εργαλείο για: αυξημένη παραγωγικότητα, μηχανική βίωση, ήτοι συμβίωση, άκριτη αναπαραγωγή ανέκφραστων μετριοτήτων, διάδοση της εθελοδουλείας. Γράφει σχετικά ο Γιάσπερς:
           
«Μέσα στον κόσμο της τεχνολογίας αυξάνει η λησμοσύνη του εαυτού μας. Πρόκειται για έναν κόσμο ρυθμισμένο με το ρολόι, μοιρασμένο σε απορροφητική ή κενή εργασία, σε μια εργασία που δεν πληροί τον άνθρωπο ως τέτοιο, αλλά τον οδηγεί στην πλήρη λησμοσύνη του εαυτού του, τον κάνει να νιώθει ως μηχανή, ως ανταλλακτικό πάσης χρήσεως. Και όταν πάλι αφεθεί ελεύθερος, αισθάνεται να είναι ένα μηδέν, να μην έχει να κάνει τίποτα. Όταν δε κάποτε αρχίσει να ξαναβρίσκει τον εαυτό του, ο κολοσσός αυτού του κόσμου θα τον σύρει και πάλι μέσα στον αναλωτικό μηχανισμό της κενής εργασίας και της άδειας σχόλης».