Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

Guy Debord: η κοινωνία του θεάματος (1)





Γκυ  Ντεμπόρ
1931–1994

Το θέαμα της κοινωνίας


§1
Το θέαμα, ως έννοια και ως δραστηριότητα, συνδέθηκε με τον άνθρωπο, ευθύς ως ο ίδιος συγκροτήθηκε σε συλ-λογικότητα και θέλησε να εκφράσει το Είναι του ως τέτοια συλλογικότητα. Επομένως, με τη μορφή της αρχέγονης κατάστασης του ανθρώπου, συνιστά μια πρώτη φανέρωση, από-κάλυψη και συναφώς θέαση. Τι θεάται ο άνθρωπος; Γενικώς αυτό που συμβαίνει. Το θέαμα, υπ’ αυτό το νόημα, εισέρχεται στη ζωή μας ως προνομιακή αίσθηση (Γκυ Ντεμπόρ: κοινωνία του θεάματος, §18), γιατί μας επιτρέπει να βλέπουμε άμεσα, απτά, χωρίς διαμεσολαβήσεις, το συμβαίνον. Φαίνεται λοιπόν, εκ πρώτης όψεως, να αποτελεί αδιαμφισβήτητο συστατικό της ανθρώπινης επι-κοινωνίας. Εάν όμως λάβουμε υπόψη ότι αυτό που συμβαίνει στις ιστορικές κοινωνίες δεν βιώνεται άμεσα, γιατί το άμεσο βίωμα απομακρύνεται ως παράσταση (ό.π., §1), τότε αυτό που βλέπουμε είναι «εικόνες που αποσπάστηκαν από κάθε πλευρά της ζωής (ό.π., §2) και το θέαμα αντιπροσωπεύει «συγκεκριμένη αντιστροφή της ζωής, [γιατί είναι] αυτόνομη κίνηση του μη-ζωντανού» (ό.π.). Πως μπορεί να αποκρυπτογραφείται αυτή η εικόνα του κόσμου; Βασικά με τη δύναμη της «πανουργίας του Λόγου» (Χέγκελ), δηλαδή μιας σκεπτόμενης δράσης, η οποία δεν έχει αρχή και τέλος, είναι άν-αρχη, δεν υπόκειται σε προβλέψιμες συνθήκες και έτσι κλονίζει συθέμελα τον καθωσπρεπισμό των συμβατικών κοινωνιών μας. Το θέαμα συνεπώς έρχεται στην προφάνεια της ζωής ως μια εξουσιαστική δύναμη διάσωσης του κλονιζόμενου καθωσπρεπισμού της κοινωνίας.  

§2
Το θέαμα, όπως το πραγματευόμαστε εδώ, ήλθε στο προσκήνιο για πρώτη φορά τη δεκαετία του ’60 από τους καταστασιακούς· με το έργο δε του Γκυ Ντεπόρ: η κοινωνία του θεάματος αποτυπώθηκε το πιο ακριβές, σε ευστοχία, θέαμα της κοινωνίας. Ποιο είναι λοιπόν αυτό το θέαμα; Είναι η εμπορευματοποίηση της ανθρώπινης επι-κοινωνίας. Από τη στιγμή που κυβερνάει το κοινωνικό Είναι του ανθρώπου ετούτη η εμπορευματοποίηση,  η «καταστροφή του Λόγου» (Λούκατς) γίνεται το κύριο έργο της πολιτικής διαχείρισης. Ως εκ τούτου, όλα τα «ανεξήγητα» για τον Λόγο φαινόμενα [=προδοσίες, σφετερισμός δημόσιου χρήματος, παντός είδους άγρια εκμετάλλευση, απόλυτη εκχυδαιοποίηση, εκμηδενισμός της μοναδικότητας του ατόμου κ.α.] παρουσιάζονται μέσω του θεάματος ως μια ανακτημένη –από το χάος–  «πραγμάτωση» της ανθρώπινης ύπαρξης. Έτσι, η ανθρώπινη επι-κοινωνία, ως εμπόρευμα, γίνεται μια ιδιάζουσα βιομηχανία (πολιτιστική, συντεχνιακή, ιδεολογική, επιστημονική, καλλιτεχνική, πολιτική κ.λπ.). Αναλογικά, οι μηχανές αυτής της βιομηχανίας είναι η επινόηση, «ο επαινετικός μονόλογος» (ό.π., §24), η εικονολατρεία, η θεαματική προβολή της πιο βάναυσης ανορθολογικότητας, με μια λέξη η ικανότητα της γλώσσας, ως θεσμισμένης γλώσσας της εξουσίας,  να «φτάνει στην ολοκληρωτική της πραγματικότητα, ανεξάρτητη από τη διαμεσολάβηση ανάμεσα στις συνειδήσεις» (ό.π., § 131). Η απουσία αυτής της διαμεσολάβησης, ήτοι η κατάργηση του ανθρώπου ως προσώπου, εξορίζει τις δυνατότητές του έξω από το αυθεντικό κοινωνικό-πολιτικό γίγνεσθαι και τον καθηλώνει στο θανάσιμο σχίσμα του. Πάνω σε τούτο το σχίσμα επενδύουν τότε οι ψευδείς ιδεολογίες και «το ψέμα που δεν είναι πια αντίλογος, γίνεται τρέλα» (ό.π., §105). Οι πολιτικές «συγκρούσεις», κατ’ επέκταση, παρελαύνουν μπροστά μας «ως ατέρμονη αλληλουχία γελοίων συγκρούσεων» (ό.π., §62) και ο ψευδο-ριζοσπαστισμός συγκαλυμμένων, πίσω από το θέαμα, εξουσιομανών «αριστερών» εισέρχεται στην πολιτική σκηνή ως ένα νέο απατηλό θέαμα: «ως βεντέτα» (ό.π.,§61) που εξολοθρεύει την ατομικότητα του ανθρώπου και διαιωνίζει τον κοινωνικό διαχωρισμό.