Προς
μια φιλοσοφία της πράξης
§1
Σύμφωνα
με τον Π. Κονδύλη, ο Μαρξ ήταν εκείνος ο στοχαστής που κατόρθωσε να συνδέσει
οργανικά τις σύγχρονες κοινωνικές επιστήμες με τη φιλοσοφία. Μια
τέτοια οργανική ενότητα είναι αναγκαία σήμερα όσο ποτέ άλλοτε, καθώς η
φιλοσοφική προβληματική διεκδικεί την αυθεντική της ιστορικότητα σε εσωτερική ανταπόκριση προς την ιστορική
πράξη των ανθρώπων. Αφετηρία μιας τέτοιας προβληματικής, στην περίπτωση του
Μαρξ, αποτελεί η διδακτορική του διατριβή με θέμα: Διαφορά της Δημοκρίτειας και
Επικούρειας Φυσικής Φιλοσοφίας. Τι συγκεκριμένα επιδίωκε με αυτή τη
διατριβή ο νεαρός τότε Μαρξ; Εκ πρώτης όψεως φαίνεται να ερευνά μια ορισμένη
φιλοσοφική περίοδο του μακρινού παρελθόντος υπό την οπτική «επίκαιρων
θεωρητικών αναζητήσεων» (Κ. Μαρξ: Διαφορά … Φιλοσοφίας, μτφρ. Π.
Κονδύλης, σ. 14). Μια τέτοια επι-στροφή ωστόσο δείχνει να υπαγορεύεται από έναν
ριζοσπαστικής και όχι λιγότερο εσχατολογικής υφής ενθουσιασμό για μια επιθυμητή βαθειά
αλλαγή του παρόντος, για μια ανα-τροπή, ικανή να χαράξει μια εντελώς νέα
κατεύθυνση της ιστορίας. Η εν λόγω επι-στροφή, ως εκ τούτου, δεν επιδιώκει
κάποια φυγή στο παρελθόν, σαν προς ένα προσδοκώμενο επέκεινα, αλλά συνιστά μια
ανάβαση του ανθρώπινου νου στην κορυφή ενός καταξιωμένου φιλοσοφικού βουνού,
προκειμένου να κατοπτεύσει την πλημμυρισμένη πεδιάδα του παρόντος.
§2
Όλοι εκείνοι οι νεοεγελιανοί οραματιστές,
στους οποίους ανήκε και ο Μαρξ, ωθούνται στη ριζοσπαστική πράξη του παρόντος
μέσα από τη συναίσθηση, κυριολεκτικά από την επίγνωση, ότι ενεργούν ως
επίγονοι, κατά κάποιο τρόπο, ενός θεωρητικού παρελθόντος και πιο ειδικά
ορισμένων φιλοσοφικών εποχών με αντίστοιχες στιγμές ζυμώσεων, αναστατώσεων και
αναζητήσεων. Σε αυτές τις εποχές ιδιάζει θεμελιωδώς εκείνη της
ύστερης ελληνικής φιλοσοφίας, που μάχεται να διανοίξει φωτεινά μονοπάτια μέσα από
τα «συντρίμματα των προγενέστερων ολοκληρωμένων φιλοσοφικών συστημάτων» (ό.π.,
σ. 15). Ωστόσο, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον ορισμένως προς την επικούρεια φιλοσοφία
εκδηλώνεται κάτω από την αναζήτηση, μέσα στη φιλοσοφική ιστορία της σκέψης,
μιας ικανής και καλοδεχούμενης θεωρητικής κάλυψης «για την πάλη τους εναντίον
της θεολογίας και της θρησκείας» (ό.π.). Σε κάθε περίπτωση βρίσκονται ακόμα
κάτω από την ισχυρή επιρροή της εγελιανής σκέψης. Έχουν εδραία την αίσθηση –κάτι
που τείνουν να επιβεβαιώνουν και στην πράξη– πως το συμπαντικό τους Είναι
καθοδηγείται από τη βασική εγελιανή αρχή ότι η υπόσταση (Substanz) ταυτίζεται ή εναρμονίζεται
στην εσωτερική της ενέργεια με το υποκείμενο. Η διαλεκτική ανάδειξη του
υποκειμένου μέσα από την εκδίπλωση της υπόστασης εν χώρω και χρόνω καθιστά
παθιασμένο το αίτημά τους για αυτοπραγμάτωση και αυτοπροσδιορισμό του ατόμου
εκείθεν κάθε εξωτερικού καταναγκασμού.
§3
Εξακολουθεί
λοιπόν να εμπνέει η εγελιανή στροφή από τη μεταφυσική παντοκρατορία της
υπόστασης, του θεού, στην ιστορικότητα του υποκειμένου, δηλαδή στον άνθρωπο, τον
προοριζόμενο να ανακτά την ουσία του και να την ανυψώνει σε «θεό του ιστορικού
σύμπαντος» (ό.π., σ. 18). Απ’ αυτή την εγελιανή στροφή εκκινεί ο Μαρξ για να
επιτελέσει κατά πολύ την επι-στροφή στις ανάλογες φιλοσοφικο-ιστορικές ρίζες
ενός τέτοιου απελευθερωτικού υποκειμένου. Η φιλοσοφία τώρα δεν αποτελεί μόνο
ένα θεωρησιακό εγχείρημα, αλλά αποκτά και χαρακτήρα σύγκρουσης με την κρημνώδη
πραγματικότητα του παρόντος. Τούτο σημαίνει πως μετατοπίζεται από τη
θέση ενατένισης του κόσμου σε κείνη της πρακτικής αντιπαράθεσης μαζί του. Πρακτική
αντιπαράθεση προκύπτει αντικειμενικά από την ανάγκη ή αναγκαιότητα να λυθεί η εσωτερική
αντίφαση που κινεί τον κόσμο τούτο. Έτσι, η φιλοσοφία οξύνει την κινηματική
σκέψη του νεοεγελιανού Μαρξ και του επιτρέπει να συνειδητοποιεί βαθμιαία
πως πρέπει να προ-χωρήσει πέρα από την εγελιανή συμφιλίωση με την πραγματικότητα:
προς ένα κοσμο-δημιουργικό, κοσμο-πλαστικό έργο. Αλλά και τούτο το έργο δεν προορίζεται
ακόμα να κάνει λόγο για την ιδεολογία ως ψευδή συνείδηση, άρα να μεταλλάξει και
την ίδια τη φιλοσοφία από θεωρητική, ιδεολογική κατασκευή σε εμπνευσμένη καθοδηγητική
δύναμη των ίδιων των αγωνιζόμενων ανθρώπων.