Ν ι κ ο λ
ό Μ α κ ι α β έ λ ι
1469–1527
Πώς
κουβεντιάζεται η θεωρία και η πράξη του κράτους;
§1:
Οπισθοδρομούμε στην περίοδο
της Αναγέννησης για να αρχίσουμε να μιλάμε για το σήμερα με
μια εποπτική και ιστορικά αληθινή εικόνα. Μιλάμε για τον Νικολό Μακιαβέλι.
Έζησε και στοχάστηκε σε μια εποχή, όπου στον δυτικό κόσμο ξεκίνησαν οι πιο
πρωτόγνωρες ρήξεις και εκρήξεις σε όλα τα επίπεδα: επιστήμη, πολιτική,
θρησκεία, ιδέες, ανακαλύψεις, μεταρρύθμιση, πολιτισμός –τεχνικός και
πνευματικός– άνθρωπος. Οι παλαιές βεβαιότητες ξεθωριάζουν, η μετάβαση από τον
κλειστό κόσμο του Μεσαίωνα στους ανοικτούς ορίζοντες των νέων χρόνων γίνεται
αισθητή σε μας ως μια κριτική, μετασχηματιστική πορεία του ανθρώπινου
πνεύματος, η οποία μέχρι σήμερα δεν λέει να κοπάσει. Σε όλη αυτή τη νοητή
γραμμή της νεώτερης ιστορίας μπορεί κανείς να ανα-γνώσει την
επαλήθευση της εγελιανής σύλληψης του (υλικο)–πνευματικού πολιτισμού, τη φαινομενολογική αυτο-οργάνωση του πνεύματος.
Στον κόσμο αυτής της φαινομενολογικής κίνησης εντάσσεται και η σκέψη του
Μακιαβέλι. Πρόκειται για τη σκέψη που ξετυλίγει, για τη ζωή του νεωτερικού
ανθρώπου, την πιο ρεαλιστική πολιτικά κουβέντα για το κράτος.
§2:
Η
τομή που έκανε στο πεδίο της πολιτικής με την προβολή της ιδέας του κράτους
(16. αι.) ο Μακιαβέλι είναι καθοριστική για τη διαμόρφωση και λειτουργία του νεωτερικού αστικού κράτους από τότε
έως τις μέρες μας. Συνήθως η αναφορά στην ιδέα τούτη εμφανίζεται στην
ιστορία των πολιτικών ιδεών ως μια αναφορά σε μια ανάλγητη, αμοραλιστική
αντίληψη περί κράτους, που τη γνωρίζουμε μέσα την ιστορία ως μακιαβελισμό.
Πρόκειται για μια ανεστραμμένη ανάγνωση του Μακιαβέλι, που αγνοεί πλήρως τον
πολιτικό ρεαλισμό ως τη βασική αρχή της σκέψης του Μακιαβέλι. Κάτι παρόμοιο
έχει συμβεί και με άλλους μεγάλους διανοητές που επιχείρησαν να σκεφτούν,
δυνάμει της ίδιας αρχής, το αστικό κράτος, όπως ο Χέγκελ, ο Χάιντεγκερ κ.α. Το ζητούμενο είναι, σε κάθε
περίπτωση, πώς η πολιτική, μέσα από τους
δικούς της κανόνες, δεν θα χάνει από τον ορίζοντά της το γενικό καλό. Όπως
ο ίδιος ο Μακιαβέλι αναφέρει, το κύριο ενδιαφέρον του ήταν να εισχωρήσει στην
πραγματική αλήθεια του κράτους και όχι στη φαντασίωσή της. Με λόγια του Χέγκελ:
φιλοσοφική θεώρηση του κράτους όπως είναι και όχι όπως θα όφειλε να είναι.
§3
Γιατί
ο Μακιαβέλι καθιστά κεντρικό θέμα της σκέψης του το κράτος; Επειδή έζησε έντονα
και άμεσα το χάος της ιταλικής πολιτικής ζωής: η Ιταλία εξακολουθούσε να
παραμένει τεμαχισμένη σε πολλές πόλεις και ηγεμονίες που αλληλοσπαράσσονται
μεταξύ τους με πολέμους και αδυσώπητα μίση. Το «πνευματικό άρωμα» αυτής της
κατάστασης είναι: η βία, η απουσία οικονομικής ανάπτυξης, η τάση προς
καταστροφή και αυτοκαταστροφή. Πού βρίσκεται η διέξοδος; Στη συγκρότηση ενός ενιαίου κράτους με σύγχρονες αστικές αρχές. Ο
Μακιαβέλι λοιπόν αισθάνεται την ανάγκη να σκεφτεί πάνω στο κράτος. Δημιουργεί
τον συγκεκριμένο όρο «κράτος» και το ορίζει ως τον θεσμό που εκφράζει την
απόλυτη εξουσία. Ποιος ενσαρκώνει το κράτος, δηλαδή αυτή την εξουσία; Ο ηγεμόνας. Ποιο είναι το έργο του; Να
ενοποιεί τις φυγόκεντρες τάσεις και να διασφαλίζει την ενότητα της κρατικής
εξουσίας και τη συνοχή της κοινωνίας. Πώς μπορεί να εγγυάται ετούτη την ενότητα
και συνοχή; Με το να θεσπίζει νόμους και να φροντίζει για την εφαρμογή τους.
§4:
Εάν
ο Σόλωνας στην αρχαία Αθήνα θέσπισε νόμους και στη συνέχεια εναπόθεσε στον
πατριωτισμό των Αθηναίων την τήρησή τους, φεύγοντας ο ίδιος από το κλεινόν
άστυ, ο ηγεμόνας του Μακιαβέλι δεν αρκεί να θεσπίσει νόμους, αλλά χρειάζεται να
συγκροτήσει και τους αντίστοιχους μηχανισμούς για να διατηρήσει σε λειτουργία
την κρατική εξουσία. Εδώ εκφράζεται όλη η λογική του μακιαβελισμού: η βούληση του ηγεμόνα αποβλέπει στο να
επιτύχει την ενοποιητική λειτουργία του κράτους μέσα από καθορισμένους
μηχανισμούς ψυχολογικής και κοινωνικής υφής. Η έκθεση της εν λόγω ίδρυσης
και λειτουργίας του αστικού κράτους με τους συγκεκριμένους μηχανισμούς αντλεί
την αντικειμενικότητά της από το γεγονός ότι η κοινωνία συγκλονίζεται, σε
καθημερινή βάση, από τα βίαια πάθη των
ανθρώπων. Άρα η ως άνω λογική είναι εξόχως πραγματιστική:
αναδύεται από μια υπάρχουσα κατάσταση, που στον καθορισμένο ιστορικό χρόνο δεν
μπορεί να αντιμετωπιστεί με άλλο τρόπο.
§5:
Τούτο
σημαίνει ότι ο Μακιαβέλι δεν μας παροτρύνει να γινόμαστε μακιαβελιστές, δηλαδή να υιοθετούμε την αρχή: ο σκοπός αγιάζει τα μέσα και να αποζητούμε τον εξουσιαστικό μας
ηγεμόνα, παρά να σκεφτόμαστε ρεαλιστικά και πάντοτε με αφετηρία το υπάρχον:
προάγγελος του Χέγκελ. Τότε θα αρχίσουμε να σκεπτόμαστε πολιτικά και θα
μπορούμε να αντιπαραθέτουμε στην καταστροφική αρνητικότητα της εξουσίας την
κατά Χέγκελ προσδιορισμένη αρνητικότητα,
που μας αποτρέπει να αναπαράγουμε απερίσκεπτα εκείνα τα εξουσιαστικά στοιχεία
που υπηρετούν τα ιδιοτελή συμφέροντα του επαγγελματία πολιτικού ή του οπαδού
και ψηφοφόρου του. Πώς πρέπει εν τέλει
να προσλαμβάνουμε τον μακιαβελισμό; Ως
τον ζωγραφικό πίνακα της πολιτικής,
ο οποίος απεικονίζει τις ενέργειες και τις παρενέργειες της κρατικής εξουσίας.
Και με τούτη την απεικόνιση «ούτε λέγει
ούτε κρύπτει αλλά σημαίνει» (Ηράκλειτος). Τι «σημαίνει»; Πώς ο αμοραλισμός,
η απάτη κ.λπ. της εκάστοτε εξουσίας δεν αίρεται ούτε με νουθεσίες ούτε με
ηθικολογίες ούτε με αντιρεαλιστική, α-περιεχομενική, αλλά κατά τα άλλα «επαναστατική»
συνθηματολογία παρά με τη ριζοσπαστική
πολιτική πράξη που εμπνέεται από την επάρκεια της θεωρίας, στις σελίδες της
οποίας κατέχει κεντρική θέση και ο ως άνω ζωγραφικός πίνακας. Και ακριβώς λόγω
της θεωρητικής της επάρκειας, μια τέτοια πράξη συντρίβει στο διάβα της πάσης
φύσεως οπορτουνισμό.