Επίκουρος
341–270 π.Χ.
Ο άνθρωπος
είναι υπεύθυνος για την ελευθερία του
§1.
Όταν
γίνεται λόγος για τον Επίκουρο, ουσιαστικά γίνεται αναφορά στο αποκορύφωμα μιας σοφίας, που δεν αφήνει
αναπάντητο κανένα πρόβλημα της ζωής ούτε ασυγκίνητο τον σοβαρό μελετητή της
φιλοσοφίας του. Γι’ αυτό και ενθουσίασε τόσο πολύ τον Νίτσε, που δεν παρέλειψε
να εξυμνήσει το μεγαλείο της επικούρειας σκέψης και να βαδίσει σε έναν
παράλληλο δρόμο: να αναπτύξει μια ακαταμάχητη σοφία, που φωτίζει λυτρωτικά
όλους τους σκοτεινούς αιώνες του ανθρώπου. Είναι αλήθεια πως η φιλοσοφία του
Επίκουρου αποτελεί μια ολοζώντανη σοφία,
που συνάπτει το ηδονιστικό ιδεώδες
με το ευ ζην. Από τότε μέχρι και
σήμερα, λίγοι είναι εκείνοι οι φιλόσοφοι, που κατόρθωσαν να συνδυάσουν θεωρητικά ιδεώδη με ένα ευέλικτο πρακτικό πνεύμα της φιλοσοφίας,
ώστε να καταστήσουν την τελευταία απελευθερωτική
δύναμη μετάβασης από το απλώς ζην στο
καλώς ζην. Η εν λόγω μετάβαση είναι ουσιαστικά μια γιγαντομαχία γύρω από το νόημα της ζωής και ως εκ τούτου
πραγματοποιείται ως υπέρβαση των
κατασκευασμένων μύθων, που τα εκάστοτε καθεστώτα – πολιτικά, ιδεολογικά,
ακαδημαϊκά κ.λπ.– προβάλλουν ως ανώτερα ιδανικά, προκειμένου να κατευθύνουν τη συνείδηση των πολλών
προς την ιδιωφέλεια που τα ίδια υπηρετούν.
§2. Ο
άνθρωπος διαχρονικά καταδυναστεύεται από τους ολοφυρόμενους κατασκευαστές
ή διακινητές ιδεολογιών, προορισμένων,
υποτίθεται, να αποτελέσουν ρεαλιστικά «ιδεώδη» για μια ευτυχισμένη ζωή. Τέτοια «ιδεώδη»
ωστόσο αποδεικνύονται στην πράξη πιθηκισμοί εκείνων των πλείστων χαύνων του πολιτικού ακτιβισμού, για τους οποίους η ανώτερη πνευματική ηδονή είναι η αδηφαγία, η αλόγιστη συσσώρευση
πλούτου, οι αγχώδεις βλέψεις σε υψηλά αξιώματα κ.λπ., και όλα τούτα συντροφιά
με την εναγώνια μωροφιλοδοξία για
αποδοχή τους από το πλήθος και για εξουσιαστικό έλεγχο του τελευταίου· δηλαδή,
ό,τι ακριβώς συμβαίνει στις μέρες μας με το νεοφασιστικό καθεστώς των
νευρασθενών της φεουδαρχικής «αριστεράς». Σημειώνει με αφοπλιστική σαφήνεια ο
Επίκουρος:
«Ποτέ δεν επιθύμησα να γίνω αρεστός στους
πολλούς. Αφενός δεν κάθισα να μάθω τι αρέσει στους πολλούς και αφετέρου τα όσα
ήξερα εγώ βρίσκονταν μακριά από τη δική τους αντίληψη»[1].
Η πραγματική
ευτυχία, μας λέει ο φιλόσοφος, δεν έχει σχέση με καμιά εξάρτηση από πλασματικές
ικανοποιήσεις των άλλων ή ανάλογες ορέξεις του κάθε ατομικού υποκειμένου· ούτε
ακόμη με την κατάργηση κάθε λελογισμένου ηθικού περιορισμού, ασυμβίβαστου με
τις εξαπατήσεις, τις ψευδολογίες, τις απατηλές υποσχέσεις και με κάθε είδους νόρμα
της ανηθικότητας.
§3.
Το ηθικό πρόταγμα στον
Επίκουρο δεν έχει καμιά σχέση με «δέκα εντολές» ή οποιαδήποτε εξωτερικά
προστάγματα, καθώς όλα τούτα συνιστούν στρεψοδικίες
και καθιδρύουν μια κοινωνική ηθική, που καθυβρίζει και καταπιέζει την ελευθερία
του ανθρώπου. Τούτο βέβαια δεν συνεπάγεται περιφρόνηση ή αποκήρυξη των ηθικών
και νομικών κανόνων της κοινωνίας συλλήβδην· απεναντίας αναγνωρίζει την
αναγκαιότητά τους ως ηθικών αρχών στο μέτρο που ομιλούν τη γλώσσα του αυθεντικού κόσμου της φύσης και ως εκ τούτου ανταποκρίνονται στην αληθινή φύση του
κόσμου. Η αρμονία του κόσμου της φύσης υπαγορεύει και την αρμονία του κόσμου
της κοινωνίας· επειδή όμως η κοινωνία συνιστά πολλότητα ατόμων με όλες τις
προαναφερθείσες ασχήμιες (βλ.§2) και
πλείστες άλλες, η απαιτούμενη αρμονία είναι εφικτή πρωτίστως ως ατομική
επιδίωξη και δη ως ψυχική αταραξία του ανθρώπινου ατόμου:
«Πριν
απ’ όλα να θεωρείς ότι ο σκοπός της γνώσης των ουρανίων σωμάτων … δεν είναι
άλλος από την ψυχική αταραξία και την απόκτηση μιας σταθερής πεποίθησης … Και
ότι δεν πρέπει να βιάζουμε τα δεδομένα για να τα ταιριάξουμε με μια απίθανη
ερμηνεία ούτε να υιοθετήσουμε μια μέθοδο έρευνας … και άλλα παρόμοια θεωρήματα,
που δέχονται μονάχα μια εξήγηση, εναρμονισμένη με τη μαρτυρία των αισθήσεων…
Δεν πρέπει να μελετούμε τη φύση
βασιζόμενοι σε κενές υποθέσεις και αυθαίρετους νόμους, μα σε συμφωνία με
τις απαιτήσεις των φαινομένων. Γιατί η ζωή μας δεν έχει ανάγκη από υποκειμενισμούς (ἰδιολογίας) και
από κενές δοξασίες, αλλά από ψυχική ηρεμία»[2].
§4.
Το βατερλό ορισμένων
ερμηνειών της επικούρειας φιλοσοφίας βρίσκεται στο διαχωρισμό της φυσικής και της ηθικής θεωρίας του· κάτι που αποκλείει ρητά το
παραπάνω απόσπασμα και ο συνολικός ορίζοντας της επικούρειας σκέψης. Η κατά Επίκουρο ηθική, ήτοι ο αρμονικός τρόπος ζωής, έχει χάρη και
διέπεται από θαυμαστό ρεαλισμό, μας λέει
το ως άνω απόσπασμα, όταν συνάπτεται
με τις κατά φύση και τις κατ’ αίσθηση
ανάγκες του ανθρώπου και όχι όταν υποτάσσεται βίαια σε ένα σύνολο ορισμών και αξιωμάτων, επιβαλλομένων
έξωθεν με τη μορφή αυθαίρετων ιδεολογιών, ήτοι συναισθηματικών και αστόχαστων
υποκειμενισμών. Η αίσθηση είναι ένα αξιόπιστο οντολογικό συστατικό του
ανθρωπίνως υπάρχειν, αλλά γίνεται ανέκκλητα αξιόπιστο, όταν βρίσκεται σε αρμονική ανταπόκριση με την αληθινή
φύση του σύμπαντος κόσμου και συμμετέχει ενεργά στο "συνοράν", δηλαδή στην αντιληπτική συνανάγνωση αυτού του κόσμου. Από τον άνθρωπο εξαρτάται –και εδώ έγκειται η
μέγιστη ελευθερία του– να γνωρίζει τη
Φύση και συνακόλουθα τη φύση του και να ανακαλύπτει τους όρους που ετούτη η φύση του υπαγορεύει. Τότε δεν
θα έχει την ανάγκη κανενός πολιτικού, ιδεολογικού ή άλλου «θεού», για να του
μάθει πώς πρέπει να ζει και για να τον θέτει υπό φαντασιακούς ή
κατασκευασμένους περιορισμούς ιδιοτελών κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών και
άλλων συμφεροντολογικών ομάδων.
§5.
Τέτοιου είδους περιορισμοί, οντολογικώς εξεταζόμενοι, ευτελίζουν
την ανθρώπινη υπόσταση και της αφαιρούν πλήρως τη δυνατότητα να αποκτά Γνώση
και Επίγνωση των πραγματικών περιορισμών, που επιβάλλονται από τη φύση. Τότε και
τώρα και πάντα η βασική αντίθεση,
άρα η πιο ισχυρή μορφή περιορισμών, που κινεί την κοινωνία, την πολιτεία, τον
πολιτισμό, την πολιτική, τη διανόηση, αυτή τούτη την οντολογική μας υπόσταση,
ήτοι την ολότητα του κοινωνικού μας Είναι, δεν είναι μόνο και κύρια η οικονομική ή ταξική αντίθεση, αλλά θεμελιωδώς η αντίθεση ανάμεσα στα φτηνά σαρκία των υποτελών του χυδαίου
ηδονισμού και στις ευαίσθητες οντότητες
ενός φιλοσοφικού ευ ζην. Κάθε είδους οικονομική, υλική ή ταξική αντίθεση είναι
μια αντικειμενική συνθήκη, που χωρίς τη δημιουργική
ενέργεια του φιλοσοφικού υποκειμένου συντρίβει κάθε ωραίο και υψηλό: όταν προτάσσεται έτσι αφηρημένα, ερήμην της Εδώ και Τώρα υπαρκτικής σύστασης και συμπεριφοράς του ανθρώπου, καθιστά
πρωταγωνιστές του παίγνιου της πολιτικής –πολιτικής με το ευρύτερο νόημα του εύτακτου
χώρου του ανθρώπου της πόλεως– τα πιο αποχαυνωμένα και αιμοχαρή όντα, σαν τα
σημερινά πολιτικά κύμβαλα, που έχουν
«άρρωστες
ψυχές … και η απληστία τούς παγιδεύει σε επιθυμίες που διαρκώς αλλάζουν»[3].
Οι αλόγιστες επιθυμίες συνιστούν το βασίλειο της ανοησίας και της δυστυχίας.
Διαταράσσουν την αρμονικότητα της ζωής και εξοπλίζουν με νομιμοφανή αυθαιρεσία όλα
εκείνα τα χθαμαλά όντα, που με επίπλαστα «θεσμικό», δηλαδή κατ’ επίφαση ηθικό τρόπο,
βιαιοπραγούν ασύστολα ενάντια στο σύνολο της κοινωνίας και εξανδραποδίζουν ανθρώπους
και λαούς με αξιοζήλευτες ιστορικές καταβολές. Η αλήθεια, ως μη λήθη/ως αποκάλυψη του Είναι (μας) [Χάιντεγκερ], προ-χωρεί πέρα από τους - και ενάντια στους- αλαλαγμούς των εν λόγω χθαμαλών όντων.