Δευτέρα 7 Νοεμβρίου 2016

Hegel: Φαινομενολογία του πνεύματος, μια ερμηνεία (7)





Γκέοργκ  Χέγκελ
1770-1831

Το πνεύμα και οι σκιές του


§1

Βασικό μέλημα του εγελιανού φιλοσοφείν εν όλω είναι η βαθύτερη κατανόηση της εσωτερικής διεργασίας του στοχασμού (innerer Prozeß des Denkens) ως τέτοιου και περαιτέρω η μεταστοχαστική ανά-Γνωση του νεωτερικού στοχασμού,  έτσι όπως ο τελευταίος αναδύθηκε για πρώτη φορά μέσα από την ιστορία και δια-μορφώθηκε δομικά ως «το βλέμμα του πνεύματος»[1].
Με αυτή τη μεταστοχαστική ανά-Γνωση ο Χέγκελ δεν εννοεί μια απλή ανάγνωση της ιστορίας, αλλά τη σύλληψη της ιστορικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης από μέσα· δηλαδή με βάση την ανασκοπική [=μεταστοχαστική] κίνηση αυτής τούτης της γνώσης ως πνευματικής κατάκτησης του ανθρώπου. Αυτή η κίνηση, στη Φαινομενολογία του πνεύματος, είναι το επιστημονικό γνωρίζειν (wissenschaftliches Erkennen) και μια αδρή του παρουσίαση μας παρέχει ο Χέγκελ με τον Πρόλογο της Φαινομενολογίας του πνεύματος[2]. Το εν λόγω επιστημονικό γνωρίζειν δεν είναι παρά η ίδια η Γνώση (Wissen) ως γνωσιακή σχέση, κινούμενη πάνω στην τροχιά της έννοιας (Begriff-Begreifen). Πρόκειται με άλλα λόγια για μια εννοιολογική κίνηση, υποδηλώνοντας πάντα την χαρακτηριστική εκδίπλωση του ίδιου του πνεύματος, ως σκεπτόμενης συνείδησης. Στη Φαινομενολογία του πνεύματος τη γνωρίζουμε ως φαινομενολογική κίνηση του πνεύματος: ο φιλοσοφικός Λόγος εδώ συνθέτει τη γνωσιακή πορεία ενός ιστορικά πολυσύνθετου ανθρώπινου κόσμου, μιας αντικειμενικά ενεργοποιημένης πραγματικότητας, από τη σκοπιά της νεωτερικής υποκειμενικότητας.

§2

Ετούτη η υποκειμενικότητα, για τον Χέγκελ της Φαινομενολογίας, είναι το εμφανιζόμενο πνεύμα ή η στοχαστική συνείδηση του ανθρώπινου Είναι ως Χρόνος και Ιστορία. Η εσωτερική λογική που διέπει την όλη παρουσία της εν λόγω υποκειμενικότητας γνωρίζεται, στην άμεση πραγματικότητα, ως μια ανακατασκευή [=δόμηση] εννοιών. Αυτή-εδώ αποφεύγει να είναι εξωτερική κατασκευή, άρα αυθαίρετη δράση φαντασιακών οντογενέσεων, όπως λ.χ. η παρερμηνεία του πνεύματος συλλήβδην ως νου. Πώς κατορθώνει και το αποφεύγει;  Το επιτυγχάνει ως εξής: με τη μορφή των κατά Λόγο επιπέδων και σχημάτων της συνείδησης δεσμεύει εαυτόν στα διαλεκτικά όρια της μεταβατικής κίνησης από το ένα επίπεδο και σχήμα της συνείδησης στο άλλο: π.χ. από το επίπεδο της συνείδησης σε εκείνο της αυτοσυνείδησης, του Λόγου κ.λπ. ή εντός του κάθε επιπέδου, ας πούμε, από την αισθητήρια βεβαιότητα στην κατ’ αίσθηση αντίληψη, στη διάνοια κ.λπ. Στο πλαίσιο αυτής της διεργασίας, το πνεύμα συγκροτεί τη γνωσιο-οντο-λογική προ-οπτική της ως άνω υποκειμενικότητας· μια προ-οπτική, που τελεί διαρκώς υπό τη δύναμη της προσδιορισμένης άρνησης κάθε ατελούς, δυσαρμονικού ή αρνητικά φαντασιακού, που θα μπορούσε να απορρυθμίσει το ρυθμό του διαλεκτικού όλου: δηλαδή την εσωτερική αλληλενέργεια υποκειμένου και υπόστασης. Η δύναμη έτσι της εν λόγω άρνησης έγκειται στο να εκ-μηδενίζει τις σκιές του πνεύματος για χάρη της εν έργω αυτό-διαύγασής του: αποτρέπει λοιπόν τη χωριστική ή εξωτερικά εχθρική κίνηση μεταξύ υπόστασης και υποκειμένου, την αθροιστική λογική του εργαλειακού νου και την υποκατάσταση του πνεύματος από τον τελευταίο, τις παντός είδους φαντασιακές οντογενέσεις γύρω από εννοιολογικά σχήματα, που στις μέρες μας ευδοκιμούν ως εγκληματικά ιδεολογήματα απόλυτης παρακμής και καταστροφής.









[1][1] Χέγκελ: Φαινομενολογία του πνεύματος, τ. Ι, εισαγωγή  – μτφρ. – σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος. Εκδ. Δωδώνη, σ.130.
[2] Ό.π., σσ. 121-196. Βλ. επίσης Χέγκελ: Ποιος σκέπτεται αφηρημένα; Εισαγωγή – μτφρ. –σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος. Εκδ. Gutenberg, σσ. 261-302.