Η αλήθεια χτες και σήμερα
§1. Στη
φιλοσοφία της ελληνικής αρχαιότητας και πρωτίστως κατά την αρχαϊκή περίοδο, η λέξη
αλήθεια
αποκτά την πρωταρχική της σημασία, ως ακρυπτότητα
ή εκκάλυψη, από την ετυμολογική της
προέλευση: στερητικό α +
ρίζα ληθ- του λανθάνω (=διαφεύγω την προσοχή
κάποιου, μένω απαρατήρητος, κρυφός). Ο Σέξτος Εμπειρικός, πρώτος και μοναδικός
ουσιαστικά στην ιστορία της φιλοσοφίας, αναφέρεται ρητά στην εν λόγω σημασία
του αληθούς,
με βάση την ετυμολογία του:
«ὃθεν καὶ ἀληθὲς φερωνύμως εἰρῆσθαι τὸ μὴ λῆθον τὴν κοινὴν γνώμην=να γιατί και το αληθές έχει ονομαστεί φερωνύμως
αυτό που δεν μένει κρυφό για την κοινή αντίληψη (Προς Μαθηματικούς 8, 8-9).
Μια τέτοια σύλληψη της αλήθειας κατηύθυνε θεμελιωδώς
τη σκέψη γύρω από την αλήθεια, κατά την προκλασική κυρίως εποχή, αλλά εξίσου ουσιωδώς επηρέασε και τις ποικίλες
θεωρίες της αλήθειας που έχουν αναπτυχθεί έως και σήμερα. Ο Χάιντεγκερ είναι ο
κατ’ εξοχήν σύγχρονος φιλόσοφος, που επιχείρησε να κατανοήσει την έννοια της αλήθειας με βάση αυτή την
ελληνική σημασία της, ακολουθώντας την ως άνω ετυμολογία, ανεξάρτητα εάν δεν
αναφέρεται στην εν λόγω πηγή, είτε γιατί του διέφευγε είτε γιατί δεν το
θεωρούσε σκόπιμο. Α-λήθεια, για τον
μεγάλο Γερμανό φιλόσοφο, σημαίνει μη-λήθη,
αποκάλυψη, αφαίρεση του πέπλου (Entschleierung). Με τούτο εννοεί αποκάλυψη
του Είναι, αφαίρεση του πέπλου, της εργαλειακής σκέψης, των πρό-χειρων [=προ
των χειρών] εργαλείων που συσκοτίζουν τη σκέψη του Είναι.
§2. Από
την εν λόγω αρχέγονη κατανόηση της αλήθειας,
σε επίπεδο γενικής μορφής (δηλαδή
ανεξάρτητα από τα εκάστοτε επί μέρους περιεχόμενα), αναδεικνύονται βασικές όψεις της έννοιας της αλήθειας:
πρώτα και κύρια, η οντολογική όψη,
σύμφωνα με την οποία η αλήθεια ως αποκάλυψη παραπέμπει σε μια κατάσταση πραγμάτων, εξόχως αυθεντική και όχι λιγότερο πραγματική. Κατ’ αυτήν την έννοια, το
να λέμε, για παράδειγμα, ότι μιλάμε περί του αληθούς δεν κάνουμε
τίποτε άλλο από το να ρίχνουμε άπλετο
φως στον κόσμο του αντικειμένου, από το να μην αποκρύπτουμε τίποτα από το εκάστοτε υφιστάμενο πράγμα, έτσι
ώστε εκείνος που παρακολουθεί το λόγο ή σχετίζεται με το λέγειν και το
διαλέγεσθαι να μην μένει στα σκοτεινά,
αλλά να έρχεται σε επαφή με γνώμες, αποφάνσεις, κρίσεις, ερμηνείες κ.λπ., που
έχουν μια δυνατή αντικειμενική ισχύ και του επιτρέπουν
περαιτέρω να καλλιεργεί έναν όλο και πιο έγκυρο ‒αληθή ερμηνευτικό λόγο. Κατά
βάση, εδώ πρόκειται για μια θεωρία της ανταπόκρισης ως προς την αλήθεια
(Korrespondenztheorie
der Wahrheit), που συστηματοποιήθηκε εν
πολλοίς κατά τους νέους χρόνους. Ένα από τα κύρια ερωτήματα αυτής της θεωρίας
είναι: πώς μπορεί κανείς να είναι
σίγουρος ότι μια απόφανση ή κρίση είναι σωστή; Ο Ξενοφάνης ανέπτυξε έναν σημαντικό
προβληματισμό επ’ αυτού, διακρίνοντας
τις απλές γνώμες από τη γνώση γύρω από το αληθές/σαφές (Diels-Kranz: Οι Προσωκρατικοί, απ. 34). Όσο αληθείς κι αν είναι οι γνώμες, δεν αποτυπώνουν τη γνώση της αλήθειας.
Με αυτό τον τρόπο διατύπωνε την ανάγκη για την ερευνητική οδό της αλήθειας, που απασχόλησε ουσιαστικά τον
Παρμενίδη.
§3. Ο Παρμενίδης, κορυφαίος στοχαστής όχι μόνο
στον καιρό του, αλλά διαχρονικά, συλλαμβάνει οντολογικά την αλήθεια. Στο φιλοσοφικό του Ποίημα, ένα από τα πιο
σημαίνοντα κείμενα της φιλοσοφικής γραμματείας στην ιστορική της συνέχεια,
αναζητεί την ουσία της αλήθειας,
αλλά και τη δυνατότητα παρ-ουσίας
της, μέσα από τη διάκριση ανάμεσα
στη δόξα [= δοξασία, γνώμη] και την επιστήμη [=γνώση]. Στο προοίμιο
χαρακτηρίζει την αλήθεια ως εὔκυκλο, δηλαδή
μπορούμε να τη σκεφτούμε ως έναν ολόκληρο, ολοκληρωμένο και τέλειο
κύκλο: ξαναγυρίζουμε στο σημείο, από το οποίο ξεκινήσαμε, αφού διανύσουμε όλο
τον κύκλο. Πρόκειται για το δρόμο/την οδό της αλήθειας, που θα πραγματευθεί στο πρώτο μέρος του Ποιήματος,
ενώ στο δεύτερο μιλάει για το δρόμο/την οδό της δοξασίας. Η οδός
της αλήθειας σχετίζεται με το Είναι, ενώ η οδός της δοξασίας με το μη-Είναι:
Εμπρός λοιπόν, εγώ θα σου μιλώ, κι εσύ,
αφού ακούσεις τον λόγο μου, σκέψου ποιοι
είναι οι μοναδικοί δρόμοι έρευνας που μπορούμε να σκεφτούμε· ο ένας, πως το Είναι υπάρχει και δεν μπορεί να
μην υπάρχει, είναι ο δρόμος της
Πειθούς· γιατί ακολουθεί την αλήθεια· ο άλλος όμως πως δεν υπάρχει και πως είναι ανάγκη
να μην υπάρχει· αυτό το μονοπάτι, σου λέω,
είναι εντελώς απρόσιτο· γιατί ούτε να γνωρίσεις θα μπορούσες το μη ον, κάτι δηλαδή το ανέφικτο· ούτε να το εκφράσεις, να το πεις» (Απόσπασμα Β).
§4. Η
αλήθεια συνδέεται με αυτό που αιωνίως
είναι και ως τέτοια συνιστά την Ανάγκη, την υποχρεωτική οδό, η οποία όμως δεν είναι προσιτή στον καθένα, αλλά
γνωρίζεται μέσα από την ύψιστη μύηση, δηλαδή από την πρόσβαση στη γνώση, ήτοι
σοφία, που φυλάσσεται μέσα στο οριοθετημένο,
κατ’ αυτόν τον τρόπο, πεδίο της αλήθειας.
Μια τέτοια πρόσβαση, ενώ δεν είναι εφικτή με άμεσο τρόπο, τείνει να γίνεται
εφικτή ως μεθ-οδική αναζήτηση.
Όσοι, επομένως, δεν έχουν ακολουθήσει την ερευνητική οδό της αλήθειας και δεν
έχουν μυηθεί στην αναζήτησή της, δεν τους έχει δηλαδή αποκαλυφτεί η αλήθεια,
ζουν μέσα στον κόσμο της δοξασίας, της πλάνης,
του ψεύδους. Αν ρίξει, για παράδειγμα, μια ματιά κανείς στις κοκορομαχίες
των πολιτικών εντός και εκτός κοινοβουλίου, θα κατανοήσει το βάθος και το
αληθές της σύλληψης του Παρμενίδη: τα κακαρίσματα των εν λόγω πολιτικών είναι
συνειδητά ή μη-συνειδητά πλάσματα σκότους, ψεύδους, πλάνης κ.λπ. Ελαφρά τη
καρδία απέχουν από κάθε ερευνητική διάθεση της αλήθειας, γιατί, αν δεν απείχαν,
θα έπρεπε να αναιρέσουν την ίδια την ψευδή τους ύπαρξη, ήτοι να αυτοκαταργηθούν.
Τούτο σημαίνει περαιτέρω, σύμφωνα με τον
Παρμενίδη, πως ανάμεσα στο Είναι και το
μη-Είναι, στο ον και το μη-ον, ανάμεσα στον αληθινό και τον φαινομενικό
κόσμο υπάρχει αγεφύρωτη αντίθεση. Η αντίθεση τούτη δεν αίρεται παρά μόνο καθιδρύεται
ως η απαράβατη και απαραβίαστη αρχή, ως η ανάγκη να δεσπόζει μέσα σε ένα άχρονο
παρόν ο πρώτος κόσμος έναντι του δεύυτερου. Κατά ένα παραπλήσιο, αλλά μέσα από
τη δική του χαρακτηριστική ερευνητική οδό, ο Χάιντεγκερ δεν ταυτίζει την αλήθεια με κάποια ενύπαρκτη λογικότητα ή οποιαδήποτε παραδοσιακής υφής θεωρία της ανταπόκρισης, αλλά με την ερωτηματική
σκέψη: βλέπει τη συγκάλυψη και ερωτά, ερευνά, διερωτάται για την αποκάλυψη. Το ερώτημα, αυτό τούτο, είναι ό,τι δείχνεται και καταδείχνεται ως Είναι
εκείθεν της συνήθους υποκειμενικής ‒αντικειμενικής σύμπλεξης, υποκειμένου και
αντικειμένου, εκείθεν εν τέλει της ίδιας της αντικειμενικότητας ή εξωτερικότητας.
Η αποκάλυψη του Είναι, η αφαίρεση του πέπλου από αυτό ανήκει αποκλειστικά στις δυνατότητες της γλώσσας.