Γκέοργκ Χέγκελ
1770-1831
Η βακχική παραζάλη της ζωής
§1. Ο λόγος είναι περί
της αλήθειας του αληθούς. Έχει το
αληθές αλήθεια; Για τη δογματική, αντιδιαλεκτική θεώρηση των πραγμάτων κάτι τέτοιο θεωρείται μέγα «ανοσιούργημα»·
διότι, αν δεν θεωρούνταν «ανοσιούργημα», θα έπρεπε να αυτοκαταργηθεί το πραγματικό ανοσιούργημα: η ίδια η
δογματική, αντιδιαλεκτική θεώρηση. Όσο υπάρχουν άνθρωποι όμως, ο εν λόγω
δογματισμός θα ζει και θα κατευθύνει, εν μέρει ή εν πολλοίς, τα πράγματα της
ζωής, καθώς τα τελευταία συνιστούν για τον οποιοδήποτε τρόπο σκέψης, σχηματικό
ή διαλεκτικό, την πρώτη, ανεπεξέργαστη ύλη και ως εκ τούτου χρειάζονται βαθύτερες, σε κάθε στάδιο
επεξεργασίας, αναλύσεις. Σχετικά επομένως με την εγελιανή θεώρηση των πραγμάτων, η αλήθεια του αληθούς είναι σύμφυτη με την πραγματικότητα και ο
διαλεκτικός λόγος καλείται να ανακαλύψει αυτή την αλήθεια, που είναι και δική
του αλήθεια: εάν συμπεριφερθούμε έλλογα στην πραγματικότητα, σημειώνει ο Χέγκελ
στη φιλοσοφία
της ιστορίας, θα συμπεριφερθεί κι αυτή έλλογα σε μας.
Η εγελιανώς νοούμενη αλήθεια δεν βρίσκεται στο κεφάλι του ενός ή του άλλου εντεταλμένου «φιλοσοφο-διανοούμενου», των πολιτικών ή άλλων ραδιούργων συστημάτων, που αυτοπροσδιορίζεται «σοφός» ή τον θεσμίζουν ως τέτοιο, προκειμένου ακριβώς να χρησιμοποιείται για να συσκοτίζει την ουσία της αλήθειας και όλα να βαίνουν καλά και άγια, κατά τις βουλές των κυρίων αυτών των συστημάτων ή και των κυρίων των ουρανών. Το αληθές, μας λέει στον πρόλογο της Φαινομενολογίας ο μέγιστος Χέγκελ, είναι η βακχική παραζάλη, όπου κανένα μέλος δεν μένει αμέθυστο… Τέτοιες αποφθεγματικές διατυπώσεις του αληθούς αποτελούν το σήμα κατατεθέν του προλόγου της Φαινομενολογίας.
Η εγελιανώς νοούμενη αλήθεια δεν βρίσκεται στο κεφάλι του ενός ή του άλλου εντεταλμένου «φιλοσοφο-διανοούμενου», των πολιτικών ή άλλων ραδιούργων συστημάτων, που αυτοπροσδιορίζεται «σοφός» ή τον θεσμίζουν ως τέτοιο, προκειμένου ακριβώς να χρησιμοποιείται για να συσκοτίζει την ουσία της αλήθειας και όλα να βαίνουν καλά και άγια, κατά τις βουλές των κυρίων αυτών των συστημάτων ή και των κυρίων των ουρανών. Το αληθές, μας λέει στον πρόλογο της Φαινομενολογίας ο μέγιστος Χέγκελ, είναι η βακχική παραζάλη, όπου κανένα μέλος δεν μένει αμέθυστο… Τέτοιες αποφθεγματικές διατυπώσεις του αληθούς αποτελούν το σήμα κατατεθέν του προλόγου της Φαινομενολογίας.
§2. Σε μια απ’ αυτές
αποφαίνεται ο Χέγκελ ότι το αληθές πρέπει να συλλαμβάνεται και να εκφράζεται όχι μόνο ως υπόσταση αλλά και ως υποκείμενο[1]:
δηλαδή όχι στατικά, αμετάβλητα, παγιωμένα, φορμαλιστικά, προκατασκευασμένα ή
ταυτισμένο με κάποιο επέκεινα, αιώνιο και απρόσιτο στον άνθρωπο, αλλά ενεργά
και σύμφυτα με τον Γολγοθά του πνεύματος, που ενσαρκώνει την αεικινησία της
σκέψης και της ζωής. Όπως μια σειρά
μεγάλοι φιλόσοφοι ‒
π.χ.
Πλάτων,
Αριστοτέλης,
Σπινόζα
κ.α.‒, έτσι και ο Χέγκελ θεωρεί πως η αλήθεια της ζωής δεν είναι κάτι διαφορετικό από την ίδια τη δραστηριότητα, την ενεργό εκδίπλωση-αυτοεκδίπλωση του πνεύματος, την ακαταμάχητη
κίνηση αυτοπροσδιορισμού του. Ετούτη η αυτοπροσδιοριστική κίνηση παίρνει
διάφορα ονόματα στο συνολικό σώμα της εγελιανής φιλοσοφίας, ανάλογα με τις συσχετίσεις του πνεύματος
με τα διάφορα φαινόμενα της ζωής. Στο υπό συζήτηση έργο είναι η φαινομενολογική κίνηση του πνεύματος,
που συσχετίζεται με το άπαν της γνώσης και των φαινομένων της ζωής. Κατ’ αυτήν την κίνηση, υπόσταση και υποκείμενο
δεν συλλαμβάνονται ως δυο εξωτερικά αντίθετα, που το ένα τείνει να εξολοθρεύσει το άλλο, αλλά ως σχέση
διαφοροποίησης: διαλεκτική σχέση μορφής
και περιεχομένου, όπου η υπόσταση είναι εν μέρει διαφοροποίηση από τον εαυτό της, ως μορφή, και
προσδιορισμός του περιεχομένου, εν μέρει
δε απλή διάκριση, τουτέστι Εαυτός και γνώση. Ενόσω Εαυτός και γνώση
βρίσκονται στο στάδιο της αμεσότητας,
δηλαδή η γνώση δεν αντιστοιχεί στην
υποστασιακή της ολότητα ή δεν έχει ολοκληρωθεί ως τέτοια ολότητα, συμβαίνει
διαφοροποίηση, μη-ταυτότητα: ο Εαυτός
είναι ακόμα άμεσα παρών και όχι διαμεσολαβημένος από όλη την γνωσιακή/φαινομενολογική
κίνηση. Αυτή η μη-ταυτότητα είναι το αρνητικό
και ως τέτοιο αποτελεί ουσιώδη πτυχή της όλης διαλεκτικής διεργασίας. Όταν η
γνωσιακή κίνηση, ήτοι η διαλεκτική της γνώσης, ολοκληρωθεί, προκύπτει η αληθινή
ταυτότητα: το αληθές.
§3. Το αληθές λοιπόν είναι το όλο, το οποίο
αναδύεται από την ολοκλήρωση της διαλεκτικής του ανάπτυξης. Η εν λόγω
διαλεκτική ανάπτυξη ανταποκρίνεται στην εσωτερική
διαφοροποίηση του αληθούς από το ψευδές, το εσφαλμένο. Με τούτο ο φιλόσοφος
επιχειρεί να συλλάβει και να αποτυπώσει σε γλώσσα-λόγο τις συγκεκριμένες διεργασίες που διέπουν τα φαινόμενα της ζωής και τα
υφιστάμενα πράγματα. Με τη συγκεκριμένη φράση: «η βακχική παραζάλη», ως εκ τούτου, ο Χέγκελ κατονομάζει παραστασιακά τούτη τη διαλεκτική
ανάπτυξη, τον διαλεκτικό χαρακτήρα του αληθούς ως κίνησης στην ολότητά της. Τούτη
η κίνηση είναι η αλήθεια του αληθούς
(die Wahrheit des Wahren). Στον Πρόλογο στη Φαινομενολογία του πνεύματος αναφέρει σχετικά
ο Χέγκελ:
«το αληθές λοιπόν είναι η βακχική παραζάλη, μέσα
στην οποία κανένα μέλος δεν μένει αμέθυστο, και, επειδή το καθένα
αυτοκαταλύεται ομοίως άμεσα, όταν αποχωρίζεται από το όλο, αυτή η παραζάλη
είναι σύγχρονα η διαυγής και απλή ηρεμία»[2].
Με τούτη
την περιώνυμη εικόνα, ο φιλόσοφος απεικονίζει τη διαλεκτική σύλληψη του
αληθούς. Στη βακχική παραζάλη, κάθε μέλος, δηλαδή ο Εαυτός που συμμετέχει,
χαρακτηρίζεται από τη δική του ενικότητα/μοναδικότητα (Einzelheit) και εκφράζει μια ορισμένη, επί μέρους τάση (Besonderheit)· όλα όμως τα συμμετέχοντα μέλη, οι γνωσιακές
μορφές του Εαυτού ή το ένα και το άλλο ενικό ον, ενώνονται κάτω από την ενεργό
πράξη της μέθης της γνώσης, τη μέθη δηλαδή που είναι το αεί
κινούμενο/αυτοκινούμενο πνεύμα του Βάκχου: το όλο, το απόλυτο, η καθολικότητα (Allgemeinheit). Αυτό το πνεύμα διατηρεί μέσα του
ανηρημένες όλες τις επί μέρους κινήσεις, όψεις, στιγμές, τάσεις των μεμονωμένων
μελών. Κατά τον ίδιο τρόπο λοιπόν, κάθε φαινόμενο είναι μια μερική, ατελής εμφάνιση της αλήθειας. Κάθε επί μέρους
στάδιο είναι χωριστό και διαφοροποιημένο από το άλλο [=αντιστοιχεί στη
στοχαστική βαθμίδα της διάνοιας]·
την ίδια στιγμή όμως διαλύεται/καταλύεται αμέσως και μεταβαίνει σε κάτι άλλο,
γίνεται ένα άλλο [=διαλεκτική βαθμίδα].
Μέσα από τούτη τη διαλεκτική ανέλιξη, το όλο διατηρείται ως «η διαυγής και απλή
ηρεμία» (=θεωρησιακή βαθμίδα). Κατά
το πνεύμα αυτής της ανέλιξης, ο Χέγκελ υπερβαίνει
διαλεκτικά τον καντιανό χωρισμό των
φαινομένων από το πράμα καθεαυτό/τα πράγματα καθεαυτά.