Διονύσιος Σολωμός
1798-1857
Ελεύθεροι Πολιορκημένοι:
Η ελευθερία ως Πνεύμα κατοικεί
μέσα στον άνθρωπο
§1
Το σημαντικότερο μέρος της σολωμικής ποιητικής
ασχολείται με την Επανάσταση και την ελευθερία. Καθοδηγητικό κέντρο της σκέψης
του τώρα είναι η Ιδέα της ελευθερίας. Τι επιδιώκει λοιπόν να μας παρουσιάσει ο
Σολωμός με τους Ελεύθερους Πολιορκημένους. Τίποτα πιο σαφές
από αυτό που υπαινίσσεται ο τίτλος του έργου. Τι υπαινίσσεται ο τίτλος; Πως η
ιδέα της ελευθερίας δεν γεννιέται και δεν ευδοκιμεί μέσα στον ύπνο ή στις
εθνοπροδοτικές πολιτικές αλλά στις ομοβροντίες του πολιορκημένου
τόπου. Κι ακόμη, πως ο πολιορκημένος τόπος συνιστά ιστορικό γεγονός για
έναν λαό, για ένα έθνος, και κατ’ επέκταση πηγή ποιητικής έμπνευσης για
έναν ποιητή, όταν εκδηλώνεται ως μοίρα αυτού του Έθνους, αυτού
του λαού (Σολωμός, Στοχασμοί 31 7α). Το σύμβολο
του πολιορκημένου τόπου τότε ήταν το Μεσολόγγι, τώρα είναι σύμπασα η Ελλάδα.
Πώς κατανοεί ο ποιητής τη μοίρα του Πολιορκημένου; Την κατανοεί ως προ-ορισμό
της αγωνιζόμενης Ελλάδας να συντρίψει από κοινού ραγιαδισμό και
σκλαβιά: είναι κανείς σκλάβος, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, τότε, τώρα και πάντα,
όταν δεν είναι έτοιμος να σκεφτεί τη μοίρα του και να αναζητήσει τον εαυτό του
μέσα στο Πνεύμα, τον Λόγο της ελευθερίας: «γυρεύω να βρω τον εαυτό μου» μας λέει
ο Ηράκλειτος· εμείς τι γυρεύουμε; Την υποταγή και τον εξωραϊσμό αυτής της υποταγής με τις κενολογίες
των καθεστωτικών συμμοριών της φασιστο-«αριστεράς». Κάτι παρόμοιο σαν τους τοτινούς
κενόδοξους λογιότατους, που περιέσφιγγαν θανατηφόρα την καρδιά του έθνους και
αφαιρούσαν κάθε ικμάδα ζωής από το σώμα του. Ο Σολωμός παρουσιάζει τους
πολιορκημένους να μένουν προσηλωμένοι στην απόφαση να διανοίξουν δρόμο
προς την ελευθερία. Ο δρόμος εμφανίζεται επίσης μέσα στο ποιητικό σύνθεμα και
ως δρόμος προς την ελευθερία του θανάτου.
§2
Στον ορίζοντα αυτής της προσήλωσης, η ποιητική
του Σολωμού τροποποιεί τα γεγονότα της πολιορκίας, μαζί και όλα τα δεινά, προς
μια ιδέα της ελευθερίας, η οποία με όρους αισθητικής πληρότητας αποσπά
το Είναι των πολιορκημένων από την ασχήμια της καθημερινότητας για
να το αναδείξει σε ακατάλυτη δύναμη «που ενεργεί αδιάκοπα για την αληθινή
υπόσταση» (Στοχασμοί 30 4). Ο
Σολωμός, ως φαίνεται, δεν είναι απολογητής κανενός καθεστώτος για να υμνεί της
«πατρίδας τον χαμό» μέσα από την ανάδειξη του άσχημου, όπως συμβαίνει στη
σημερινή Ελλάδα με αποιητικούς «ποιητές» και αναλφάβητους «ιστορικούς»,
που αντισταθμίζουν την απερίγραπτη ρηχότητά τους με λεκτικά νεφελώματα για το
άσχημο των ιστορικών αγώνων ενός ολόκληρου λαού. Ο ποιητής κατορθώνει να
πραγματευθεί, μέσα στο ποίημα, την ως άνω ιδέα ως φιλοσοφική
κατηγορία, βαθιά επηρεασμένος από τις πλατωνικές και ακόμα πιο πολύ τις
εγελιανές συλλήψεις της ιδέας ως τέτοιας. Η εν λόγω ιδέα συλλαμβάνεται
οντολογικά από τον ποιητή ως «το υποκείμενο [που]
ξαναβλέπει, βλέπει, προβλέπει» (Στοχασμοί,
39). Αυτό το υποκείμενο δεν είναι άλλο από το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο
που πασχίζει να δι-αιωνίσει την ποίηση,
να την ανυψώσει δηλαδή πάνω από φθαρτές εικόνες και ποταπά περιεχόμενα,
προκειμένου να την καταστήσει «θεμέλιο που φέρει ιστορία»
(Χάιντεγκερ). Όταν η ποίηση γίνεται αυτό το θεμέλιο, πραγματεύεται τα εξωτερικά
γεγονότα, όχι απλώς ως καθεαυτά συμβάντα που προορίζονται να μας
καθορίσουν και να μας καθυποτάξουν στην άτεγκτη φορά τους, αλλά ως τέτοια που
εξαρτώνται «από την εσωτερική ενέργεια εκείνων των μεγάλων» (Σολωμός Αυτόγραφα έργα, 436 Α).
§3
Εκείνοι οι μάρτυρες,
δηλαδή οι πολιορκημένοι, είναι το ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο που γράφει
ιστορία, γιατί πρωταγωνιστεί μέσα σ’ αυτή. Λαοί που δεν έχουν μάθει να
πρωταγωνιστούν παρά ανέχονται ή υπηρετούν –σιωπηρά ή ακόμη με ριτσεϊκά
ιδεολογήματα του τύπου: «με σημαίες και με ταμπούρλα»– τη μετατροπή της πολιτείας
«σε
τόπο βοσκής για τις γκαμούζες» (Σεφέρης), έχουν ένα μόνο μοιραίο
προ-ορισμό: τον αυτο-εξαφανισμό τους. Ο τελευταίος δεν είναι
ποτέ ορατός, ποτέ ηχηρός, αλλά ακολουθεί έναν αδιόρατο, έναν σιωπηρό
βηματισμό, σαν αυτόν ίσως που μας «χαρίζουν» οι πολιτικοί της τωρινής
Ελλάδας. Απέναντι σε έναν τέτοιο βηματισμό της αυτοχειρίας, η ποιητική
γλώσσα των Ελεύθερων Πολιορκημένων φέρνει εμπρός μας,
αισθητοποιεί, έναν πολιορκημένο τόπο, ως εκείνη τη στιγμή του χρόνου που
ενεργοποιεί τα πάντα και τους πάντες προς την εξ-έγερση, προς τον αγώνα, προς
τον πόλεμο (με το νόημα του Ηράκλειτου). Αυτή η στιγμή του χρόνου φωτίζει
εκάστοτε την αυθεντικότητα των προσώπων και των πολιτικών τους πρακτικών και
έτσι γίνεται αποκαλυπτική των ως άνω σιωπηρών βηματισμών. Η τοπικότητα πλέον,
την οποία εκφράζει το Μεσολόγγι της πολιορκίας και της πτώσης, δεν αφανίζεται
μέσα στο χρόνο, αλλά μετουσιώνεται σε πνευματική οντότητα με
αισθητική πληρότητα και ηθική αυτονομία. Στο πνεύμα ακριβώς αυτής της
αυτονομίας εκείνοι οι μάρτυρες, ως μάρτυρες γενικώς της
ποιητικής αυθεντικότητας, είναι διπλά μάρτυρες. Αφενός είναι οι μαχητές της
ελευθερίας που υποφέρουν τα πάνδεινα και όμως δεν καταβάλλονται: πολιορκημένοι
αλλά όχι υποδουλωμένοι· αφετέρου, είναι μάρτυρες της οντολογικής αλήθειας προσώπων και
πραγμάτων: αποτελούν το μέτρο, το κριτήριο σχετικά με
το ποιος αγωνίζεται υπέρ του πάτριου θριάμβου της ελευθερίας και ποιος απαλλοτριώνει
με προδοτικό τρόπο αυτή την ελευθερία· ποιος διαθέτει ηθική
αυτονομία και αντίστοιχο μεγαλείο της πνευματικής υπεροχής [=της σολωμικής Ιδέας],
ώστε να αντιμάχεται τον σύγχρονο ραγιαδισμό και τη δουλοπρέπεια, να αντιφεγγίζει τη δραματικότητα του ιστορικού
χρόνου με την ηθική Ιδέα, με το Πνεύμα, που η σολωμική ποίηση το εγκαθιστά μέσα στη φυσική του
κοίτη, στον αγωνιζόμενο άνθρωπο,
κάνοντας όχι σπάνια αφαίρεση από τον ιστορικό χρόνο. Η συνείδηση της
ελευθερίας διέρχεται μέσα από τη συνείδηση του «ελεύθερου
πολιορκημένου», από την επίγνωση ότι συγχρόνως είναι σκλάβος
πολιορκημένος και ως τέτοιος πρέπει να αποφασίσει: «εκείθε με τους
αδελφούς και δώθε με το χάρο».