Friedrich Hölderlin
1770–1843
Άρτος και Οίνος:
Από τις σκιές στο φως
§1
Προς μια ποιητική ερμηνευτική
Με την παρούσα ποιητική πράξη ερμηνεύουμε
την τέταρτη ακολουθία από το συνθετικό ποίημα του
Χαίλντερλιν: Άρτος και Οίνος. Τι αξία έχει μια τέτοια
ερμηνεία; Την ίδια ακριβώς που έχει εν γένει ο μεγάλος ποιητής ως τέτοιος και ο
Χαίλντερλιν ειδικότερα ως τέτοιος ποιητής. Έχει, στ’ αλήθεια, την αξία
της οδού, που μας άγει προς τις αρχέγονες πηγές της ανθρώπινης ύπαρξης και
την οποία μόνο η υψηλή ποίηση μπορεί να μας εγγυηθεί. Όσο θνητή, πεπερασμένη,
στην καθημερινή της βίωση, είναι η ύπαρξή μας, τόσο αθάνατη, απέραντη,
αιώνια γίνεται στις προοπτικές και
τον προορισμό της. Τέτοιες όμως προοπτικές δεν είναι ούτε άμεσα ορατές ούτε
ευκολοδιάβατες: είναι δύσβατες, αν όχι άβατες.
Προκύπτουν από τη
συνάντηση με τον ποιητή. Η συνάντηση με τον Χαίλντερλιν προς ένα τέτοιο Δύσβατο
μας οδηγεί: μακριά και πέρα από την εύπεπτη ποίηση ως χθαμαλή πολιτιστική
διεκπεραίωση, ως επιβράβευση με πολλά κοσμητικά επίθετα της μιας ή της
άλλης υποκειμενικότητας, που θέλει να ορίζει την υφιστάμενη πραγματικότητα του
ποιείν [=δημιουργείν] και συνάμα να ορίζεται απ’ αυτή ως ο αδιαφιλονίκητος αυθέντης της.
Μας οικειώνει με εκείνη τη δυναμική πνοή της ποίησης, που μεταμορφώνει το
ποίημα από ένα εργαλειακό αντι-κείμενο σε ουσιακή πράξη ελευθερίας και εμάς
τους αναγνώστες, ως διψώντες και πεινώντες, σε αναζητητές της ιδίας ημών
αρχέγονης πηγής. Η αρχέγονη πηγή μας στο ποίημα που ακολουθεί είναι η μακάρια Γη των Ελλήνων, η μακάρια
Ελλάδα. Και τούτη όχι ως ένας κενός, σχηματικός λόγος, ως βάναυση προγονοπληξία
αλλά ως ποιητικός τόπος μιας άλλης σκέψης, ως ένα ιστορικό συμβάν, που εισέρχεται
στη ζωή μας ως μια αιφνίδια και άκρως προνομιακή στιγμή αποκάλυψης του Είναι
μας: του Άρτου και του Οίνου μας: της ημέρας, του φωτός, και
της νύχτας μας, του σκότους της ζωής.
§2
Άρτος και Οίνος:
4
Μακάρια Γη των
Ελλήνων! Κατοικία πάντων των Ουρανίων εσύ,
Είναι αλήθεια, λοιπόν,
αυτό που κάποτε στη νιότη μας ακούσαμε;
Εορταστικό δώμα! Το δάπεδο
είναι θάλασσα! Και τα βουνά τραπέζια,
Αληθινά για μια
γιορτή μοναδική από παλιά φτιαγμένα!
Αλλά πού τώρα οι θρόνοι;
Οι ναοί, και πού οι αμφορείς,
Πού οι μεστοί από νέκταρ,
πού τα άσματα για των θεών την τέρψη;
Πού, πού λάμπουν άραγε ,
οι μεγαλεπήβολοι χρησμοί;
Καθεύδουν οι Δελφοίˑ και πού η μεγάλη μοίρα αντηχεί;
Πού είναι η γρήγορη; Πού
ξεσπά γεμάτη πανταχού παρούσα ευδαιμονία,
Βροντώντας, από ευφρόσυνο
αγέρα εκκινώντας, μπροστά στα μάτια μας;
Πατέρα Αθέρα! Έτσι
αντιλάλησε και πέταξε από γλώσσα σε γλώσσα
Χίλιες φορές ο λόγος,
κανείς δεν άντεχε μονάχος τη ζωή,
Μοιρασμένο με άλλους
τέτοιο αγαθό δίνει χαρά και σαν ανταλλαχθεί, με ξένους,
Γίνεται αγαλλίαση,
αυξάνει, καθώς κοιμάται, η δύναμη του λόγου:
Πατέρα! Χαρούμενα! και
αντηχεί, όσο γίνεται πιο μακριά, το πανάρχαιο
Σημείο, απ’ τους γονείς
κληρονομιά, το στόχο βρίσκοντας προς τα
κάτω εδώ και
δημιουργώντας.
Έτσι επι-στρέφουν οι
Επουράνιοι, συγκλονιστική βαθιά φτάνει έτσι
μέσα απ’ τις σκιές προς τα
κάτω, ανάμεσα στους ανθρώπους, η μέρα τους.
§3
Ερμηνεία ‒κατανόηση
1. Ο
ποιητής οραματίζεται την ευδαίμονα γη των Ελλήνων ως έναν τόπο [=εορταστικό
δώμα με δάπεδο τη θάλασσα και τα βουνά τραπέζια], όπου όλα είναι φτιαγμένα για
να συν-τελείται η πνευματική ευωχία, που είναι μοναδική πατρογονική
στιγμή ευτυχίας: μοναδικό συμβάν αποκάλυψης της
αλήθειας του Είναι μας.
2. Αλλά
μια τέτοια ευωχία/ευτυχία δεν είναι συμβατή με τον δικό μας αργό ρυθμό,
με τον ράθυμο βηματισμό του μαζικού πολιτισμού.
Αυτή η ραθυμία εμποδίζει την έγκαιρη εσωτερική συμμετοχή μας στην ως άνω ευωχία
[=αλλά πού …μπροστά στα μάτια μας]: απώλεια της αποκαλυπτικής
δυνατότητας του ανθρώπινου Dasein να
βρεθεί στο φωτεινό μονοπάτι προς το Είναι [του]ˑ να
βρεθεί πλησίον των θεών.
3. Αυτό
το Πλησίον, μας λέει ο Χάιντεγκερ, είναι το ίδιον χαρακτηριστικό
της Πατρίδας. Όταν είναι μακριά, όταν δηλαδή η φυγή των θεών είναι γεγονός,
τότε περισφίγγει ανέκκλητα τη ζωή μας το σιδηρουργείο
της επιτηδευμένης γλώσσας του ως άνω μαζικού πολιτισμού: στα ρείθρα
της βιοπορείας μας λιμνάζουν τα στυγερά ύδατα του υπολογισμού,
του σκοταδισμού, της καταθλιπτικής ερήμωσης.
4. Όλα τούτα είναι σήματα ακριβώς
της απουσίας του Ιερού. Την υπέρβαση μιας τέτοιας απουσίας αναγγέλλει στη
συνέχεια ο ποιητής. Ο άνθρωπος δεν μπορεί να πορεύεται μονάχος στη
ζωή του. Χρειάζεται την εύηχη γλώσσα των θεών,
τα σήμαντρα των χρησμών, που μεταφράζουν τη βούληση των θεών για μια ανθρώπινη
ζωή με νόημα και προ-οπτική, για ένα δεσμό με τον συμπαντικό
ρυθμό της φύσης και του κόσμου [=του Είναι και
του γίγνεσθαι], για ένα άνοιγμα των ανθρώπων στους ανθρώπους και στους
θεούς.
5. Το Πλησίον της φυγής των θεών (Χάιντεγκερ)
έτσι τείνει να μας αποκαλύπτεται ως επι-στροφή τους (Ein-kehr) μέσα
στη ζωή μας: οι άνθρωποι συνειδητοποιούν βαθμιαία πως είναι παρών ο λόγος των
θεών, ο αυθεντικά δηλαδή ποιητικός λόγος ως ισόθεος λόγος,
στην ερημωμένη ύπαρξή τουςˑ και
όσο το συνειδητοποιούν γίνονται οι ίδιοι δημιουργοί και γράφουν την ιστορία
τους ως ιστορία ακατάλυτων ‒ένθεων έργων.
6. Πρόκειται
καθαρά για τη διεργασία ποιητικού μετα-λογισμού, όπου το κάθε
δημιούργημα καταφάσκεται ως δωρεά των θεών προς τους ανθρώπουςˑ τουτέστι
ως μετουσίωση, σε επίπεδο κοινωνικής οντολογίας, του ίδιου του υπαρκτικού Είναι
μας. Σ’ αυτά τα ένθεα έργα, για παράδειγμα, ανήκει και η ποίηση του
Χαίλντερλιν, αλλά και όλα τα μεγαλουργήματα της ιστορίας, ας
πούμε η αρχαία τραγωδία, η φιλοσοφία, τα έργα του Μπετόβεν κ.λπ.: Ιδού
η μέρα των θεών!