Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2020

Η επικαιρότητα της Προσωκρατικής φιλοσοφίας


 

Προσωκρατική σκέψη:

το φως το μη-δύον ποτέ

 

 

§1

 

 Όσο πιο πολύπλοκη γίνεται η πραγματικότητα, τόσο περιπλέκεται και η διαφάνεια των πραγμάτων. Τότε συμβαίνει στ’ αλήθεια οι άνθρωποι να μη μπορούν εύκολα να ξεχωρίσουν το μεγάλο από το μικρό, το σημαντικό από το ασήμαντο, το άξιο από το ανάξιο, το λαμπρό από το τρισάθλιο, το χάος από το φως. Πέρα όμως από μια τέτοια σύγχυση υπάρχει πάντοτε μια κίνηση, χαρακτηριστική για την αναζήτηση του νοήματος του Είναι μας, για την οδήγησή μας στο ξέφωτο. Αυτή η κίνηση είναι το γίγνεσθαι του κόσμου, που συγχρόνως είναι και σκέπτεσθαι για τον κόσμο. Στο θέατρο του κόσμου λοιπόν συμβαίνει σκέψη, που έχει τις ρίζες της στο βάθος του χρόνου. Όταν κανείς συλλαμβάνει, και μάλιστα έγκαιρα, το συμβάν της σκέψης, είναι σε θέση να βρίσκει τάχιστα τον βηματισμό του στο παρόν και να μην κατακρημνίζεται μέσα στον άσπλαχνο σκοταδισμό. Όποιος λοιπόν  θέλει να διανοίγεται σ’ αυτό το συμβάν, πρέπει να στρέφεται πίσω στις πηγές του, να πατά στέρεα στο έδαφός του. Με τον δικό του τρόπο, ο Χάιντεγκερ τονίζει σχετικά πως για να ανοιχθούμε στους ορίζοντες του μέλλοντος, πρέπει να κάνουμε ένα βήμα πίσω: να οπισθοδρομήσουμε στο παρελθόν και ν’ ακούσουμε προσεκτικά τους πρώτους μεγάλους στοχαστές, τους Προσωκρατικούς. Οπισθοδρόμηση στο παρελθόν σημαίνει ότι μπορείς να χαρείς τη συντροφιά των μεγάλων στοχαστών, να ανακαλύψεις τις δυνατότητες της ζωής που κρύβουν μέσα τους, να απαλλαγείς από τις αρρωστημένα μυαλά των πάσης φύσεως αμόρφωτων δοκησίσοφων και να αναχθείς στην κατόπτευση των πραγμάτων πάνω από τα συντρίμμια των εν λόγω αμόρφωτων. Εν τέλει, να μπορέσεις να ερμηνεύσεις βαθιά τα αλλόκοτα σημεία των καιρών μας. Όπως πολύ τραγικά σημειώνει ο Νίτσε: «πέσαμε σε χέρια βαρβάρων και δεν ξέρουμε πια πώς να σωθούμε!» (Η φιλοσοφία στα χρόνια της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, σ. 53).

 

§2

 

Όταν μια κοινωνία και μια πολιτεία είναι άρρωστη στα θεμέλιά της, δεν απομένει παρά ο ανηλεής αγώνας-πόλεμος (Ηράκλειτος)ˑ ένας πόλεμος, με την έννοια της διαλεκτικής αντιπαράθεσης, ενάντια στους απαίδευτους φαντασιοκόπους, που είναι υπεύθυνοι για την επικράτηση του σκοταδισμού. Αυτό τον αγώνα-πόλεμο αναλαμβάνει η προσωκρατική φιλοσοφία, η οποία ξεδιπλώνεται ως «ορμητικός χείμαρρος με τους μεγαλοπρεπείς παφλασμούς κυμάτων» (Νίτσε, ό.π.). Η στροφή μας προς αυτή τη φιλοσοφία σημαίνει πως βυθιζόμαστε στη μελέτη μιας αυθεντικής κατεύθυνσης στοχασμούˑ μιας κατεύθυνσης τόσο αυθεντικής, ώστε να έχει κονιορτοποιήσει προ πολλού την κατ’ επίφαση «φιλοσοφία», που δρα «με πολιτικά και αστυνομικά μέτρα» (Νίτσε, ό.π.). Ο πρώτος που έκανε αυτή τη στροφή ήταν ο Χέγκελ. Στο πλαίσιο της Ιστορίας της Φιλοσοφίας επιχείρησε να απεικονίσει τον προσωκρατικό/Ηρακλείτειο Λόγο σε εσωτερική αντιστοιχία με τη Λογική της καθολικής πραγματικότητας και να τον μετουσιώσει περαιτέρω σε έναν διαλεκτικό Λόγο του παρόντος, ασυμβίβαστοπολεμικό κάθε απατηλής λογιοσύνης, που εκφυλίζει την επιστημονική σκέψη σε ανιαρό θετικισμό και στενόκαρδο υπολογισμό. Η εν λόγω απεικόνιση είναι ουσιαστικά μια ιστορικο-φιλοσοφική συνόψιση της διαλεκτικής πράξης της Λογικής του. Ο Χέγκελ ανέλαβε με την Επιστήμη της Λογικής, γραμμένη όταν ήταν Γυμνασιάρχης στο Γυμνάσιο της Νυρεμβέργης,  να αναζωογονήσει τη φιλοσοφία του Λόγου, η οποία είχε βληθεί θανάσιμα από το μονοδιάστατο θετικισιτικό πνεύμα της εποχής του (Διαφωτισμός κ.λπ.). Ανακαλύπτοντας έτσι στον προσωκρατικό στοχασμό, και δη στον Ηράκλειτο, μοναδικές ερμηνευτικές συλλήψεις, μεταξύ άλλων, της πραγματικότητας ως ενιαίου όλου, προχωρεί στη διαμεσολάβηση αρχαίας ελληνικής και σύγχρονης φιλοσοφίας: ξεκινά από την παρούσα κατάσταση της φιλοσοφίας, για να διαβάσει από κοινού παρελθόν και παρόνˑ και τούτη η συμπόρευση εκτυλίσσεται με βάση την ιστορία επίδρασης  της αρχέγονης φιλοσοφικής σκέψης στο σύγχρονο Λόγο του πνεύματος.

 

§3

 

Ο Νίτσε στρέφει κι αυτός το βλέμμα του στους Προσωκρατικούς με ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την ανθρωπολογική πλευρά της σκέψης τους.  Εχθρός ο ίδιος της πολυμάθειας, ενός είδους πληροφιραικής κατάτμησης της γνώσης, ως κατεδαφιστικής πράξης της ανθρώπινης σκέψης,  συναντά σ’ αυτούς τους πρώτους Έλληνες διανοητές μια πληθώρα μεγαλοφυών. Το κύριο χαρακτηριστικό τους ως στοχαστών είναι ότι αρθρώνουν έναν προ-φητικό λόγο, πλήρη νοημάτων και σημασιών, μοναδικών στο να φωτίσουν την ανθρώπινη ύπαρξη και την προοπτική της. Το θεμελιακό στοιχείο αυτής της προοπτικής είναι ο άνθρωπος στην ολότητά του και όχι με τη μορφή του νεωτερικού/μετανεωτερικού του τεμαχισμού. Ολότητα του ανθρώπου: σώμα και ψυχή, πνεύμα και υλικότητα, αγώνας και αδράνεια, ζωή και θάνατος, ήθος και ο δαίμων του (Ηράκλειτος) κ.λπ. Κατ’ αυτήν την προοπτική, η ζωή του ανθρώπου δεν είναι μια ευθύγραμμη πορεία προς τον θάνατο, αλλά ένα γίγνεσθαι ως συνολική εικόνα του κόσμου, ως Όλο. Ποικίλες εκφάνσεις αυτού του περιδινούμενου Όλου εκδηλώνονται ως αναπόφευκτες μορφές δια-Λόγου ανάμεσα στο Είναι και το μη-Είναι, στη διαύγεια και τη συσκότιση, στο χάος και τον κόσμο, στην αρρυθμία και το ρυθμό κ.λπ. Όλα αυτά συνέχονται υπό τη μορφή μιας αλυσίδας, την οποία δεν βλέπουμε, δεν ελέγχουμε, δεν καθορίζουμε. Μπορούμε μόνο να τη σκεφτούμε και να την ερμηνεύσουμε. Κάτι τέτοιο επιχείρησε και ο Χάιντεγκερ, με τη δική του ματιά προς τους Προσωκρατικούς. Με βάση την ορισμένη ιδιοτυπία της σκέψης του:  για μια άλλη απαρχή στη φιλοσοφία με ένα βήμα προς τα πίσω, ο Χάιντεγκερ εγκαθίσταται στην έδρα του προσωκρατικού στοχασμού, για να κάνει το μεγάλο άλμα προς τα μπρος. Έτσι μεταφέρει το συγκαιρινό του παιγνίδι του Λόγου –θετικιστικο-επιστημονικού και εκτεχνικευμένου– στο πεδίο του πιο εύρωστου μετα-μετανεωτερικού διαλόγουˑ στο πεδίο, με άλλα λόγια, του μεταφιλοσοφικού αντι-Λόγου.  

 

§4

 

Ο εν λόγω αντί-Λογος είναι και ένας δια-λογικός αντί-λογος προς τους Προσωκρατικούς. Μια αναγκαία, αλλά και γόνιμη συνθήκη για να συνομιλήσει αποδομητικά με το διαγραφόμενο στην εποχή του και εφαρμοζόμενο στην παρούσα εποχή πλανητικό αλυσόδεμα της ζωής και της σκέψης. Η οντολογική προβληματική λοιπόν του προσωκρατικού στοχασμού προοιωνίζει ήδη μια νέα οδό/μεθόδευση της σκέψης, που ξεπερνά με πόνο τα παραδοσιακά λογοπαίγνια μύθου και θρησκείας. Ο «ξυνός» (=κοινός) Λόγος συνιστά μια πρώτη απόπειρα γνωσιοντολογικής κατα-νόησης του παίγνιου του κόσμου, που ακατάπαυστα από τότε έως σήμερα και εσαεί διαδραματίζεται πέραν των διαθέσεων των υποκειμένων. Και ευτυχώς εν μέρει που συμβαίνει έτσι. Γιατί η κάθε υποκειμενικότητα δεν πληροί απροϋπόθετα τους γνωσιακούς-ερμηνευτικούς όρους κατανόησης της πολύπλοκης πραγματικότητας και ταυτόχρονα του δικού της Dasein. Ακριβώς επειδή συμβαίνει η ακατέργαστη υποκειμενικότητα –συλλογική ή ατομική– να εξουσιάζει τις Άριστες μορφές υποκειμενικότητας, μαζί και τις άριστες αντικειμενικότητές τους, ο Ηράκλειτος της κηρύσσει τον πόλεμο, ταυτίζοντάς την με τους φλύαρους ιδιώτες,  με τον εσμό των βάρβαρων υλιστών της αγοράς που «αρκούνται να χορταίνουν σαν τα ζώα» (απ. 29). Η βάρβαρη τούτη υποκειμενικότητα κατηγοριοποιείται οντολογικά ως «ο βλάκας [που] χάνει το θάρρος του μπρος σε κάθε σειρά σκέψεων» (απ. 87). Σε αυτό το εσμό των βαρβάρων και όχι λιγότερο ηλιθίων συγκαταλέγει, πρωτίστως, ο Ηράκλειτος την οπορτουνιστική μάζα των πολιτικών, που είναι οι κύριοι καταστροφείς της αρμονίας ανάμεσα στην πόλη και τη φύση, ανάμεσα στο δίκαιο και το Είναι. Τη στιγμή που ο πόλεμος είναι συμπαντικός –πόλεμος όχι με τη συνήθη έννοια, αλλά ως έρις, ως η κινητήρια δύναμη των αντιθέτων μέσα στην ολότητα– το ανθρώπινο Είναι εναλλάσσεται μεταξύ σκλάβου και ελεύθερου, βασιλιά και δούλου, με μια φράση: μεταξύ αντιθέτων και τίποτα δεν διασφαλίζει την αιώνια ευτυχία του ενός και την αιώνια δυστυχία του άλλου. Ο πολιτικός έτσι δεν είναι περισσότερο ευτυχής από τον εξαθλιωμένο, αλλά μόνο η άλλη όψη του. Να γιατί υπέρτατος νόμος του ρυθμού και της εύτακτης ζωής είναι ο θείος νόμος, που τρέφει τους ανθρώπινους. Αυτό ισχύει παντοτινά και, υπό ένα ευρύτερο μεταφορικό νόημα, υπερασπίζεται την αυθυπαρξία του ανθρώπου ως πολίτη από τις αυθαίρετες –ενίοτε ή εν πολλοίς– νομοθετήσεις των εξουσιαστικών πιθήκων για λογαριασμό της δικής τους ιδιοτέλειας και όχι προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος. Η σήμερον ημέρα έχει να επιδείξει απειράριθμες τέτοιες πιθηκονομοθετήσεις στα μέτρα των λούμπεν στοιχείων του αδηφάγου εξουσιασμού. Όμως στο τέλος, η πολιτική ύβρις τιμωρείται και η εύρυθμη φωτεινότητα του Λόγου-νόμου αρχίζει και πάλι να ανατέλλει:

«Λσεται μν γρ σως τ ασθητν φς τις, τ δ νοητν δνατον στιν …· τ μ δνν ποτε πς ν τις λθοι;» (απ.16).

[=Θα ξεφύγει ίσως κανείς από το αισθητό φως, αλλά είναι αδύνατο να ξεφύγει από το νοητό… πως κανείς να κρυφτεί απ' αυτό (το φως) που δεν δύει ποτέ;].