Η
ΑΠΟΛΥΤΗ ΓΝΩΣΗ
§ 1
Η Φαινομενολογία του πνεύματος αρχίζει με την άμεση γνώση ή την αισθητήρια βεβαιότητα και περαιώνεται με την απόλυτη Γνώση. Σύμφωνα με τις βασικές εν ισχύ ερμηνείες, η απόλυτη Γνώση εκθέτει το αποτέλεσμα του γίγνεσθαι της φιλοσοφικής επιστήμης. Αυτό το αποτέλεσμα περιλαμβάνει το πνεύμα που έχει για αντικείμενο τον ίδιο του τον εαυτό. Πρόκειται, στην πραγματικότητα, για το αποτέλεσμα εκείνης της φαινομενολογικής πορείας του πνεύματος που έχει για κύριο γνώρισμα την προσδιορισμένη άρνηση (bestimmte Negation) κάθε υποστασιακού περιεχομένου και έτσι νομιμοποιείται ως εμφάνιση, φανέρωση ή αποκάλυψη της κλειστότητας της υπόστασης. Η κατευθυντήρια δύναμη προς την αποκάλυψη τούτη δεν είναι η έκσταση ούτε ο φευγαλέος φιλοσοφικός ενθουσιασμός του ρομαντικού υποκειμένου αλλά η έννοια, η διαλεκτικά εκδιπλωνόμενη αναγκαιότητα του ίδιου του Πράγματος[1]. Συσχετιζόμαστε, ως εκ τούτου, με μια στάση της φιλοσοφικής σκέψης που διεκδικεί την παραγωγή νοήματος, τουτέστι μάχεται να ανα-συγκροτήσει τον ουσιακό Λόγο της σκεπτόμενης συνείδησης, μέσα από την αντιπαράθεση με τον εργαλειακό Λόγο της διαφωτιστικής νεωτερικότητας, και να αναδείξει την πραγματικότητα της απόλυτης Γνώσης ως την ελεύθερη εστία του πνεύματος. Είναι ελεύθερη τούτη η εστία, διότι προκύπτει από τη διαλεκτική άρση της πεπερασμένης γνώσης και από την υπέρβαση κάθε αλλότριας προς το πνεύμα εμπειρίας. Ως τέτοια λοιπόν αποτελεί την τελική βαθμίδα, όπου συνείδηση και αντικείμενο, γνώση και αλήθεια ταυτίζονται απόλυτα.