Τετάρτη 19 Απριλίου 2023

Hegel: ο Ηράκλειτος και η διαλεκτική


 

Γκέοργκ Χέγκελ

1770-1831

Ο Ηράκλειτος και η διαλεκτική αναζήτηση του Eαυτού 

§1

Την ανεκτίμητη αξία της φιλοσοφίας του Ηράκλειτου ο Χέγκελ τη συνοψίζει στην ακόλουθη ρήση: «δεν υπάρχει ούτε μια πρόταση του Ηράκλειτου, που να μην την έχω συμπεριλάβει στη Λογική μου»[1]. Με τον Ηράκλειτο, μας λέει ο Χέγκελ, γίνεται ουσιαστικά η μετάβαση από την υποκειμενική διαλεκτική του Ζήνωνα και του Παρμενίδη στην αντικειμενική διαλεκτική[2]. Τι σημαίνει αντικειμενική διαλεκτική στην περίπτωση του Ηράκλειτου; Σημαίνει πως η διαλεκτική κίνηση από αφηρημένη ταυτότητα του υποκειμένου, δηλαδή από κίνηση του Είναι και της διαλεκτικής εντός του υποκειμένου, συλλαμβάνεται ως μια αντικειμενική κίνηση, ως αντικειμενική διεργασία ή διαδικασία, ως διείσδυση στη Λογική της πραγματικότητας [: κοινός Λόγος]. Στη γλώσσα του ο Χέγκελ τούτο το εννοεί ως διαλεκτική υποκειμένου και αντι-κειμένου, που οδηγεί πέρα από την απλή γνώμη και προς μια γνώση αντικειμενική, ήτοι αληθινή. Ως μια τέτοια αντικειμενική διαδικασία, δηλαδή ως αυτή τούτη τη διαλεκτική, συλλαμβάνει ο Ηράκλειτος το Απόλυτο[3]. Τούτο σημαίνει περαιτέρω πως ο μεγάλος στοχαστής της Εφέσου είναι ο πρώτος, μέσα στην ιστορία της φιλοσοφίας, που σκέπτεται την αντικειμενικότητα (Objektivität) ως τέτοια, τουτέστιν καθιδρύει την ίδια τη διαλεκτική ως αρχή (Prinzip)[4] και φέρνει σε λόγο την αντικειμενική ροή της πραγματικότητας. Εάν η συλλογιστική του Παρμενίδη και του Ζήνωνα συγκροτούσε, για τον Χέγκελ, μια εξωτερική επιχειρηματολογία (Räsonieren), δηλαδή μια εξωτερική διαλεκτική που δεν εισχωρεί στην ψυχή του ίδιου του πράγματος, η συλλογιστική του Ηράκλειτου είναι η ενύπαρκτη, εγγενής ή εμμενής διαλεκτική  (immanente Dialektik) του αντι-κειμένου, την οποία μεταστοχάζεται το υποκείμενο, με το να θεωρεί κα να εξετάζει τα πράγματα από μέσα, δηλαδή να καθιστά αντικείμενο σκέψης την αντικειμενική του ροή.[5]

§2

Με σύγχρονους εγελιανούς όρους, ο Ηράκλειτος πραγματώνει εν έργω τη διαλεκτική διάνοιας και Λόγου και δεν μένει στην αφηρημένη διάνοια (abstrakter Verstand), όπως ο Παρμενίδης και ο Ζήνων.[6] Αυτή ακριβώς η βαθύτητα της σκέψης του ήταν πρωτόγνωρη για την εποχή του, αλλά και για τις μεταγενέστερες εποχές και θα αναγνωριστεί δεόντως. Είναι γνωστά, μεταξύ άλλων, και όσα σχετικά είπε ο Σωκράτης· δηλαδή

«αυτά που κατάλαβε είναι σπουδαία, αλλά πιστεύει πως και όσα δεν κατάλαβε είναι εξίσου σπουδαία. Όμως χρειάζεται κανείς να είναι ένας δεινός κολυμβητής από τη Δήλο για να μην πνιγεί».[7]

Λόγω ακριβώς αυτής της βαθύτητας, με άλλα λόγια της ακαταμάχητης σαφήνειας της σκέψης του και της πυκνότητας του λόγου του, δυσφημίστηκε ως «σκοτεινός». Όπως εξηγεί ο Χέγκελ, η φιλοσοφία του Ηράκλειτου, ήτοι ο διαλεκτικός του λόγος και συναφώς η διαλεκτική του σκέψη, είναι «σκοτεινή», ακατανόητη, μόνο για τη διάνοια, δηλαδή για την αφηρημένη διάνοια[8]  και δεν έχει να κάνει με καμιά ασάφεια των θεωρητικών του συλλήψεων. Η αληθινή όψη της σκέψης του έγκειται στο ότι συλλαμβάνει το Απόλυτο ως ενότητα του Είναι και του μη-Είναι.[9] Το Είναι έτσι δεν είναι κάτι το ακίνητο, στερεότυπο, επέκεινα κ.λπ., αλλά συνυφαίνεται με το Γίγνεσθαι. Η αλήθεια του είναι η μετάβαση από το Είναι στο Γίγνεσθαι: «αρμονία αντίθετων τάσεων».[10] Με την ίδια τούτη επίσης έννοια μας λέει σε άλλο απόσπασμα: «ο δρόμος προς τα πάνω και προς τα κάτω είναι ένας και ο αυτός».[11]

§3

Ποια είναι η θέση του ανθρώπου απέναντι σε ένα τέτοιο γίγνεσθαι; Ο άνθρωπος είναι ενταγμένος αντικειμενικά και ο ίδιος μέσα στην μνημονευθείσα ήδη κίνηση του Όλου. Το θέμα είναι να αποκτήσει συνείδηση αυτής του της θέσης, δηλαδή να καταλάβει πως το υποκείμενο και το αντι-κείμενο αποτελούν τμήματα του ενός, ενιαίου Όλου, δηλαδή του γίγνεσθαι. Επομένως κάθε διερεύνηση, σύλληψη, κατανόηση του Είναι μαζί και του Είναι του ίδιου του ανθρώπου είναι εφικτή, στο μέτρο που εκτυλίσσεται πρωτίστως ως διερεύνηση του Εαυτού:

διζησάμην μεωυτόν[12]

[=αναζήτησα/διερεύνησα, γύρεψα να βρω τον εαυτό μου].

Τι θέλει να μας πει ο Ηράκλειτος με αυτά τα λόγια; Ας ακούσουμε τον ίδιο τον φιλόσοφο: όταν κάποτε τον ρώτησαν πώς γνωρίζει όσα γνωρίζει, απάντησε: «ερεύνησα/αναζήτησα τον εαυτό μου». Εκ πρώτης όψεως φαίνεται πως ο φιλόσοφος μας παροτρύνει να  ερευνούμε τον εαυτό μας.  Κάτι παρόμοιο δείχνει να περικλείει και το θρυλικό «γνώθι σ’ αυτόν». Όμως δεν είναι ακριβώς το ίδιο. Το «αναζήτησα τον εαυτό μου» ο φιλόσοφος το κατανοεί ως μια τιτάνια στροφή προς τα ένδον: αναζητεί μέσα του τον Λόγο και όχι στην πληροφοριακή, σκόρπια γνώση των πολλών, προκειμένου να σκεφτεί την ανθρώπινη αλλαγή. Μέσα από τη στροφή αυτή μπορεί κανείς να διανοίγεται στο καθολικό και ποτέ να μη χάνεται μέσα στο ιδιωτικό. Μια τέτοια ανθρώπινη αλλαγή υποδηλώνει απαλλαγή του λογισμού από τη δολιότητα και τη στεγνότητα του υπολογισμού.

§4

Με σημερινούς όρους, η δολιότητα αυτή συναντάται στην υπολογιστική σκέψη ατόμων, ομάδων ή θεσμισμένων συνόλων που θεωρητικά επαγγέλλονται αλλαγές, μετασχηματισμούς, μετουσιώσεις, αλλά στην πράξη ορέγονται την εδραίωση της δικής τους εξουσίας: είναι οι μάζες «των κοιμισμένων που καταφεύγουν στον δικό τους κόσμο»,[13] που δομούν εξουσιαστικά τον δικό τους περίκλειστο κόσμο. Τούτο, με τη σειρά του, σημαίνει πως μέσα στον ορισμένο κλειστό τους κόσμο/χώρο «αρκούνται να χορταίνουν σαν τα ζώα»[14] και να ενεργούν ως  «τέκτονες [=κατασκευαστές] ψευδών και ως ψευδομάρτυρες».[15] Ως αντίπαλο δέος απέναντι σε έναν τέτοιο αχυρένιο κόσμο υψώνεται το «ερεύνησα/αναζήτησα τον εαυτό μου» υψώνεται το «ερεύνησα/αναζήτησα τον εαυτό μου» και μας παρωθεί όχι να γνωρίσουμε απλώς τον εαυτό μας με τη συνηθισμένη έννοια, αλλά να ανακαλύψουμε μέσα μας τη γνώση και το μέτρο. Τι σημαίνει μια τέτοια ανακάλυψη; Σημαίνει να ψάχνουμε να βρούμε τον εαυτό μας όχι στα εξωτερικά, τα αλλότρια πράγματα, αλλά στην εσωτερική μας Εν-ότητα, με όρους του Χέγκελ: να αναζητούμε την ενότητά μας εντός εαυτού με οδηγό τη διαλεκτική σκέψη. Η ηρακλείτεια, ως εκ τούτου, αναζήτηση δεν είναι μια απλή ατομική πράξη, απομονωμένη από τον κόσμο, αλλά εκτυλίσσεται ως διαλεκτική διαδικασία στο κέντρο του συμπαντικού γίγνεσθαι και νοείται ως αναζήτηση, κατανόηση του εαυτού, έτσι όπως ο τελευταίος βρίσκεται ή περιέχεται μέσα στο εν λόγω σύμπαν. Δεν πρόκειται λοιπόν για μια στιγμιαία ή ορισμένης διάρκειας αναζήτηση, αλλά για αδιάκοπη πορεία, επίμοχθη και δαπανηρή, την οποία δύναται ο άνθρωπος να επιδιώξει και να πραγματοποιήσει, αν θέλει να φτάσει στον κόσμο του Είναι και στο Είναι της ουσίας του.

 

 

 



[1] Hegel: Werke 18, σ. 320

[2] Ό.π., σ. 319. 

[3] Ό.π.

[4] Ό.π.

[5] Ό.π., σσ. 319-320. 

[6] Ό.π., σ. 320. Για την εγελιανή διαλεκτική διάνοιας και Λόγου βλ. Χέγκελ: τι είναι διαλεκτική; Εκδ. Ηριδανός, σσ. 98κ.εξ.

[7]HegelWerke 18, σ. 323.

[8] Ό.π.

[9] Ό.π., σ. 324.

[10] Ηράκλειτος, Β 51.

[11] Β 60.

[12] Β 101.

[13] Β 89.

[14] Β 29.

[15] Β 28.