Δευτέρα 25 Μαρτίου 2024

Από τον αρχαίο στον σύγχρονο σχετικισμό



 

Τι είναι ο σχετικισμός;

Ο σχετικισμός παρουσιάζεται ως ουμανισμός, δηλαδή ως θεωρία που συσχετίζει κάθε στοιχείο ενός πολιτισμού με τον άνθρωπο γενικά που ήταν ο δημιουργός του και που είναι επομένως ικανός να τον ερμηνεύσει στη συνέχεια. Ο σχετικισμός πιστεύει, στην πραγματικότητα, ότι όλη η δημιουργία είναι μια εφεύρεση/επινόηση, ενώ ο ρεαλισμός, στον οποίο αντιτίθεται, πιστεύει ότι είναι ουσιαστικά μια ανακάλυψη.

1. Αρχαίος σχετικισμός

      Ι. Η πρώτη μορφή σχετικισμού εκφράστηκε, στην αρχή της ανόδου της φιλοσοφικής σκέψης στην Ελλάδα, από τον σοφιστή Πρωταγόρα, ο οποίος είπε, όπως αναφέρει ο Πλάτων στον Θεαίτητο, ότι ο άνθρωπος είναι το μέτρο για όλα τα πράγματα, γι’ αυτά που υπάρχουν και γι’ αυτά που δεν υπάρχουν, δηλαδή για το αληθινό όσο και για το ψεύτικο. Απέναντι σε αυτή τη θέση, ο Σωκράτης και ο Πλάτων αγωνίστηκαν για να υπερασπιστούν το δίκαιο και τα δικαιώματα της αντικειμενικότητας, της αντικειμενικής ορθολογικότητας, της ρεαλιστικότητας. Με τούτο τον αγώνα ο Πλάτων θέλει να δείξει –και τούτο είναι αναγκαίο να το κατανοούμε– ότι ο ανθρώπινος νους βρίσκεται αντιμέτωπος με μια πραγματικότητα, την οποία πρέπει να λαμβάνει πάντα υπόψη του. Στον κορυφαίο Έλληνα φιλόσοφο τούτη την πραγματικότητα αντιπροσωπεύει η αντικειμενικότητα των Ιδεών. Έξω από τον σεβασμό αυτών των Ιδεών, υπάρχει, για τον Πλάτωνα, μόνο φαντασία, υπερβολή και αδικαιολόγητη προσποίηση. Η δύναμη του αρχαίου ρεαλισμού είναι ότι δεν έμεινε σε αυτόν τον πλατωνικό ρεαλισμό. Η αντικειμενικότητα, στην πραγματικότητα, δεν είναι απαραίτητα ξένη προς την ανθρώπινη εμπειρία. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, τον σημαντικότερο Έλληνα στοχαστή μετά τον Πλάτωνα, η αντικειμενικότητα μεταφράζεται σε μια μορφή που επιβάλλεται σε μια ύλη και η οποία είναι διαθέσιμη στη διανοητική γνώση.

     ΙΙ. Στον σχετικισμό των σοφιστών (Πρωταγόρας, Γοργίας κ.λπ.) λοιπόν εναντιώθηκε, με σφοδρότητα, ο πλατωνικός ρεαλισμός. Ωστόσο, ο ρεαλισμός έχει λάβει και άλλες σημασίες που δεν μπορούν να αναχθούν σε μια συγκεκριμένη μορφή θεωρίας, που οι σχετικιστές εύκολα χαρακτηρίζουν ως δογματισμό: ο ένας δογματισμός αμφισβητεί τον άλλο και ανάλογα με την εποχή και το πνεύμα της εναλλάσσεται ως δεσπόζων ή μη. Στην αρχαία Ελλάδα, ο Στωικισμός και ο Επικουρισμός, μετά τον Πλατωνισμό και τον Αριστοτελισμό, ήταν αντίθετοι στον σχετικισμό, έστω και αν ο ρεαλισμός τους είναι πολύ διαφορετικός από αυτόν του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη: πραγματικότητα, για τους Επικούρειους, είναι τα άτομα που πέφτουν στο κενό, ενώ για τους Στωικούς είναι η καθολική ζωή που, αν το ανθρώπινο πνεύμα προσκολληθεί σε αυτήν, της παρέχει σοφία. Οι μεγάλες φιλοσοφίες της ελληνικής αρχαιότητας, λοιπόν, προσπάθησαν όλες να αντικρούσουν τον σχετικισμό των σοφιστών, του οποίου αντιλήφθηκαν τη βλαβερή επίδραση στην ορθολογικότητα του πνεύματος, του νου. Αλλά τα επιχειρήματά τους συνάντησαν αντίσταση από εκείνους που θα μπορούσαν να θεωρηθούν διάδοχοι των σοφιστών, των κυνικών (Διογένης) και των σκεπτικιστών.

2. Ο νεωτερικός σχετικισμός

Στην Ευρώπη, κατά την Αναγέννηση, αναπτύχθηκε μια δεύτερη μορφή σχετικισμού, που κληρονομήθηκε από τον αρχαίο σκεπτικισμό. Τη συναντάμε, συγκεκριμένα, στον Montaigne, ο οποίος για να μη χάσει τη λογική του εν μέσω της τρέλας του αιώνα του, άρχισε να γράφει τα Δοκίμιά του. Όπως έγραψε ο Marcel Conche: «Αυτό που έχουμε, στα Δοκίμια (1580-1588), είναι, στον υψηλότερο βαθμό, η άσκηση του Λόγου στην αυτονομία του. Ο Λόγος απελευθερώνεται διαρκώς από κάθε “αλήθεια” που δεν θα συνιστούσε ο ίδιος ως τέτοιος, από οποιαδήποτε “έτοιμη” αλήθεια, που δόθηκε εκ των προτέρων ή κληροδοτήθηκε». Η άσκηση αυτού του αυτόνομου Λόγου μπορεί να θεωρηθεί καλός ορισμός του σύγχρονου σχετικισμού. Είναι ενδιαφέρον ότι μπορούμε να ανακαλύψουμε τα νήματα που τον συνδέουν με τον αρχαίο σχετικισμό. Όπως γράφει περαιτέρω ο M. Conche: «Σύμφωνα με τον Πύρρο, έχουμε καθαρό φαίνεσθαι, προφανώς απύθμενο. Σύμφωνα με τον φαινομεναλιστικό σκεπτικισμό, έχουμε το φαίνεσθαι σε φόντο της άγνωστης ύπαρξης, με τον (μη Πυρρωνικό) διαχωρισμό φαίνεσθαι και ύπαρξης. Σύμφωνα με τον Montaigne, έχουμε το φαινομενικά απύθμενο καθαρό φαίνεσθαι. Ο Montaigne είναι λοιπόν πιο κοντά στον Πύρρωνα παρά στον Σέξτο. » Σημαντική είναι η αναφορά που γίνεται εδώ από τον Montaigne στον Πύρρο, έναν απομονωμένο φιλόσοφο της ελληνικής αρχαιότητας που συνέστησε «την αναστολή της κρίσης». Ο Montaigne ανήκε στην κατηγορία των ριζοσπαστών σχετικιστών, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να προσχωρήσει στην καθολική θρησκεία. Στα Δοκίμια, το μεγάλο κεφάλαιο με τίτλο Apologie de Raymond Sebond (II, 12) συνδυάζει τον Πυρρωνικό σκεπτικισμό του Montaigne με μια ευλάβεια, η οποία φτάνει μέχρι την προσκόλληση, προς την Αποκάλυψη, όπως αυτή μεταδίδεται από την παραδοσιακή θρησκεία.

3. Ο Νίτσε και ο σχετικισμός

     Αν αναλογιστούμε την πολιτιστική ιστορία της Δύσης, μπορούμε να πούμε ότι ο 18ος αιώνας σημαδεύτηκε από την καρτεσιανή ελπίδα ενός θριάμβου της ανθρωπότητας μέσω της εξημέρωσης της φύσης, ενώ ο 19ος αιώνας χωρίστηκε μεταξύ της πίστης στην ανθρώπινη πρόοδο, που υπηρετούσε η βιομηχανική ανάπτυξη, και της επιστροφής στις παραδοσιακές πεποιθήσεις, για τις οποίες η μαρτυρία του Πασκάλ φάνηκε να είναι μια πολύτιμη αναμετάδοση. Στα τέλη του 19ου αιώνα, αυτή η διπλή αναφορά φαινόταν να αμφισβητείται. Από τη μια πλευρά, η επιστήμη θεωρείται ότι κάνει σίγουρα τη ζωή ευκολότερη, αλλά χωρίς να προσφέρει ένα νέο όραμα για τον κόσμο. Από την άλλη, η θρησκεία φαίνεται να εξορίζεται από τον πολιτισμό και να βασίζεται, για να υποστηρίξει το μήνυμά της, στον ρεαλισμό, που θεωρείται ανυπόφορος, του Πλάτωνα ή του Αριστοτέλη. Ο Νίτσε σχετίζεται ουσιωδώς με τη συμβολή αυτής της διπλής άρνησης. Στους ανεπίκαιρους στοχασμούς του (1873-1876) βρίσκουμε ένα είδος μανιφέστου του νέου σχετικισμού, που είναι περισσότερο μια στάση εξέγερσης παρά αποδοχής. Ο πρώτος στοχασμός επιτίθεται στη φιλελεύθερη προτεσταντική θεολογία, η οποία, στον απόηχο του Γερμανού θεολόγου David Strauss, κάνει τη συμμαχία της ιστορικής επιστήμης και των παραδοσιακών ιστοριών μια νέα θρησκεία. Ο δεύτερος καταγγέλλει «την ιστορική αίσθηση», για την οποία ο αιώνας είναι τόσο περήφανος, ενώ αυτή η λατρεία της ιστορίας είναι μόνο το σύμπτωμα της παρακμής. Ο τρίτος επαινεί τον Σοπενχάουερ, του οποίου  διατηρεί την «αντιμοντέρνα» στάση, αλλά από τον οποίο ο Νίτσε αργότερα  απομακρύνθηκε. Ο τέταρτος επιβεβαιώνει τον θαυμασμό που είχε νιώσει ο Νίτσε για τη μουσική του Βάγκνερ, του νέου Διόνυσου, αλλά και από εδώ ο φιλόσοφος αργότερα απομακρύνθηκε. Σίγουρα δεν είναι εύκολο να βρει κανείς στον Νίτσε τις γραμμές ενός συνεκτικού σχετικισμού, καθώς ο σχετικισμός επιβάλλει στους περισσότερους εκπροσώπους του ένα είδος μέτρου, που απουσιάζει εντελώς από τη ιδιοφυΐα του Νίτσε. Ωστόσο, βρίσκουμε στο Ανθρώπινο-πολύ Ανθρώπινο, τη Ροδαυγή και τη Χαρούμενη Επιστήμη μια κριτική της ιδέας της αλήθειας, την οποία οι παλαιότεροι σχετικιστές δεν είχαν την ευκαιρία να αναπτύξουν, γιατί ισχυρίζονταν ότι έχουν απαλλάξει τον πολιτισμό από την αρχαία μεταφυσική: δεν αντιλαμβάνονται, παρατηρεί ο Νίτσε, ότι έχουν δανειστεί από αυτήν την ιδέα της απόλυτης αλήθειας, για την οποία δεν σταματούν να μας ζαλίζουν στο όνομα της επιστήμης: «Η πίστη μας στην επιστήμη στηρίζεται σε μια μεταφυσική πίστη», λέει ο φιλόσοφος στη Χαρούμενη Επιστήμη. Στον ορισμό που δίνει ο Νίτσε για τον άνθρωπο μπορούμε να διακρίνουμε μια ανάμνηση του Πρωταγόρα.