Σάββατο 25 Μαΐου 2024

Η Φιλοσοφία των Κυνικών: Διογένης ο Σινωπεύς (2)


 

               Διογένης:               

ο κυνικός φιλόσοφος

 §1. Για τη βιογραφία του μέγιστου κυνικού φιλοσόφου, του Διογένη, κύρια πηγή είναι το έκτο βιβλίο του έργου του Διογένη του Λαέρτιου: Βίοι Φιλοσόφων. Τα στοιχεία αυτών των φιλοσοφικών βίων είναι τόσο αναμεμειγμένα μεταξύ ιστορικής αλήθειας και θρύλου, που δεν μπορεί κανείς να τα διαχωρίσει. Ωστόσο αυτό το έργο του Διογένη του Λαέρτιου είναι το μόνο σωζόμενο κείμενο από την αρχαιότητα για την ιστορία της φιλοσοφίας και γι’ αυτό έχει ανεκτίμητη αξία, ανεξάρτητα από τη μείξη αξιόπιστης γνώσης και καθαρής κατασκευής. Οι πληροφορίες, που μας δίνει για τη ζωή και το έργο του Διογένη, μπορεί να έχουν, ως επί το πλείστον, τη μορφή ανέκδοτου, αλλά άλλες μας αποκαλύπτουν έναν ιστορικό πυρήνα και άλλες μοιάζουν για περισσότερο αυθεντικές. Γενικώς ειπείν, το γεγονός ότι καθετί σχετικό με τον βίο και το έργο του Διογένη έχει διασωθεί ανεκδοτολογικά δεν μειώνει το φιλοσοφικό περιεχόμενο της γενικής δραστηριότητας του εν λόγω Κυνικού. Τέτοιες παραδόσεις σχετικά με τη γνώση, διάφοροι μεταγενέστεροι φιλόσοφοι τις αντιμετώπισαν με το πνεύμα της δικής τους φιλοσοφίας. Έτσι, για παράδειγμα, ο κορυφαίος διαλεκτικός φιλόσοφος της νεότερης εποχής, ο Χέγκελ, τις θεωρούσε ως μη έχουσες μεγάλη γνωστική αξία, ως απλές αφηγήσεις, χωρίς κάποια συστηματική μέθοδο. Απεναντίας, ο Νίτσε είχε υψηλά τις ανέκδοτες αφηγήσεις του Διογένη του Λαέρτιου, εκτιμώντας πολύ και τον ίδιο. Θεωρούσε πως κάθε ανέκδοτη φύση ήταν πολύ διαφωτιστική για τις εν λόγω αφηγήσεις.

§2. Ο Διογένης από τη Σινώπη (περ. 412/403-324/21), σύμφωνα με την παραδοσιακή φιλοσοφική-ιστορική γενεαλογία, ήταν μαθητής του Αντισθένη – ο οποίος με τη σειρά του ήταν μαθητής του Σωκράτη– και θεωρείται ο κατ’ εξοχήν ιδρυτής του Κυνισμού. Είναι ο κύων, ο «σκύλος», που επιδιώκει ριζικά να αφήσει πίσω του τις μετασωκρατικές συζητήσεις για τις έννοιες: φύσις και νόμος, φύσις και δόξα,[=γνώμη],  φυσικότητα και κοινωνικοί κανόνες, εκφράζοντας την εγκυρότητα του νόμου και της δόξας με αποφθέγματα και πράξεις και δυσφημώντας τελικά την αναμφισβήτητα αποδεκτή θετικότητα του νόμου και των εθίμων. Στα πρώτα χρόνια της ζωής του γνώρισε την πολιτική, οικονομική και ηθική κατάρρευση της Αθήνας ως αποτέλεσμα της ήττας στον Πελοποννησιακό Πόλεμο. Στην περιφέρεια του ελληνικού κόσμου οι επιπτώσεις αυτού του πολιτικού σεισμού θα έχουν γίνει ελαφρά αισθητές. Δεν γνωρίζουμε τίποτα για την παιδική του ηλικία, τη νεότητά του και την πρώιμη ανδρική ηλικία του. Ξέρουμε μόνο ότι ήταν γιος τραπεζίτη, που κατηγορήθηκε για πλαστογραφία νομισμάτων. Ο ίδιος άφησε πίσω του την πατρίδα του, τη Σινώπη και ήρθε στην Αθήνα, όπου συνδέθηκε με τον Αντισθένη. Από μια γενική άποψη,  όφειλε τη φιλοσοφική του εμπειρία αφύπνισης σε ένα ποντίκι. Αυτό του δίδαξε ότι η ανεξαρτησία από τα είδη πολυτελείας κάνει κάποιον να απαλλαγεί από το φόβο: όταν είδε ένα ποντίκι να τρέχει πέρα ​​δώθε () που ούτε έψαχνε για κρεβάτι, ούτε φοβόταν το σκοτάδι ούτε ανυπομονούσε για υποτιθέμενες γαστρονομικές απολαύσεις, αυτό τον έκανε να ανακαλύπτει  μια διέξοδο από την εκάστοτε δύσκολη κατάσταση ή θέση.

§3. Ο Διογένης, όπως και οι άλλοι κυνικοί φιλόσοφοι, εξύψωσε την απλότητα, τον αυτάρκη βίο, σε ύψιστη αρετή. Είχε επιλέξει το πιθάρι σε δημόσιο χώρο ως κατοικία του· όσο για τις σκέψεις και τη ζωή του τις συνέδεε πλήρως με τις σκηνές και τις χειρονομίες, μέσω των οποίων αποστασιοποιείται από την παράδοση και στέκεται ειρωνικά στη σχέση του με την κοινωνία. Κατά τη διάρκεια ενός θαλάσσιου ταξιδιού, έπεσε στα χέρια πειρατών, που τον πούλησαν σε έναν πλούσιο Κορίνθιο ονόματι Ξενιάδη, στο σπίτι του οποίου έμενε ως δάσκαλος των παιδιών του, μέχρι που πέθανε. Τελικά, είναι ο μόνος που μπορεί να νικήσει τον Μέγα Αλέξανδρο, καθώς στον ασκητικό τρόπο της ζωής του είναι κύριος των ορμών και των επιθυμιών του και όχι δούλος, όπως ο Αλέξανδρος. Σύμφωνα με το μύθο, λέγεται ότι πέθανε την ίδια μέρα με τον Αλέξανδρο. Η γενική κατάσταση διαβίωσής του αντανακλά ακριβώς την κοινωνική του θέση: ήταν μια αποκλειστικά για τον εαυτό του ατομικότητα και συγχρόνως ένα καθ’ ολοκληρίαν δημόσιο πρόσωπο. Τούτα σημαίνουν πως ζούσε μόνος του, αλλά παράλληλα ήταν προσιτός σε όλους τους άλλους στο κέντρο της πόλεως. Αυτό που διακρίνει την προκλητική, συχνά συγκλονιστική και γενικά παράδοξη «διδασκαλία» του Διογένη δεν είναι το περιεχόμενό της, το οποίο είναι δύσκολο να κατανοηθεί εννοιολογικά, αλλά η συμπεριφορά και οι πράξεις του Κυνικού, που αποδείχτηκαν ικανές να καθιερώσουν μια διαρκή παράδοση κυνικών τρόπων ζωής μέχρι και τον έκτο αιώνα μ.Χ. Είναι η υπέρβαση του κοινωνικά καθορισμένου –το οποίο φυσικά θεωρείται αυστηρός κανόνας– η χειρονομία παραβίασης των ταμπού, και όχι λιγότερο η αφόρητη αλαζονεία όσων ζουν σε εθελοντική φτώχεια και προκλητική απόσταση από τα κοινωνικά έθιμα.

§4. Ο Κυνικός παριστάνει τον αληθινά ελεύθερο, αυτάρκη και χαρούμενο, ενώ ικανοποιεί την πείνα, τη δίψα και το σεξουαλικό του ένστικτο σαν σκύλος σε ανοιχτή αγορά. Για το λόγο αυτό, ο όρος Κυνισμός δεν προέρχεται, όπως αναφέρει ο Διογένης ο Λαέρτιος, από το «Κυνόσαργες», τον τόπο, όπου λέγεται ότι δίδαξε ο Αντισθένης, δηλαδή από μια «φιλοσοφική σχολή», αλλά ασφαλώς από τον «κύνα», δηλαδή τον «σκύλο», εμβληματικό μοντέλο του Κυνικού Διογένη, κάτω από το οποίο δεν πρέπει να φανταστεί κανείς το περιποιημένο κατοικίδιο, αλλά τον σκύλο που περιφέρεται στους δημόσιους χώρους και ξαπλώνει νωχελικά στην πλατεία του μεσογειακού χωριού. Έτσι ο Κυνισμός, ως ονομασία, καθιερώνεται ουσιαστικά από και με τον Διογένη και όχι από τον δάσκαλό του, τον Αντισθένη. Οι οπαδοί του τελευταίου δεν ονομάζονται Κυνικοί, κατά τον Αριστοτέλη, αλλά Αντισθένειοι (Μετά τα Φυσικά H1043b24). Τούτο βέβαια δεν αίρει το γεγονός ότι η κυνική φιλοσοφία αρχίζει με τον Αντισθένη. Απόλυτα συμβατό ή συνεπές με όλη αυτή την εικόνα του «κυνός» είναι το γεγονός ότι δεν έχει διασωθεί τίποτα γραπτώς για τον φιλοσοφικό Διογένη, ότι - εκτός από ένα απόσπασμα του Θεόφραστου - καμιά σύγχρονη παράδοση δεν μας δίνει σαφείς μαρτυρίες για το έργο του, για τις φιλοσοφικές του πράξεις, για την ιστορική του διαδρομή· όσα μας είναι γνωστά, έχουν σε μεγάλο βαθμό ανεκδοτολογικό χαρακτήρα, όχι όμως χωρίς έντονο συμβολισμό για τις διάφορες στάσεις ζωής, που συνάπτονται με την τραγικότητα της μιας ή της άλλης εποχής.

§5. Γι’ αυτό και στην περίπτωση του Διογένη, ο Κυνισμός είναι περισσότερο τρόπος ζωής και «κίνημα» παρά «σχολή». Αρχίζει να γίνεται ιστορικά απτός μόνο στη γενιά μετά τον Διογένη, για παράδειγμα στις μορφές του Κράτη του Θηβαίου, του Ονησίκριτου, του Μόνιμου από τις Συρακούσες, της Ιππαρχίας κ.λπ. Παρά την εν λόγω έλλειψη ιστορικά επιβεβαιωμένων και αυθεντικών στοιχείων για τον Διογένη, η ασυμβίβαστη φύση της κριτικής, η ριζοσπαστική πολιτισμική-κριτική προσέγγιση και κυρίως ο ανθρωπολογικός του τύπος είναι τα πιο ξεκάθαρα, από όλους τους Κυνικούς, χαρακτηριστικά της φιλοσοφίας του. Εδώ, πολύ πριν από τη φιλοσοφική επιτήδευση και την ύστερη αρχαία εξιδανίκευση στον στωικά εμπνευσμένο κυνισμό του Επίκτητου ή του Ιουλιανού, η σύνδεση μεταξύ αυτάρκειας, απάρνησης και ευτυχίας συνδέεται θεμελιωδώς με την πρακτική της εκούσιας φτώχειας και με το αξίωμα της «φυσικότητας», που δεν είναι έννοια, αλλά πρέπει να νοείται ως γεγονός της ζωής, αλλά ταυτόχρονα πάντα ως διαλεκτική σκηνοθεσία. Ο Διογένης, και ο Κυνικός γενικότερα, είναι ένας ανατροπέας όλων των αξιών, περίπου δηλαδή κάτι σαν τον Νίτσε, που μένει στη φύση χωρίς να την εξιδανικεύει: οι απαγορεύσεις δεν είναι παρά κοινωνική αυθαιρεσία, η ηθική είναι μια ανθρώπινη κατασκευή που βασίζεται σε κοινωνικά συμφέροντα, όχι σε αμετάβλητους ιερούς νόμους. Η ανθρωποφαγία και η αιμομιξία δεν είναι καθολικά ταμπού, αλλά μόνο σε κοινωνίες που θεσπίζουν ρητά τέτοιες απαγορεύσεις. Αποκάλεσε τον Οιδίποδα ανόητο, επειδή έβγαλε τα μάτια του για ένα τέτοιο ασήμαντο γεγονός, όπως η αιμομιξία. Αντίθετα θα έπρεπε να είχε νομιμοποιήσει την αιμομιξία στη Θήβα.

§6. Για αυτόν, η σεξουαλικότητα ήταν ουσιαστικά μια ζωώδης ορμή που θα έπρεπε να ικανοποιηθεί αμέσως χωρίς αναστολή ή ψεύτικη ντροπή. Η σεξουαλική επαφή γινόταν επίσης μερικές φορές coram publico στους κυνικούς κύκλους: ο Κράτης π.χ. κοιμόταν με την πιο δημοφιλή Κυνικό, την Ιππαρχία, δημόσια. Η σεξουαλικότητα είναι η φυσική προδιάθεση των ανθρώπων που τους οδηγεί περισσότερο να εξαρτώνται από άλλους ανθρώπους. Αλλά για τον κυνικό Διογένη δεν υπήρχε τίποτα πιο πολύτιμο από την αυτονομία και την αυτάρκεια. Κατά συνέπεια, επέλεξε εκείνο το είδος της ικανοποίησης των αναγκών του που του εξασφάλιζε τη μεγαλύτερη αυτονομία. Απολάμβανε περιστασιακά τις υπηρεσίες διάσημων εταίρων και μάλιστα, όπως λέγεται, δωρεάν. Ο πόθος δεν καταδικάστηκε καθόλου απ’ αυτόν, αλλά δεν επιτρεπόταν να περιορίσει την ελευθερία. Φυσικά, ο Διογένης δεν παντρεύτηκε, ούτε απέκτησε παιδιά. Ο θεσμός του γάμου δεν ήταν συμβατός με τις ιδέες του περί ελευθερίας και αυτάρκειας. Γι' αυτό τάχθηκε υπέρ του δωρεάν και ελεύθερου έρωτα και της κοινής ιδιοκτησίας των παιδιών. Παραμένοντας στην πλευρά της φύσης, του φυσικού Είναι του ανθρώπου, έναντι της πλατωνικής ιδεατότητας του ανθρώπου, αναζητά τον άνθρωπο, δηλαδή την πλατωνική ιδέα του ανθρώπου, δεν τη βρίσκει και λέει ότι βλέπει μόνο ανθρώπους, δηλαδή πραγματικότητες που γίνονται αντιληπτές από τις αισθήσεις. Αυτή η ερμηνεία αντικατόπτριζε την «καθολική διαμάχη» μεταξύ Διογένη και Πλάτωνα: Σε αντίθεση με την πεποίθηση του Πλάτωνα για την υπεροχή των γενικών ιδεών και την ανώτερη πραγματικότητά τους, για τον Διογένη μόνο τα επιμέρους πράγματα είναι πραγματικά: για αυτόν ως νομιναλιστή, οι γενικές έννοιες δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα, αλλά υπάρχουν μόνο στη διάνοιά μας, είναι απλά ονόματα:

Όταν ο Πλάτωνας έκανε διάλεξη για τις Ιδέες του και επινόησε τους όρους «Είναι/Ιδέα του τραπεζιού» και «Είναι/Ιδέα του κυπέλλου», ο Διογένης είπε: «Όσον με αφορά, Πλάτωνα, βλέπω ένα τραπέζι και ένα κύπελλο, αλλά ποτέ δεν βλέπω μια Ιδέα του τραπεζιού και μια του κυπέλλου». Ο Πλάτων απάντησε: «Αυτό είναι εύκολο να το καταλάβεις, γιατί έχεις μάτια, με τα οποία μπορείς να δεις το κύπελλο και το τραπέζι, αλλά δεν έχεις τη διάνοια, τον νου για να  αντιλαμβάνεσαι το «Ιδέα του τραπεζιού και του κυπέλλου».

Στον αφηρημένο ιδεαλισμό του Πλάτωνα ο Διογένης αντιτάσσει τον συγκεκριμένο ρεαλισμό της καθημερινότητας, στην υπέρβαση την ενύπαρξη, στο κεφάλι το στομάχι, στην επιστήμη τη σοφία, στην ανάλυση το γέλιο, στην κατανόηση των εννοιών τη συνοπτικότητα του φιλοσοφικού σημείου, στη θεωρία την πράξη, στον αέρινο ιστό των Ιδεών τη γήινη βαρύτητα των γεγονότων, στο συστηματικό στοιχείο το ανέκδοτο, στο σοβαρό το υπονομευτικό αστείο και την προσποιητή ανοησία.

§7. Ο Διογένης, αν και διακήρυττε την αυτάρκεια, προσπάθησε να προσηλυτίσει τους άλλους με τη δική του εξωφρενική συμπεριφορά (που ξεπερνούσε τις απαιτήσεις της φυσικής ζωής), με άμεση προτροπή, χρησιμοποιώντας όλα τα εφόδια της τρομερής εξυπνάδας και της ρητορικής του ικανότητας και με διάφορα γραπτά έργα. Παρά τις αρχαίες και σύγχρονες αμφιβολίες, είναι βέβαιο ότι ο Διογένης εξέθεσε τις απόψεις του σε ένα έργο του με τίτλο: Πολιτεία (βλ. Διογένης Λαέρτιος: βιβλίο VI 72 και Φιλόδημος: Περί των Στωικών) και αρκετές τραγωδίες. Σε κάθε περίπτωση, η αυθεντικότητα των έργων του φιλοσόφου αμφισβητήθηκε από τον Σωσικράτη τον Ρόδιο, ο οποίος αποδίδει τις τραγωδίες στον Φιλίσκο από την Αίγινα, μαθητή του Διογένη, και από τον Σάτυρο (Διογένης Λαέρτιος, VI, 80). Ο Favorinus (Διογένης Λαέρτιος, VI 73), με τη σειρά του, αποδίδει αυτές τις τραγωδίες στον Πασιφώντα (από την Ερέτρια;). Ο Φιλόδημος, στο Περί των Στωικών του, εξηγεί ότι ορισμένοι Στωικοί (μπορεί κανείς να σκεφτεί τον Πανέτιο, τον Σωσικράτη ή άτομα γύρω από τον Πανέτιο) έκαναν τα πάντα για να δείξουν ότι η Πολιτεία δεν είναι έργο του Διογένη, ενώ ο Κλεάνθης και ο Χρύσιππος αναφέρουν στα έργα τους ότι στην πραγματικότητα γράφτηκε από αυτόν. Οι τραγωδίες, που αποδίδονται στον Διογένη, πραγματεύονται τους μεγάλους ελληνικούς μύθους και περιλαμβάνουν την Ελένη, τον Θυέστη, τον Ηρακλή, τον Αχιλλέα, τη Μήδεια, τον Χρύσιππο, γιο του Πέλοπα και τον Οιδίποδα. Ο κυνισμός του Διογένη χαρακτηρίζεται ταυτόχρονα από τρόπο ζωής και από θεωρητικές αρχές. Το πρώτο το γνωρίζουμε μέσα από τα πολυάριθμα ρητά που αποδίδονται στον φιλόσοφο από αρχαίους συγγραφείς, ιδιαίτερα τον Διογένη Λαέρτιο. Οι αρχές του έχουν φτάσει σε εμάς μέσα από μερικά σπάνια αποσπάσματα, τα σημαντικότερα από τα οποία είναι τα αποσπάσματα της Πολιτείας που απαντούν στο ως άνω έργο του Φιλόδημου. Τέτοια γραπτά, σαν την Πολιτεία, διακυβεύουν το ιδανικό της πρακτικής απόδειξης της φιλοσοφικής αλήθειας και της τυπικής απόρριψης της λογοτεχνίας, και δεν συνεπάγονται πραγματική συζήτηση με τους συμβατικούς φιλοσόφους. Ο Διογένης μίλησε π.χ. για τον Πλάτωνα αλλά απέρριψε τη φιλοσοφία του ως παράλογη· η Πολιτεία του, ενώ πρόκειται για μια σοβαρή έκθεση κυνικών θέσεων, παρωδούσε τις «σοβαρές» αξιώσεις των φιλοσόφων.