Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2025

A. Schopenhauer: a priori και a posteriori

 

ARTHUR  SCHOPENHAUER

1788–1860

 

Πώς ορίζονται οι έννοιες-όροι

a priori/a posteriori;

    

     Οι όροι a priori και a posteriori είναι κεντρικοί στη φιλοσοφία του Σοπενχάουερ και δεν μπορούν να οριστούν με μια πρόταση, έξω από το γενικό θεώρημα της φιλοσοφίας του. Ο φιλόσοφος τις χρησιμοποιεί σε συνδυασμό με το γενικό πνεύμα της θεωρίας του για τη γνώση. Τις συναντάμε τόσο στο κύριο έργο του όσο και στις Φιλοσοφικές του Διαλέξεις. Η ουσιαστική χρήση αυτών των όρων-εννοιών από τον Καντ αποτέλεσε μια καλή αφετηρία για να τους χρησιμοποιήσει ο Σοπενχάουερ, στο πλαίσιο της γνωσιοθεωρίας του, στη σχέση τους με την εμπειρία (quam experientiam): a priori [=εκ των προτέρων] σημαίνει πριν και ανεξάρτητα από την εμπειρία και τις προϋποθέσεις της εμπειρίας, ενώ a posteriori [=εκ των υστέρων] σημαίνει μετά και σε εξάρτηση από την εμπειρία και επομένως σε εξάρτηση από τις a priori μορφές της νόησης.

     Μόνο η a priori γνώση έχει αυστηρή αναγκαιότητα και πλήρη καθολική εγκυρότητα. Μια γνώση που βασίζεται στην εμπειρία μπορεί στην καλύτερη περίπτωση να είναι ενδεχόμενη. Κάποια ημέρα, αν και αυτό είναι πολύ απίθανο, όλα μπορεί να φαίνονται διαφορετικά, η γη μπορεί να μην περιστρέφεται πλέον. Η a priori γνώση, από την άλλη πλευρά, διεκδικεί άνευ όρων εγκυρότητα χωρίς αυτό το «ενδεχομένως». Η σύλληψη του a priori είναι στενά συνδεδεμένη με αυτή του υπερβατολογικού. Σύμφωνα με τον Σοπενχάουερ, a priori σημαίνει:

«δεν αποκτάται μέσω της εμπειρίας, επομένως δεν έρχεται σε εμάς απ’ έξω»[1].

     Ο Σοπενχάουερ διαφοροποιείται αισθητά από τον Καντ. Ο Καντ βλέπει δυο τύπους a priori μορφών: αισθητικές εποπτείες (χρόνος και χώρος) και μορφές της νόησης/του νου (κατηγορίες και αρχές), ενώ ο Σοπενχάουερ θεωρεί πως όλες οι a priori μορφές είναι μόνο διανοητικές εποπτείες:

«ο αντικειμενικός κόσμος, όπως τον ξέρουμε, δεν ανήκει στην ουσία των πραγμάτων καθεαυτά, αλλά είναι μια απλή εμφάνισή της, που εξαρτάται από εκείνες τις ίδιες μορφές που βρίσκονται a priori στην ανθρώπινη νόηση/νου (δηλαδή στον εγκέφαλο), και επομένως δεν μπορεί να περιέχει τίποτα παρά μόνο φαινόμενα»[2].

Μεταξύ άλλων, ο Σοπενχάουερ υποστηρίζει πιο ειδικά πως υπάρχουν τρεις καθαρές a priori μορφές της νόησης: ο χρόνος, ο χώρος και η αιτιότητα.

«Η a priori φύση αυτών των μορφών γνώσης, εφόσον μπορεί να βασίζεται μόνο στην υποκειμενική προέλευσή τους, αποκόπτει για πάντα τη γνώση μας για την ουσία των πραγμάτων καθεαυτά και μας περιορίζει σε έναν κόσμο απλών φαινομένων, έτσι ώστε να μην μπορούμε καν να γνωρίζουμε τα πράγματα a priori, πόσο μάλλον a posteriori, πώς μπορεί να είναι καθεαυτά»[3].

Οι a priori μορφές είναι προϋποθέσεις και όροι του κόσμου ως φαινομένου, προκειμένου να γνωρίσουμε την ουσία του κόσμου. Από τις μορφές της νόησης προκύπτει η a priori γνώση[4], μια γνώση μέσω της οποίας εμείς,

«χωρίς καμιά εμπειρία και όμως με εγκυρότητα για κάθε εμπειρία, διαμορφώνουμε και ολοκληρώνουμε τις έννοιές μας»[5].

    Κατά συνέπεια, η «a priori γνώση» και οι «αυτοτελείς μορφές της νόησης» είναι ουσιαστικά συνώνυμα. Ο Σοπενχάουερ έχει την άποψη

«ότι η αρχή του αποχρώντος λόγου είναι η κοινή έκφραση για όλες αυτές τις μορφές του αντικειμένου που γνωρίζουμε/συνειδητοποιούμε a priori, και ότι συνεπώς όλα όσα γνωρίζουμε καθαρά a priori  δεν είναι παρά το περιεχόμενο αυτής της αρχής και όσα απορρέουν από τούτη· και ότι με αυτή εκφράζεται πράγματι ολόκληρη η a priori ορισμένη γνώση μας[6]».

Από εδώ, ο Σοπενχάουερ δημιουργεί τον πίνακα των Praedicabilia a priori. Με την έννοια της a priori γνώσης, η αριθμητική βασίζεται στην καθαρή εποπτεία του χρόνου και η γεωμετρία στην καθαρή εποπτεία του χώρου. Ομοίως, η αιτιότητα είναι το a priori όλων των εμπειρικών εποπτειών, από τις οποίες προκύπτει ότι η ύλη και η αιτιότητα συμπίπτουν.

 

 

 

 



[1] W I, 518.

[2] Ό.π., 499.

[3] Ό.π., 505 κ.εξ.

[4] W II, 39.

[5] Ό.π.

[6] W I, 6.