ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
384–322/21 π.Χ.
ΒΙΟΣ ΚΑΙ
ΕΡΓΟ
Ι. ΒΙΟΣ
§1. Ένα από
τα πιο θεμελιώδη έργα του Αριστοτέλη, τα Μετά τα Φυσικά, αρχίζει ως εξής:
«Πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει. σημεῖον δ' ἡ τῶν αἰσθήσεων ἀγάπησις· καὶ γὰρ χωρὶς τῆς χρείας ἀγαπῶνται δι' αὑτάς, καὶ μάλιστα τῶν ἄλλων ἡ διὰ τῶν ὀμμάτων= Όλοι οι άνθρωποι, εκκινώντας από τη φύση της ουσίας τους, επιθυμούν να γνωρίζουν· απόδειξη γι’ αυτό είναι η χαρακτηριστική αγάπη που έχουμε για τις αισθήσεις· γιατί, ανεξάρτητα από τη χρησιμότητά τους, μας είναι αγαπητές οι ίδιες οι αισθήσεις, και περισσότερο απ’ όλες η αίσθηση της όρασης».
Οι
άνθρωποι επιθυμούν να γνωρίζουν με τη σημασία ότι έχουν έναν έμφυτο πόθο να
θεώνται το είδος, την ιδέα/ουσία των πραγμάτων· να διάγουν τη ζωή τους μέσα
ακριβώς στη θέα αυτού του είδους, αυτής της ιδέας/ουσίας των πραγμάτων. Είναι
ακριβώς αυτή η οπτική αίσθηση, που μας επιτρέπει να διακρίνουμε τα πράγματα μεταξύ
τους, να εισχωρούμε στις διαφορές, στις ιδιότητές τους, να γνωρίζουμε και να
μαθαίνουμε.
Το πιο
πάνω απόσπασμα του Αριστοτέλη, με προεξάρχουσα την πρώτη πρόταση, απελευθερώνει
πολλές σημασίες: πρώτα-πρώτα περιέχει μερικά καίρια σημεία της θεωρίας της
γνώσης του Σταγιρίτη. Παράλληλα και κυρίως αποτελεί μια αναντικατάστατη
συστατική θέση για το ποιος είναι ο Αριστοτέλης. Ποιος είναι τελικά ο
Αριστοτέλης; Είναι ο άνθρωπος που συνδυάζει όλες τις αρετές του αληθινού
στοχαστή: επιθυμεί διακαώς και μοχθεί ακούραστα να γνωρίσει και να μάθει· έτσι
συλλέγει και ταξινομεί, με πολύ μεθοδικό κι ερευνητικό τρόπο, όλα τα εκάστοτε
δεδομένα, συνδυάζει τις αισθήσεις και δη την όραση, αποκτώντας έτσι εμπειρία
των προς έρευνα πραγμάτων, με την οξύνοια του νου του· ένας συνδυασμός που του
επιτρέπει βαθιά και ακριβή θεώρηση του κόσμου και των πραγμάτων. Πράγματι, η
αριστοτελική σκέψη είναι ένα συμπαγές σύστημα που εννοιολογικά περιλαμβάνει ένα
μεγάλο μέρος της πραγματικότητας και το οποίο έχει καθορίσει σε μεγάλο βαθμό
την πορεία της δυτικής φιλοσοφίας και επιστήμης για περισσότερα από δύο
χιλιάδες χρόνια. Καμιά άλλη φιλοσοφία, πλην της Πλατωνικής, δεν είχε τόσο βαθιά
και διαρκή επιρροή. Κατέχει μια ξεχωριστή θέση όχι μόνο στο εύρος της ιστορίας
της φιλοσοφίας, αλλά ακόμη και στον στενό κύκλο των κορυφαίων στοχαστών. Η
ύστερη αρχαιότητα μιλάει για τον «θείο Αριστοτέλη» (Πρόκλος). Για τον Μεσαίωνα
ήταν ο Φιλόσοφος. Ο Λάιμπνιτς λέει επίσης σχετικά με τις βασικές έννοιες της
φυσικής φιλοσοφίας του Αριστοτέλη ότι είναι «ως επί το πλείστον απολύτως
αληθείς».
§2. Ο
Αριστοτέλης γεννήθηκε στα Στάγιρα το 384 π.Χ. Σε ηλικία 17 ετών περίπου
μετοίκησε στην Αθήνα και το 367/6, έγινε δεκτός στην Ακαδημία του Πλάτωνος,
όπου φοίτησε για είκοσι χρόνια μέχρι τον θάνατο του Πλάτωνα (347/348 π.Χ.). Στην
Αθήνα δεν έζησε ως γόνος της αθηναϊκής υψηλής αριστοκρατίας, όπως ο Πλάτων·
επίσης δεν ήταν ούτε καν πολίτης, όπως οι άλλοι γηγενείς Αθηναίοι, αλλά
μέτοικος: ένας ξένος με «άδεια παραμονής» αλλά χωρίς πολιτικά δικαιώματα. Φυσικά,
δεν είναι οποιοσδήποτε τυχαίος κάτοικος της Αθήνας. Ο Αριστοτέλης καταγόταν από
ιατρική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν διακεκριμένος γιατρός, πιθανόν και
θεωρητικός της ιατρικής με τη συγγραφή σχετικών συγγραμμάτων, και χρημάτισε
αυλικός γιατρός του Βασιλιά της Μακεδονίας Αμύντα. Έτσι, ο Αριστοτέλης μεγάλωσε
σε ένα περιβάλλον εξοικειωμένο με τη μελέτη της σωματικής φύσης του ανθρώπου
και είχε όλες τις στοχαστικές προϋποθέσεις για να επισκεφτεί το κέντρο του
ελληνικού πολιτισμού, την Αθήνα, και να σπουδάσει κοντά στον Πλάτωνα. Γρήγορα
ξεχώρισε, ανάμεσα στους σπουδαστές της Ακαδημίας, για τα σπάνια πνευματικά του
χαρίσματα και για την τεράστια πολυμάθειά του. Κι αυτή η ποιοτική του διαφορά
από τος άλλους συσπουδαστές του προδίκαζε τη μετέπειτα εξέλιξή του ως
φιλοσόφου, δεδομένου και του γεγονότος ότι η Ακαδημία δεν ήταν απλώς ένα
δημόσιο ή ιδιωτικό «Γυμνάσιο», αλλά κάτι πολύ περισσότερο. Αποτελούσε το
πνευματικό κέντρο για τους επιστήμονες και τους φιλοσόφους εκείνης της εποχής,
ένας διεθνής τόπος συνάντησης και ένα πρότυπο για την ενότητα της διδασκαλίας
και της έρευνας που σπάνια έχει επιτευχθεί ξανά μέχρι σήμερα.
§3. Κατά τη διάρκεια των είκοσι ετών (367–347) της μαθητείας του στην Ακαδημία, ο Αριστοτέλης δεν έμεινε απλός μαθητής του Πλάτωνα και συμμαθητής με άλλα μέλη της Ακαδημίας, αλλά ανέπτυξε και δικές του θέσεις. Για τη σχέση Πλατωνισμού και Αριστοτελισμού, που άρχισε να διαμορφώνεται ήδη κατ’ αυτή την περίοδο στην Πλατωνική Ακαδημία, δεν είναι σαφώς καθορισμένο ιστορικά, αν ήταν αρμονική ή ανταγωνιστική, γιατί δεν υπάρχουν αποδεδειγμένα τεκμήρια παρά μόνο γνώμες και εικασίες. Το σίγουρο είναι ότι ο Πλάτων αναγνώριζε το μεγαλείο της σκέψης του μαθητή του, καθώς και τις ξεχωριστές του ικανότητες. Τo 347 π.Χ. ανέλαβε τη διεύθυνση τής πλατωνικής Ακαδημίας ο Σπεύσιππος και ο Αριστοτέλης αποχώρησε από την Ακαδημία. Για δυο χρόνια (347-345) μετοικεί στον Αταρνέα. Με τον ηγεμόνα/τύραννο του Αταρνέα και της Άσσου, τον Ερμία, είχε φιλικές σχέσεις από τον καιρό της Ακαδημίας. Εκεί παντρεύτηκε την Πυθιάδα και απέκτησε μαζί της μια κόρη. Ως προκύπτει, η γυναίκα του θα πρέπει να πέθανε αργότερα στην Αθήνα. Μετά απ’ αυτή την απώλεια συνήψε δεσμό με την Ερπυλλίδα, με την οποία απέκτησε έναν γιο, τον Νικόμαχο. Εξου και η ονομασία του μεγάλου έργου του Αριστοτέλη: Ηθικά Νικομάχεια. Το 345-343/2 βρίσκεται στη Μυτιλήνη, στη Λέσβο, όπου συνάντησε τον Θεόφραστο, που καταγόταν από τη Λέσβο, γνώριμό του από την Ακαδημία και διάδοχό του στο Λύκειο. Το 343/342 δέχεται πρόσκληση από τον Φίλιππο, βασιλιά της Μακεδονίας, να γίνει δάσκαλος και παιδαγωγός του Αλέξανδρου, ο οποίος αυτή την περίοδο ήταν 13 ετών. Αν και δεν είναι οριστικά γνωστό τι δίδαξε ο Αριστοτέλης τον Αλέξανδρο και ποιες κατευθύνσεις αγωγής εφάρμοσε, θεωρείται ορισμένως βάσιμο από τους διάφορους ερμηνευτές ότι ξεκίνησε με Όμηρο και ότι προσπαθούσε μέσα από κάθε αντικείμενο διδασκαλίας να τον μάθει να σκέπτεται. Σ’ αυτό εδώ βρίσκεται όλη η πεμπτουσία της Αριστοτελικής εκπαίδευσης και αγωγής του Αλεξάνδρου. Γενικώς αποτιμάται πως η επίδραση αυτής της εκπαίδευσης και αγωγής απέδωσε σημαντικούς καρπούς για τον Αλέξανδρο. Το 335/4, με τον θάνατο του Φιλίππου και την ανάληψη της εξουσίας από τον Αλέξανδρο, ο Αριστοτέλης γυρίζει στην Αθήνα, από την οποία απουσίαζε για δώδεκα συναπτά έτη. Τώρα είναι πενήντα ετών και στην Αθήνα ιδρύει το Λύκειο.
§4. Μέσα στον πλούτο των
αναζητήσεων και ενασχολήσεων του Λυκείου ήταν και η συστηματική προσπάθεια να
συλλέγεται και να ταξινομείται υλικό από όλες τις γνωστές περιοχές της γνώσης.
Αυτό εξάλλου φαίνεται και από τη θεματική ποικιλία των Αριστοτελικών έργων. Αξίζει
εδώ να αναφερθεί ότι τα πιο σημαντικά από τα επιστημονικά του έργα τα έγραψε
κατά τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Επίσης, όταν ανέλαβε την εκπαίδευση και
διαπαιδαγώγηση του Αλέξανδρου, δεν είχε τη φήμη που απέκτησε αργότερα. Στο
Λύκειο ο Αριστοτέλης δίδασκε περπατώντας ανάμεσα στις δενδροστοιχίες του κήπου,
κάτι που έδωσε αφορμή να αποκαλούνται αργότερα οι μαθητές του «περιπατητικοί».
Η μορφή της εκπαίδευσης ήταν διττής υφής: η εξωτερική, δηλαδή η διδασκαλία της ρητορικής, την μπορούσαν να
παρακολουθήσουν όλοι, και η εσωτερική
ή ακροαματική, την οποία μπορούσαν
να παρακολουθήσουν μόνο όσοι διέθεταν μια σχετική προκαταρκτική
εκπαίδευση/παιδεία. Στην εσωτερική διδασκόταν
η φυσική, η μεταφυσική και η διαλεκτική. Στο Λύκειο, ακριβώς όπως και στην
Πλατωνική Ακαδημία, τα μέλη δεν ήταν απλώς μαθητές, αλλά και στενοί φίλοι
μεταξύ τους. Το 323/2, αμέσως δηλαδή μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου, ο
Αριστοτέλης έφυγε από την Αθήνα και πήγε στη Χαλκίδα, τον τόπο καταγωγής της
μητέρας του. Εκεί πέθανε το 322/1 σε ηλικία 63 ετών. Αναγκάστηκε να
εγκαταλείψει την Αθήνα, γιατί οι Αθηναίοι τον θεωρούσαν ευνοούμενο του
Αλέξανδρου, χωρίς να γνωρίζουν ή να λαμβάνουν υπόψη ότι οι σχέσεις του
φιλοσόφου με τον Αλέξανδρο είχαν διαταραχθεί τα τελευταία χρόνια. Τον είχαν
κατηγορήσει για ασέβεια εκεί στην Αθήνα και κινδύνευε να καταδικαστεί σαν τον
Σωκράτη αλλά και τον Αναξαγόρα.
[Συνεχίζεται,
στην επόμενη ανάρτηση, με το έργο του]