Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2025

Hegel: Διαλεκτική του Συγκεκριμένου



 

G. HEGEL

1770–1831

 

Από το Αφηρημένο στο Συγκεκριμένο

 

§1. Συμβαίνει στην καθημερινή μας ζωή να γίνεται συχνά λόγος για το Αφηρημένο και το Συγκεκριμένο. Είναι θεμιτός ένας τέτοιος λόγος, γιατί οι έννοιες του Αφηρημένου και του Συγκεκριμένου αποτελούν συστατικά γνωρίσματα του τρόπου, με τον οποίο εκτυλίσσεται ο κόσμος και ολόκληρη η ανθρώπινη ζωή. Αυτός ο τρόπος, ως τρόπος εξέλιξης του συμπαντικού κόσμου και του ανθρώπινου ατόμου, έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, δηλαδή είναι εγγενώς συνυφασμένος με την ως άνω εξέλιξη. Το ζητούμενο, κατ’ αυτό το πνεύμα, είναι πώς το εκάστοτε ενικό άτομο συλλαμβάνει η κατανοεί αυτόν τον τρόπο σκέψης. Ποιος είναι πιο ειδικά αυτός ο αντικειμενικός τρόπος σκέψης, πέραν οποιασδήποτε υποκειμενικής γνώμης; Είναι η μέθοδος, η διαλεκτική μέθοδος που διέπει τα πάντα. Όταν λοιπόν ο Χέγκελ επιχειρεί να συλλάβει τη σχέση Αφηρημένου-Συγκεκριμένου, τη συλλαμβάνει διαλεκτικά.

§2. Από μια γενική άποψη, κατ’ αρχήν, ως αφηρημένο μπορεί να χαρακτηριστεί μια γενική έννοια ή ένας γενικός όρος που στερείται συγκεκριμένο περιεχόμενο, ήτοι δεν λαμβάνει υπόψη τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά των μεμονωμένων πραγμάτων, καταστάσεων, παραδειγμάτων, εννοιών κ.λπ. Στον Χέγκελ συναντάμε μια ιδιαίτερη σκέψη για το αφηρημένο και το συγκεκριμένο: μια έννοια είναι αφηρημένη, όταν μελετάται χωρίς αναφορά σε άλλες έννοιες: είναι αποκομμένη από άλλα αισθητηριακά στοιχεία ή νοήματα, που την περικλείουν σε συγκεκριμένα όρια και την καθορίζουν. Η αφηρημένη έννοια είναι απομονωμένη στον εαυτό της χωρίς να διανοίγεται στην πολλαπλότητα των όντων και των πραγμάτων. Σε αντίθεση προς αυτό τον χαρακτήρα του αφηρημένου, μια έννοια είναι συγκεκριμένη, όταν έχει απορροφήσει, έχει προσλάβει μέσα της, τις πιο διαφορετικές στιγμές των νοημάτων, που συναντά στο πέρασμά της μέσα από την πολλαπλότητα. Μια αφηρημένη, χωρίς νόημα έννοια δεν πρέπει να συγχέεται με την γενικής/καθολικής υφής τοιαύτη, δηλαδή με την έμπλεη ποικίλων νοημάτων ή εννοημάτων (Gedanken) έννοια, ήτοι με την εννοιολογική ενότητα του Πολλαπλού. Απεναντίας, η συγκεκριμένη έννοια δεν είναι απλώς κάτι το επιμέρους, το μονοσήμαντο, αλλά συνδυάζει μερικό και καθολικό.

§3. Ο Χέγκελ προσδιορίζει τις έννοιες της διάνοιας (Verstand) ή τις αμετάβλητες ως προς τη δομική τους έκ-φραση έννοιες ως αφηρημένες, αφού σε αυτές αγνοείται η αναφορά σε άλλες έννοιες, συμπεριλαμβανομένης της γενετικής-λογικής τους ανάπτυξης. Απεναντίας προσδιορίζει ως συγκεκριμένες τις έννοιες του Λόγου (Vernunft), αφού αυτές συμπλέκονται με άλλες έννοιες και αναπτύσσονται μόνο ως διαλεκτική σχέση. Σύμφωνα με τούτη τη σχέση, για να επιτύχει κανείς μια συγκεκριμένη ταυτότητα του Πράγματος, χρειάζεται η εν λόγω ταυτότητα να διαμεσολαβείται ή να συνάγεται από τη διαφορά. Η διάνοια, που είναι αποκομμένη από τον Λόγο, από τούτη τη διαλεκτική σχέση, εμμένει στον παραδοσιακό νόμο της μορφικής Ταυτότητας: «Το Α είναι Α», ένα πράγμα είναι μόνο αυτό που είναι. Μια τέτοια ταυτότητα όμως είναι αφηρημένη και αν-ούσια, γιατί στερείται την έννοια της διαφοράς. Ο διαλεκτικός Λόγος όμως, που είναι πνεύμα, αρνείται το απλό, θέτοντας έτσι την προσδιορισμένη διαφορά, δηλαδή τη διαφορά που περιέχει μέσα της την άρνησή της ως διαφοράς. Τούτο σημαίνει πως το πνεύμα εκτυλίσσεται ως αυτοπροσδιοριζόμενη σκέψη του ανθρώπου, που θέτει τις εν εξελίξει διαφοροποιημένες της εκδηλώσεις για να τις αναιρέσει στο τέλος, διατηρώντας τες ως ανηρημένες μέσα στην προκύπτουσα συγκεκριμένη, διαλεκτική ταυτότητα ή ενότητα. Για παράδειγμα, η έννοια του ανθρώπου είναι αφηρημένη κατά τη γέννησή του, αλλά με τη συνολική του ανάπτυξη εν χρόνω αρχίζει να ανεβαίνει προς το Συγκεκριμένο μέσα από τις εκάστοτε αυτοδιαφοροποιήσεις του, οι οποίες στο τέλος διατηρούνται ανηρημένες μέσα στην ολοκληρωμένη του ανάπτυξη. Η ανάπτυξη τούτη δεν είναι παρά η διαλεκτική του ενότητα ή ταυτότητα ως ανθρώπου.

§4.Το Συγκεκριμένο είναι έτσι αυτό που δεν είναι στερεότυπο, στατικό, φορμαλιστικό, μονόπλευρο αλλά το κινούμενο πολύπλευρο, όχι μερικό ή ελλιπές, ατελές αλλά περιεκτικό ή ακόμη και πλήρες, εντελές. Τελικά το μόνο αληθινό συγκεκριμένο είναι το Όλο, που περιλαμβάνει ό,τι μπορεί να συλλάβει το πνεύμα: δια-λέγεται με το καθετί. Ως εκ τούτου, το επιμέρους ή μερικό στοιχείο είναι αφηρημένο, εάν απομονώνεται από άλλα επιμέρους στοιχεία, ενώ το καθολικό ή εννοιολογικό στοιχείο είναι συγκεκριμένο, εάν σχετίζεται με άλλα καθολικά ή εννοιολογικά στοιχεία και είναι ενταγμένο, ως τέτοιο στοιχείο, σε ένα οργανικό σύστημα. Ένα τέτοιο στοιχείο ονόμασε ο Χέγκελ συγκεκριμένη έννοια ή συγκεκριμένο Καθολικό. Υπό ένα γενικότερο πνεύμα, ο αφηρημένος χαρακτήρας ενός πράγματος είναι η παρουσίαση που δεν γίνεται με εποπτικές, καθολικές έννοιες, δηλαδή συγκεκριμένα, αλλά με αφηρημένες έννοιες, οι οποίες δεν ανταποκρίνονται σε μια σύμμετρη ή επαρκή αντιπροσωπευτική ιδέα ή παράσταση. Τούτο σημαίνει πως ένα μέρος ενός οργανικού Όλου απομονώνεται νοητικά, ήτοι το σκεπτόμαστε έξω από τις συναρτήσεις του με αυτό το Όλο. Το Συγκεκριμένο, συνεπώς, δεν είναι απλά και μόνο κάτι το αισθητά προ-κείμενο, αλλά η συγκεφαλαίωση όλων των προσδιορισμών του Πράγματος στη διαλεκτικά καταληπτική του Ενότητα. Κατ’ αυτή την ενότητα, το Καθολικό είναι προσδιορισμένο μεν, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε να μην αλλοιώνεται ο καθολικός του χαρακτήρας παρά να αποδεικνύεται ως τέτοιος καθολικός.

§5. Ας τα δούμε λίγο πιο αναλυτικά: όλοι ή σχεδόν όλοι οι άνθρωποι επιθυμούν –και αναλόγως μοχθούν– να αντιμετωπίζουν τα πράγματα της ζωής  με λιγότερο ή περισσότερο συγκεκριμένο τρόπο. Έτσι, στην καθημερινή μας –θεωρητική και πρακτική– συμπεριφορά είμαστε ήδη οικειωμένοι σχετικά με το «συγκεκριμένο» και το «αφηρημένο». «Συγκεκριμένο», ας πούμε, είναι ό,τι συζητάμε εδώ και τώρα ή ό,τι βλέπουμε, ακούμε, γευόμαστε κ.λπ., γενικώς ό,τι προσλαμβάνουμε δια της τρέχουσας κουβέντας και δια των αισθήσεων. Σε ένα παρόμοιο περίπου περιβάλλον της καθημερινής γλώσσας, αίσθησης και σκέψης τοποθετείται και το αφηρημένο. Αυτή η συνηθισμένη χρήση των δύο εννοιών άλλοτε συμπίπτει με ό,τι αποδεικνύει η ίδια η πράξη ως συγκεκριμένο ή αφηρημένο, άλλοτε όχι. Απέναντι στην τρέχουσα αντίληψη για τις εν λόγω έννοιες, η φιλοσοφία ορθώνει τις δικές της διερευνήσεις γύρω από το αφηρημένο και το συγκεκριμένο. Μια πρώτη διερεύνηση μας λέει πως το «αφηρημένο» και το «συγκεκριμένο», ανεξάρτητα από τη φιλοσοφική θεωρία ή κατεύθυνση, αποτελούν δομικά στοιχεία της φιλοσοφικής σύλληψης ως τέτοιας, δηλαδή της βαθύτερης περίσκεψης του ανθρώπου. Μια δεύτερη διαπιστώνει πως το αυθεντικό συγκεκριμένο χωρεί πέρα και πάνω από το κοινώς αποδεκτό ως συγκεκριμένο. Τι έχει να μας πει ο Χέγκελ επ’ αυτού; Από άποψη γενικής αρχής, η φιλοσοφική του γλώσσα οικοδομεί όλα τα νοηματικά και δια-νοηματικά της σύνολα πάνω στα θεμέλια της διαλεκτικής αφηρημένου και συγκεκριμένου. Το συγκεκριμένο, στην εγελιανή του σύλληψη, είναι η έννοια και όχι το αισθητό, όχι το κατ’ αίσθηση, το άμεσα δεδομένο, το εύρημα της αισθητηριακής εμπειρίας.

§6. Η κοινή αντίληψη θεωρεί ως συγκεκριμένο ό,τι μας δίνουν οι αισθήσεις. Αυτό το «συγκεκριμένο», ο Χέγκελ το ονομάζει κατ’ αίσθηση συγκεκριμένο και το κατατάσσει στην κατηγορία του αφηρημένου. Ως τέτοιο, το διαχωρίζει ρητά από το εννοιολογικό συγκεκριμένο. Το πρώτο ανήκει στην παράσταση, στην εποπτεία, δηλαδή στην υπολογιστική σκέψη που εργάζεται μόνο με εξωτερικές παραστάσεις και εικόνες, με εν-τυπώσεις, με γνώμες χωρίς προ-οπτική, με στατιστικές και λογιστικές εμμονές, με σιδερόφρακτες επινοήσεις σκοπιμότητας· όχι όμως και με την έννοια. Είναι συνεπώς μονοσήμαντο: η υπολογιστική σκέψη δηλαδή, ή, πράγμα που είναι το ίδιο, η κοινή συνείδηση, μένει καθηλωμένη στην πετρώδη συγκόλλησή της στο εξωτερικό, στο φαινομενικό, στη μια όψη ή πτυχή του πράγματος, αδυνατώντας να συλλάβει και τις απειράριθμες άλλες αθέατες πλευρές του. Το κατ’ αίσθηση συγκεκριμένο, ή το αφηρημένο εν γένει, είναι ένα κίβδηλο, εν πολλοίς, συγκεκριμένο, γιατί μένει στην επιφάνεια του πράγματος, δίνει λόγο μόνο για τη φαινομενικότητά του,  άρα για την κατ’ επίφαση και όχι για την αληθινή του ουσία. Για παράδειγμα, ένας κρατικός οικονομολόγος-αξιωματούχος αντιμετωπίζει την οικονομική κρίση μόνο με αριθμούς και αλγόριθμους –που εδώ απηχούν το κατ’ αίσθηση συγκεκριμένο, δηλαδή ένα χωρίς καθορισμένο περιεχόμενο αφηρημένο– και όχι υπό το πνεύμα της συστημικής κρίσης, που απηχεί την εννοιολογική μορφή του συγκεκριμένου. Ένας τέτοιος αξιωματούχος καθοδηγείται από ανεστραμμένη λογική και η οικονομική του πολιτική είναι απολύτως καταστροφική, ακόμη και αν η εφαρμογή της διανθίζεται από καταγγελτικές φλυαρίες ενάντια στο σύστημα. Το συγκεκριμένο, στην περίπτωση τούτη, λειτουργεί ως ένα αθροιστικό-ποσοτικό σύνολο μεγεθών, που δεν επιφέρει καμιά ποιοτικά ριζική αλλαγή στην κοινωνία και τους πολίτες.

§7. Γενικώς ειπείν, το κατ’ αίσθηση συγκεκριμένο, δηλαδή το κενό αφηρημένο, ευδοκιμεί γενικώς στην περιοχή του κοινού νου, και πιο ειδικά σε κομματικούς, θεσμικούς, πολιτικούς, συντεχνιακούς, μαζικο-πολιτισμικούς χώρους, όπου η κοινή συνείδηση πασχίζει να γεμίζει με εξουσιαστικά οφέλη το άδειο και γι’ αυτό απραγματοποίητο Εγώ της. Αυτή λειτουργεί χωριστικά: ο εαυτός και ο άλλος ή το άλλο· έξω δηλαδή από κάθε εσωτερική επικοινωνία και σχέση. Το συγκεκριμένο απεναντίας, με καθορισμένο περιεχόμενο και υπό τη νοητική του μορφή,  ανήκει στην κατανοητική σκέψη, δηλαδή στη σκέψη που συνδυάζει την εμπειρία και το έλλογο στοιχείο, την ιδέα και την άμεση πραγματικότητα του πράγματος, τη σφαιρική του σύλληψη και τη βαθύτερη κατανόησή του. Ο συνδυασμός αυτός είναι η καθολική, αυτο-προσδιοριζόμενη  σχέση του εαυτού και του άλλου του και φέρει το όνομα: ο Λόγος (Ηράκλειτος), η Έννοια, η Ιδέα.  Από την άποψη της καθολικής σχέσης, ή της καθολικότητας με έργο και λόγο, η έννοια είναι το απόλυτα συγκεκριμένο· δηλαδή είναι η αρνητική ενότητα του εαυτού, εντός της οποίας ο τελευταίος δεν αποκλείει το άλλο ως εχθρικό και ξένο προς αυτόν, αλλά το αντιμετωπίζει ως το (απροσδιόριστο ή λιγότερο προσδιορισμένο) άλλο του και ως τέτοιο το αρνείται διαλεκτικά, δηλαδή το ανασυγκροτεί, το μετασχηματίζει μετασχηματιζόμενος και ο ίδιος. Τότε συμβαίνει πραγματική αλλαγή τόσο στην ατομικότητα όσο και στην κοινωνία και πολιτεία των ανθρώπων: προκύπτει μια κοινότητα των ανθρώπων, όπου κυριαρχεί εσωτερική ανταπόκριση, συν-εν-νόηση, αρμονία ανάμεσα στη σκεπτόμενη υποκειμενικότητα/αυτοκαθοριζόμενη ατομικότητα και την ενεργό πραγματικότητα. Η ισότητα έτσι δεν εκχωρείται πλέον ως «δωρεά» έξωθεν από κάποιον επίγειο εντεταλμένο «θεό» της μιας ή της άλλης συνωμοτικής πολιτικής ομάδας ή ποικίλων ανίκανων αξιωματούχων σε όλα τα επίπεδα, αλλά εγκαθίσταται στη ζωή μας ως άρνηση της άρνησης: δηλ. ως κυριαρχία της καταφατικής ενότητας που συνδυάζει τη σωματική και πνευματική εργασία ελεύθερων συνειδήσεων.  Η κυριαρχία αυτή, με όρους του Χέγκελ, είναι η πανταχού παρούσα δύναμη, ισχύς, εξ-ουσία του Λόγου. Όπου είναι παρούσα μια τέτοια εξ-ουσία [=ως αποκάλυψη και όχι ως συγκάλυψη της Ουσίας], ο άνθρωπος είναι ο καθολικός, ολοκληρωμένος άνθρωπος, που πρωταγωνιστεί μέσα στον κόσμο ως δημιουργός, ως ποιητικός νους (με την ευρύτερη έννοια), όχι ως καταστροφέας, ως μηδενιστής, ως υβριστής και συκοφάντης, όπως συμβαίνει συνήθως στη σφαίρα της πολιτικής, της ακαδημαϊκής αλλοτρίωσης, της ωφελιμιστικής «συλλογικότητας» κ.λπ.