ΠΡΟΣ ΜΙΑ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΤΗΣ ΑΝΕΣΤΙΟΤΗΤΑΣ
[Με αφορμή το βιβλίο του Στ. Ροζάνη: Προβλήματα Ερμηνευτικής. Εκδ. Σάκκουλα Αθήνα 2010]
Δημήτρη Τζωρτζόπουλου
Στη νεοελληνική μας πολιτεία, όπου το ανθρωπίνως υπάρχειν έχει καταστεί απαγορευμένος καρπός και η γενικευμένη ασυνταξία καθιδρύεται ως πρότυπο μεταμοντέρνας ζωής, τίθεται με οξύτητα η ανάγκη μιας γραμματικής της σκεπτόμενης δράσης που να αποτελεί το μεθοριακό φυλάκιο της πολιτικής μας συνείδησης και να ορθώνεται ως το αντίπαλο δέος της «ακαδημαϊκής αδράνειας» (Heidegger), ήτοι της εκκωφαντικής ημιμάθειας αργόσχολων διανοουμένων. Τι σημαίνει όμως «να αποτελεί μεθοριακό φυλάκιο …»; Σημαίνει να καταθέτει εκείνη την ερμηνευτική δωρεά που αποτρέπει την έκπτωση του ανθρώπου σε μαζάνθρωπο και συναφώς τον προτρέπει σε μια διαυγή γνωριμία με το πηγαίο πολιτικό και κοινωνικό του Είναι. Πρόκειται για τη γνωριμία που δεν εξυψώνει σε αρετή του κόσμου τη μονωδία του εργαλειακού λόγου ούτε συνθλίβει την ανθρώπινη ύπαρξη μέσα στη σιδερόφρακτη «Λογική» της καλπάζουσας τεχνικοποίησης των πάντων, αλλά ερμηνεύει το μοιραίο και μας προφυλάσσει από την παλίρροια της απύθμενης κενολογίας των ως άνω διανοουμένων. Εάν η επικράτηση της τεχνοεπιστήμης, κυρίως μετά την ιδεολογική της οριστικοποίηση από τον Διαφωτισμό και εντεύθεν, συνδέθηκε με την αποδόμηση των ανορθολογικών αυταπατών στον πνευματικο-πολιτισμικό χώρο του ανθρώπου, αντιστρόφως ανάλογα προώθησε και την καθίδρυση των πιο αλλόκοτων πραγματικοτήτων, εισάγοντας τον ανορθολογισμό από το παράθυρο.
Η γραμματική της σκεπτόμενης σκέψης, που μας υπόσχεται ο Στ. Ροζάνης με το παρόν βιβλίο του, χωρεί πάνω από «την εικόνα που ταυτίζει την κουλτούρα με τη μαζική κουλτούρα» (σ. 17) και ως άλλος άναξ του μαντείου των Δελφών «δεν λέγει ούτε κρύπτει αλλά δείχνει με σήματα» (Ηράκλειτος), δηλαδή απευθύνει δια-νοήματα για το πώς μπορεί η ανθρώπινη ύπαρξη να οικεί τον κόσμο, ήτοι να οικειώνεται με τον περί-κοσμο και να μην περιπίπτει στην ανοικειότητα ή άλλως ανεστιότητα. Εάν ισχύει η ρήση του Heidegger ότι το σοβαρότερο πρόβλημα του σημερινού ανθρώπου –σοβαρότερο και από έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο– δεν είναι η ανεστιότητα ως τέτοια, αλλά το πώς σκέπτεται τούτη την ανεστιότητα, προκειμένου να πάψει να είναι η πιο άθλια συνθήκη του, τότε αξίζει να αποπειράται κανείς τον ωραίο φιλοσοφικό διάπλου, μέσα από τις σελίδες του παρόντος βιβλίου, και να συλ-λέγει ό,τι τούτο μας λέγει. Τι μας λέγει; Πρωτίστως, πως, αν θέλουμε να βρούμε τις πηγές της υπαρκτικής μας εξέγερσης ενάντια στο άξενο, το αν-έστιο, το ψυχρό, πρέπει να τις αναζητήσουμε στη συναρπαστική σκέψη της εξορίας (σ.11-15), με άλλα λόγια στη σκέψη που μας συν-αρπάζει με την αρκτική σημασία της λέξης, δηλαδή μας αποσπά από την τυχαία εύρεσή μας στον κόσμο και μας προσφέρει μόνιμη [=αδιάψευστη] κατοικία στην εξ-ορία, ήτοι σε «έναν τόπο πέρα από τον τόπο» (σ. 11), στον ου-τόπο μας, στον έξω από όρια και όρους τόπο και χρόνο μας: στην εκ-τροπή του παροντικού μας Είναι «μέσα στον χρόνο και μέσα στον τόπο» (σ. 12).
Στη συνάφεια τούτη, μας λέγει, κατά δεύτερον πως, αν έχει νόημα να σκεπτόμαστε την έκπτωση της ανθρώπινης ύπαρξης σε ανεστιότητα, τότε αξίζει να τη σκεπτόμαστε με το χαϊντεγκεριανό νόημα της υπαρξιακής κατηγορίας και παράλληλα με το γενικότερο νόημα της αλλοτρίωσης του σύγχρονου ανθρώπου, η άρση της οποίας διέρχεται μέσα από το παρατηρητήριο της εξόριστης σκέψης. Αυτό εδώ είναι που μας χορηγεί τη δυνατότητα να αντικρίζουμε τον εαυτό μας μέσω του άλλου και να χαράσσουμε εν τέλει τις «κατευθύνουσες ου-τοπίες» (σ. 13) όχι απλώς ως ερμηνευτικά σημεία, αλλά κυριολεκτικά ως οδοδείκτες που γίνονται βιώματα της ύπαρξής μας και την διανοίγουν σε ανώτερα στάδια πολιτισμού. Με εγελιανή ορολογία, οι εν λόγω οδοδείκτες παραπέμπουν στη διαλεκτική συνέχειας και ασυνέχειας ή με τη μεταφορική γλώσσα της Φαινομενολογίας του πνεύματος μετουσιώνουν το ταξίδι του Οδυσσέα, ο οποίος «πολλών ανθρώπων είδεν άστεα και νόον έγνω» και δεν περιπλανήθηκε άσκοπα στον κόσμο σαν ένας ελαφρόγνωμος τουρίστας. Απ’ αυτή την άποψη, το ως άνω παρατηρητήριο της σκέψης αποτελεί τη νοητή γραμμή που δομεί το όλον των θεματικών ενοτήτων του βιβλίου και συγχρόνως συγκροτεί μια κοιτίδα φιλοσοφικής προαίσθησης, ασύμβατης με τον αστικό ωφελιμισμό και τους εξουσιαστικούς του μηχανισμούς.
Εξ αυτής και δι’ αυτής της προαίσθησης, ο εξόριστος συγγραφέας με συνεπιβάτη τον εξόριστο αναγνώστη υπερβαίνει διαλεκτικά τους συμβιβασμούς με τις «ναρκισιστικές κοινωνίες» (σ. 17), με τις πολυπλόκαμες πολιτικές ομφαλοσκοπήσεις, με ανέξοδα πυροτεχνήματα της μαζικής κουλτούρας ή με απατηλές εκφάνσεις της εικονικής πραγματικότητας (σ. 28-30). Παρ’ όλα ταύτα, ως εξόριστος ή εξόριστη σκέψη, δεν αρκείται στην πράξη της εξορίας του. Προχωρεί να συναντήσει τις ρίζες της δημιουργικής σκέψης, της δημιουργικής ποίησης, γι’ αυτό και δεν αφήνει περιθώρια να ρίχνονται στην πυρά μεγάλοι διανοητές σαν τον Μαρξ, τον Μπλοχ, τον Σαρτρ, τον Μπένγιαμιν κ.α. αλλά αποτολμά το μεγάλο φιλοσοφικό ταξίδι μέσα από αυτούς: ξανασκέφτεται «το παλαιό σε μια νέα σχέση με το όλο» (Hegel), αξιοποιεί τα δοκιμασμένα στο χρόνο μορφώματα γνώσης και προτείνει μια ανασυγκρότηση της ανθρώπινης προοπτικής με περίσκεψη και προσήνεια∙ εν τέλει με μια αισθητική του συνομιλείν που αποκλείει την επιβολή προκαθορισμένων απόψεων, αθέμιτου ανταγωνισμού, ύβρεων ή ακραίων συμπεριφορών. Η επιστροφή τότε στον τόπο της εξορίας γίνεται στροφή προς την επιφάνεια του ανθρώπου. Εάν τούτη η επιφάνεια παραπέμπει στην πολιτική, η εν λόγω στροφή έχει το νόημα του διαλόγου με τις «αληθινές κινητήριες δυνάμεις των ρήξεων και εξεγέρσεων» (σ. 59). Έτσι, μόνο ο εξόριστος διανοητής μπορεί να συλλάβει τα υπόγεια ρεύματα του κομμουνιστικού μανιφέστου (σ. 53-56), τα οποία με «χίλιες γλώσσες κρένουν» (Σολωμός) πως ο ανέστιος άνθρωπος του σήμερα, για να ανακτήσει τη χαμένη του ταυτότητα, δεν αρκεί να ζει απλώς αλλά και να ζει καλώς. Και το ζην καλώς προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ένα ελεύθερο λέγειν (σ. 93) που με πλοηγό τη φιλοσοφική ανάγνωση αποδομεί την απαλλοτρίωση της ήδη αλλοτριωμένης συνείδησης του πολίτη και σκέπτεται την ανεστιότητα ούτε φεουδαρχικά ούτε αστικά αλλά μετα-αστικά.