Βάλτερ Μπένγιαμιν
1892–1940
Η γλώσσα ως
πνευματική ουσία του κόσμου
§1
Η αντίληψη του Μπένγιαμιν για τη γλώσσα, όπως και για τα πνευματικά
έργα του ανθρώπου εν γένει, είναι
άμεσα συνυφασμένη με την τρικυμιώδη πορεία της σύντομης ζωής του.
Καθετί το βίωνε ως μοίρα και συναφώς ως την αναγκαία συνθήκη για να αντιμετωπίζει
τον στενό ορίζοντα των πιο «σιδερόφρακτων» γεγονότων με λόγο και σκέψη. Καθ’
όλη την ενήλικη περίοδο του βίου του, ο Μπένγιαμιν έμελλε να γνωρίσει αφάνταστες οικονομικές στερήσεις,
παρά το γεγονός ότι καταγόταν από εύπορη οικογένεια. Τα «μοιραία» βιώματα τον
συνόδευαν παντού. Συγχρόνως τον εξωθούσαν να συλλογίζεται, να μεταστοχάζεται πάνω στο
δικό του λόγο και πάνω στις δυνατότητες αυτού του λόγου να επηρεάζει ή ακόμη
και να ανασυγκροτεί την πολυδαίδαλη πράξη του. Έτσι επεφύλασσε στη
γλώσσα έναν ευρύτερο ρόλο από αυτόν του εκφραστικού μέσου. Ως εκφραστικό μέσο,
η γλώσσα εξωτερικεύει απλώς κάτι, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν συντελεί στην πραγμάτωση του
καλού και αληθινού. Ως τέτοιο μέσο ούτε τον κενόδοξο καθεστωτικό
εμποδίζει να ρητορεύει απατηλά και ανέξοδα για το αληθινό ούτε τη ριζοσπαστική
σκέψη μπορεί να καθιδρύει. Η γλώσσα, για
τον Μπένγιαμιν, δεν νομοθετεί για λογαριασμό της αντικειμενικής πραγματικότητας,
αλλά χωρίς αυτήν ή και ενάντιά της. Εάν συνέβαινε αυτό, τότε οι εκάστοτε
άξεστοι κυβερνητικοί εκπρόσωποι θα ήταν οι βασιλείς–φιλόσοφοι της γλώσσας.
Απεναντίας, η γλώσσα ως τέτοια ανα-σημαίνει αυτό που σημαίνει
η ίδια η πραγματικότητα. Πώς κατανοείται τούτο το ανα-σημαίνειν; Κατανοείται ως δόσιμο, ως ερωτική
αφοσίωση της γλώσσας στο Είναι των πραγμάτων.
§2
Πρόκειται στ’ αλήθεια για μια αφοσίωση που προορίζεται να
κρατά στα χέρια της το μυστικό των πραγμάτων. Κατ’ αυτό το πνεύμα, η
γλώσσα αναλαμβάνει το έργο της κοινοποίησης των πνευματικών περιεχομένων του ανθρώπινου
Είναι αλλά και του Είναι εν γένει, του συνόλου των πραγμάτων. Και το αναλαμβάνει, γιατί το επιτρέπει η ίδια
η φύση των πραγμάτων, η οποία έγκειται
στο να κοινοποιούν τα πράγματα την πνευματικότητά τους. Η πνευματικότητα τούτη,
ήτοι η πνευματική τους ουσία, ανα-ζωογονείται, ανα-σημαίνεται μέσα στη γλώσσα: η
τελευταία φέρνει στο φως ό,τι ανταποκρίνεται στη δική της ουσία. Και
ανταποκρίνεται στη δική της ουσία ό,τι μπορεί να κοινοποιηθεί. Τούτο σημαίνει
ότι η γλώσσα, κοινοποιώντας τα πνευματικά περιεχόμενα του κόσμου, κοινοποιεί
στην πραγματικότητα τον εαυτό της, τη δική της ουσία. Πώς τα/την κοινοποιεί;
Δια της γλώσσας. Η γλώσσα δηλαδή είναι, χωρίς περαιτέρω διαμεσολαβήσεις, αυτό που
κοινοποιεί η ίδια· είναι η αμεσότητα της πνευματικής κοινοποίησης των
πραγμάτων. Κάθε πνευματική
κοινοποίηση λοιπόν δεν είναι αυτό που γίνεται μέσω της γλώσσας, αλλά αυτό που συμβαίνει
εντός της γλώσσας. Ακριβώς επειδή συμβαίνει εντός της, κάθε τέτοια
κοινοποίηση δεν έχει τα όρια του κοινοποιήσιμου έξω από τη γλώσσα, αλλά μέσα στην
ίδια τη γλωσσική της ουσία, η οποία συνιστά και τη γλωσσική ουσία των
πραγμάτων. Πνευματική ουσία της γλώσσας και γλωσσική ουσία δεν ταυτίζονται. Η πρώτη
συμβαίνει ως πνευματικό περιεχόμενο και η δεύτερη ως ονομασία ή κατονομασία των
πραγμάτων. Και ο άνθρωπος; Καθ’ όλη τούτη την πνευματική-γλωσσική
διεργασία των πραγμάτων, ο άνθρωπος είναι αυτός που μιλάει με ρήματα, με
λέξεις: εκφράζει τη γλωσσική του ουσία με το να ονομάζει και να κατονομάζει τα
πράγματα.