Η
εξουσιαστική χρήση της γλώσσας
§1
Η γλώσσα ανήκει, σύμφωνα με τον Χάιντεγκερ, στην πιο κοντινή
γειτνίαση με το Είναι του ανθρώπου. Ως ανθρώπινα όντα, κατ’ αυτό το πνεύμα, συναντούμε
παντού, πάντοτε και με κάθε τρόπο τη γλώσσα. Πώς κατανοείται κυρίως
τούτη η συνάντηση; Ουσιαστικά ως ομιλία. Από την εποχή ακόμα του
Αριστοτέλη, η ομιλία λογίζεται ως κατ’ εξοχήν πολιτικό ενέργημα, με το
νόημα ότι ο πολίτης ομιλεί στον ανοικτό χώρο της αγοράς και λέγει ό,τι
βούλεται. Η ομιλία τότε γίνεται η ελεύθερη πράξη στοχασμού και απόφανσης
πέρα από κάθε καταναγκαστική επιβολή αλλότριων ιδεοληψιών, ιδεολογικών κατασκευών ή καθεστωτικών
αντιλήψεων. Ετούτη η πράξη, ως αυτόνομη συμβολή σκέψης, δεν αποτυπώνει
μόνο τη δυνατότητα του ανθρώπινου υποκειμένου να εκφράζεται, να εξωτερικεύεται,
αλλά περισυλλέγει και αυτό που λέγεται, αυτό που μιλιέται. Η περισυλλογή του
ομιλούμενου ή, πράγμα το ίδιο, του μιλημένου συνιστά ποιητικό επίτευγμα.
Ποιητικό σημαίνει ελεύθερο, απρόσβλητο από την αερολογία της μαζικής κουλτούρας θεώρημα
ζωής και κατ’ επέκταση την πιο αυθεντική πηγή ριζοσπαστικής πολιτικής. Να
γιατί η ομιλητική πράξη, ως ποιητικό θεώρημα ζωής, νοηματοδοτεί το Είναι του
ανθρώπινου κόσμου και η έλλειψη, η απουσία της ή η στρέβλωσή της, κατά τη Χάνα
Άρεντ, οδηγεί αυτό τούτο τον κόσμο στην ολοσχερή καταστροφή και στον
ολοκληρωτισμό. Πότε μια ομιλητική πράξη θεωρείται στρεβλή, εξουσιαστική και
ολοκληρωτική; Όταν τίθεται από τους εκάστοτε
υπηρέτες της πολιτικής κυριαρχίας –με κοινοβουλευτικές μεταμφιέσεις ή με ωμά δικτατορικούς
τρόπους– στην υπηρεσία της δικής τους εξουσίας.
§2
Η γλωσσική εγκαθίδρυση ενός αχαλίνωτου πολιτικού ωφελιμισμού στην
κοινωνία οδηγεί στη θέσμιση της πιο τυραννικής πρακτικής. Όλα τότε είναι
δυνατά: ο γλωσσικός κώδικας φτωχαίνει επικίνδυνα και κάθε πολιτική «αγόρευση»
αποδεικνύεται μια άκρως νηπιακή εκφορά λόγου. Επειδή δε αυτή είναι
νηπιακού επιπέδου, επιχειρεί να καθυποτάξει, να εκβιάσει, να τρομοκρατήσει, να
χειραγωγήσει· κάτι που σήμερα συμβαίνει κατά κόρον στο ελληνικό πολιτικό τοπίο, αλλά και ιστορικά το
βλέπουμε να έχει ανθήσει σε ανελεύθερα καθεστώτα. Η γλώσσα γράφει ιστορία: οι «αφηγήσεις» που συμβαίνουν σε κάθε
περίπτωση μεταποιούνται στο μιλημένο της γλωσσικής πράξης. Όταν η
τελευταία δεν είναι ποιητική, με το νόημα που μνημονεύθηκε πιο πάνω, τότε η καθίδρυση
του μιλημένου γεννά απευθείας την πιο αυθαίρετη πολιτική πραγματικότητα.
Χαρακτηριστικό της τελευταίας τούτης είναι η κατίσχυση της ανελέητης βίας, με
τους πολιτικούς και δημοσιογραφικούς της εκπρόσωπους παράλληλα να
δημαγωγούν ανενδοίαστα υπέρ της «δημοκρατικής», ακόμη και «σοσιαλιστικής» κοινωνίας. Αξίζει στο σημείο αυτό να τονιστεί ότι το
ελκυστικό όνομα του ναζισμού ήταν εθνικο-σοσιαλισμός. Αυτός ο τελευταίος
διακρινόταν για αντικαπιταλιστικό ρητορισμό με αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα. Οι
χιτλερικές «αφηγήσεις» τότε κινητοποίησαν τις ευρείες γερμανικές μάζες· και έχοντας εξαπατήσει τη συνείδηση
των τελευταίων έγραψαν τη γνωστή ιστορία του 20ου αιώνα. Αντίστοιχες
«αφηγήσεις» σήμερα, στην αναλογία της εγχώριας πολιτικής φιλαρχίας και του πιο
απεχθούς εξουσιαστικού ηδονισμού, νομιμοποιούν την αξίωση για απόλυτη, πλανητική
ισχύ, αδιαφορώντας για τον βίαιο αφανισμό ενός ιστορικού λαού.