Χάνα Άρεντ
1906-1975
Η
εξουσία των διαχωρισμών
§1
Η Άρεντ, αυτή
η προικισμένη μαθήτρια του Heidegger, ανήκει
στην κατηγορία των διανοητών που πρεσβεύουν πως η σύγχρονη κοινωνία έχει χάσει την
πρακτική της δύναμη, γιατί στερείται τη δυνατότητα του θεωρείν
και του πράττειν, έτσι όπως αυτή η δυνατότητα ενυπάρχει στο πνεύμα της
ελληνικής ή κλασικής παράδοσης: δηλ. ως δυνατότητα αρμονικής συνύπαρξης πολιτικής
πράξης (Vita activa)
και θεωρητικής σκέψης (Vita contemplative). Μια τέτοια αρμονική
συνύπαρξη καθιδρύει στον άμεσο βίο των ανθρώπων μια θαυμαστή ισορροπία δημόσιου
και ιδιωτικού συμφέροντος και αποτρέπει την εξουσία του διαχωρισμού.
Αποτρέπει δηλαδή, από τη μια πλευρά, τη θεωρία να εργάζεται για τη δική της
εξουσία και, μέσω των τραπεζορητόρων της
πολιτικής εξουσίας, να επιβάλλεται ως προπαγανδιστική ιδεολογία. Όταν συμβαίνει
αυτό, ο άνθρωπος που κερδίζει το ψωμί του με τον ιδρώτα του προσώπου του,
εμποδίζεται να ανυψωθεί σε πνευματικό ον, ώστε να κατανοεί την κατάστασή του
και να νοηματοδοτεί τις πράξεις του. Απλώς προστίθεται στη στρατιά των δουλοπάροικων
της μαζικής κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά, αποτρέπει την εκάστοτε ανορθολογική
πολιτική από την επιθυμία να υψώνει τη δική της εξουσία σε αρχή του κόσμου και
να εγκλωβίζει τους ανθρώπους στις συμπληγάδες ενός ισοπεδωτικού πρακτικισμού.
Έτσι αποκαλύπτει και την επικινδυνότητα εφαρμογής μιας τέτοιας πολιτικής. Υπ’
αυτό το πνεύμα κατανοείται πιο ευκρινώς και ο ρόλος σεσημασμένων
προπαγανδιστών της χρεωκοπημένης –όσο και ανάλγητης– πολιτικής εξουσίας
της σημερινής Ελλάδας: αυτοί οι σεσημασμένοι κυκλοφορούν βιβλία-συνεντεύξεις
ενάντια, υποτίθεται, στην κυριαρχούσα λογική της παράνοιας, αλλά στην πράξη προσβλέπουν
στο να επιβάλλουν, με τη συναίνεση ή τη συνενοχή των πολιτών, αυτή την παράνοια
–πολιτική, οικονομική, ιδεολογική– ως τη μόνη διέξοδο. Θεωρία και πράξη εδώ
γίνονται οι άγρυπνοι φρουροί της απόγνωσης των ανθρώπων.
§2
Η επικράτηση
της εξουσίας των διαχωρισμών έχει ως άμεση συνέπεια τη μεταποίηση της
προσδοκώμενης κοινωνίας των ελεύθερων πολιτών σε μια ολοκληρωτική κοινωνία
των ιδιωτών. Η τελευταία τούτη είναι μια αλυσοδεμένη κοινωνία, όσο κι
αν οι πολιτικοί της «εκπρόσωποι» την εκθειάζουν ως την πιο δημοκρατική. Ο
πολίτης υπάρχει μόνο ως ιδιώτης με μοναδική μέριμνα την ατομική «βίωση» με τον τρόπο της επιβίωσης: πρόκειται
για μια κατάσταση, όπου ο καθένας κυνηγά τα ποικίλου είδους αποκτήματα, τις πρό-χειρες
απολαύσεις και εν τέλει την εφήμερη ηδονή. Προφανώς, εφαρμοστικό παράδειγμα αυτού του ηδονιστικού τρόπου ζωής αποτελεί
πρωτίστως το πολιτικό προσωπικό. Η ιδιώτευση του πολίτη αποτελεί σαφή
υποβιβασμό της ζωής σε ένα σχήμα μόχθου, το οποίο
επιζητεί τη θεραπεία του στην προαναφερθείσα ηδονική κατάσταση. Η κατάσταση
τούτη δεν έχει τίποτα το κοινό με την πραγματική ευδαιμονία του ανθρώπου· απεναντίας βεβαιώνει μια
κατ-αναλωτική δραστηριότητα του κατακερματισμένου ατόμου, η οποία προορίζεται
να εξορίζει τις πραγματικές του δυνατότητες. Τότε συμβαίνει να ανάγει ο καθένας
σε θρησκεία του, σε σκοπό ζωής, τις ιδιωτικές του βλέψεις, προκειμένου ανάλογα:
ή να
καλύπτει τις υλικές του ανάγκες ή να συσσωρεύει κεφάλαιο. Αντιστοίχως και η είσοδος στην πολιτική
συνδέεται με την υπηρέτηση του ιδιωτικού συμφέροντος. Καθώς κυριαρχεί ο
υπέρτατος «νόμος» του ιδιωτικού συμφέροντος, για τον ωφελιμιστή πολιτικό
προέχει το ατομικό του συμφέρον. Έτσι το γενικό τοπίο του πολιτικού και της πολιτικής
αντιστοίχως είναι ένας κόσμος του ψεύδους και του ολέθρου: καθώς ο πολιτικός δεν
είναι σε θέση να καλλιεργεί στοιχειωδώς την αίσθηση του καλού και του ωραίου,
ψεύδεται ασύστολα και με μια απίστευτη
ανυπαρξία λογισμού απεργάζεται την καταστροφή. Όταν μέσα σ’ αυτόν τον
συσσωρευμένο σωρό ψευδών βρεθεί κάποιος να υψώσει φωνή αληθείας, ήδη έχει
κάνει ένα πρώτο βήμα για την αλλαγή του κόσμου. Μια τέτοια φωνή αντλεί το νόημά
της από την ενδημία της μέσα στο θεωρείν, από τη θητεία της μέσα στην στοχαστική πράξη.
Εάν αυτή η φωνή εγκατασταθεί μέσα στην καθεύδουσα μαζική κοινωνία, τότε η
τελευταία θα πάψει να επιθυμεί συνεχώς τον ύπνο της.