Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

Α. Σικελιανός: Η Άγραφη μαρτυρία της σήψης



              
       Άγγελος Σικελιανός
                   1844–1951

         
               Η αναγέννηση μέσα από τη στάχτη


                                    §1
                              
                           Εισαγωγικές παρατηρήσεις


Το ποίημα «Άγραφον» που παρουσιάζεται παρακάτω  αποτελεί ένα διαχρονικά συμβολικό ποίημα-κήρυγμα αλήθειας για την ερειπωμένη χώρα των Ελλήνων και για την αναγέννησή της μέσα από τα συσσωρευμένα ερείπια. Το εν λόγω ποίημα ανήκει στους Επίνικους Β΄ (1940-1946) και γράφτηκε το φθινόπωρο του 1941. Η θεματική του συνδέεται με τη γερμανική κατοχή και τα δεινά του ελληνικού λαού κατά την εν λόγω περίοδο. Ο ποιητής κατόρθωσε να εικονίσει την τραγική μοίρα της Ελλάδας με έναν τέτοιο  προ-φητικό λόγο, ώστε αυτή η τραγικότητα να διαχέεται, σαν ηφαιστειακή λάβα, μέσα στο ιστορικό σώμα της Ελλαδικής χώρας και να την κατακαίει. Ο Άγγελος Σικελιανός, όταν έγραφε το συγκεκριμένο ποίημα, έλαβε υπόψη του μια απόκρυφη ευαγγελική περικοπή σχετικά με μια «άγραφη» παράδοση για τον Ιησού και τους μαθητές του. Η ποιητική αξιοποίηση αυτής της παράδοσης του επέτρεψε να εν-τοπίσει  το δράμα της Ελλάδας και να φανερώσει, μέσα από μια μοναδική γαλήνη, τη μοιραία ιστορία ενός λαού. Ο εν-τοπισμός αυτός είναι το ποιητικό κύμα, που η εκροή του κινεί την προαναφερθείσα τραγική μοίρα να αισθητοποιείται στο σήμερα και να συν-ομιλεί με τα παρόντα δεινά ενός «δυστυχισμένου λαού, καλού και αγαπημένου, πάντοτε ευκολόπιστου και πάντα προδομένου» (Σολωμός).  
    
   
                                §2

                Άγραφον

Επροχωρούσαν έξω από τα τείχη
της Σιών ο Ιησούς και οι μαθητές Του,
σαν, λίγο ακόμα πριν να γείρει ο ήλιος,
ζυγώσανε αναπάντεχα στον τόπο
που η πόλη έριχνε χρόνια τα σκουπίδια,
καμένα αρρώστων στρώματα, αποφόρια,
σπασμένα αγγεία, απορρίμματα, ξεσκλίδια…

Κ’ εκεί, στον πιο ψηλό σωρόν απάνω,
πρησμένο, με τα σκέλια γυρισμένα
στον ουρανό, ενός σκύλου το ψοφίμι,
που –ως ξαφνικά ακούοντας, τα κοράκια
που το σκεπάζαν, πάτημα, το αφήκαν–
μια τέτοια οσμήν ανάδωκεν, οπού όλοι
σα μ’ ένα βήμα οι μαθητές, κρατώντας
στη φούχτα τους την πνοή, πισωδρομήσαν…

Μα ο Ιησούς, μονάχος προχωρώντας
προς το σωρό γαλήνια, κοντοστάθη
και το ψοφίμι εκοίταζε· έτσι, πόνας
δεν εκρατήθη μαθητής και Του ‘πεν
από μακρά: «Ραββί, δε νιώθεις τάχα
τη φοβερήν οσμή και στέκεσ’ έτσι;»

Κι Αυτός, χωρίς να στρέψει το κεφάλι
απ’ το σημείο που κοίταζε, αποκρίθη:
«Τη φοβερήν οσμήν, εκείνος πόχει
καθάρια ανάσα, και στη χώρα μέσα
την ανασαίνει, όθ’ ήρθαμε… Μα τώρα
αυτό που βγαίνει απ’ τη φτορά θαμάζω
με την ψυχή μου ολάκερη… Κοιτάχτε
πώς λάμπουνε τα δόντια αυτού του σκύλου
στον ήλιο· ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο,
πέρα απ’ τη σάψη, υπόσκεση μεγάλη,
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι ακόμα
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κ’ ελπίδα!»

Έτσ’ είπ’ Εκείνος· κ’ είτε νιώσαν ή όχι
τα λόγια τούτα οι μαθητές, αντάμα,
σαν εκινήθη, ακλούθησαν και πάλι
το σιωπηλό Του δρόμο…

                                            Και να τώρα,
βέβαια στερνός, το νου μου πώς σ’ εκείνα,
Κύριε, τα λόγια Σου γυρίζω, κι όλος
μια σκέψη στέκομαι μπροστά Σου: Α!… δώσε,
δος και σ’ εμένα, Κύριε, ενώ βαδίζω
ολοένα ως έξω απ’ της Σιών την πόλη,
κι από τη μια της γης στην άλλην άκρη
όλα είναι ρείπια, κι όλα είναι σκουπίδια,
κι όλα είναι πτώματα άθαφτα που πνίγουν
τη θεία πηγή τ’ ανασασμού, ή στη χώρα
είτ’ έξω από τη χώρα· Κύριε, δος μου,
μες στην φριχτήν οσμή όπου διαβαίνω,
για μια στιγμή την άγια Σου γαλήνη,
να σταματήσω ατάραχος στη μέση
απ’ τα ψοφίμια, και ν’ αδράξω κάπου
και στη δική μου τη ματιάν έν’ άσπρο
σημάδι, ως το χαλάζι, ωσάν το κρίνο·
κάτι να λάμψει ξάφνου και βαθιά μου,
έξω απ’ τη σάψη, πέρα από τη σάψη
του κόσμου, ωσάν τα δόντια αυτού του σκύλου,
που, ω Κύριε, βλέποντάς τα εκειό το δείλι,
τα ‘χες θαμάσει, υπόσκεση μεγάλη,
αντιφεγγιά του Αιώνιου, μα κι αντάμα
σκληρή του Δίκαιου αστραπή κ’ ελπίδα!


                                     §3

                            Ένα σχόλιο

Ο ποιητής μας μεταφέρει στην εποχή του Χριστού και αξιοποιώντας ποιητικά μια παραβολή παρουσιάζει τον Ιησού να διέρχεται «έξω από τα τείχη της Σιών» και να πλησιάζει στον τόπο που αποπνέει σήψη. Η ποιητική σκέψη πορεύεται απευθείας προς τον τόπο-τοπίο μιας σήψης, που μας προϊδεάζει για την εφιαλτική διαφθορά που έχει κατακυριεύσει και παραλύσει την πόλη. Η σήψη κορυφώνεται με την εικόνα του ψόφιου σκυλιού και αποκλείει κάθε άλλη προοπτική. Μπρος σε ένα τέτοιο θέαμα, η περιοχή του αισθητού, έτσι όπως τη θωρούν οι μαθητές του Ιησού, υποχωρεί, τρομάζει, ομολογώντας βασικά την αδυναμία του καθημερινού ανθρώπου να αντιπαρατεθεί με το σηπόμενο και να το υπερβεί ποιητικά-στοχαστικά. Απεναντίας, ο Ιησούς, που εκπληρώνει την ουσίωση-καθορότητα της ψυχής, δεν αποφεύγει εκείνη την περιοχή, παρά την μελετά για να την προετοιμάζει να υπερβεί τον ανοίκειο, αποκρουστικό εαυτό της και να ακολουθήσει το ρεύμα της δικής της ουσίωσης. Η ουσίωση τούτη δεν είναι διαφορετική από εκείνη που εκπληρώνει ο Ιησούς, εκείνη δηλαδή που  ευαγγελίζεται αυτή τούτη η ποιητική πράξη. Το λυκόφως, το γέρμα της ζωής, που απεικονίζει η σήψη, η αποσύνθεση, η διαφθορά του τόπου των δυστυχισμένων Ελλήνων, είναι ή καλύτερα γίνεται συνάμα, χάρη στην ποιητική [=δημιουργική] πνευματικότητα, λυκαυγές, ανατολή. Πάνω από τα ερείπια της ελληνικής Πολιτείας θα περάσει η οδός της αναγέννησής της (: πέρα από τη σάψη … αντιφεγγιά του Αιώνιου … κι ελπίδα).  Το οικείο, το ιερό, δεν χάνεται παρά πότε δειλά, πότε συγκαλυμμένα, αλλά πάντοτε ποιητικά φωτίζει  ό,τι δείχνει να χάνεται κάτω από τα ερείπια της Πολιτείας. Ο ποιητής λοιπόν ενσαρκώνει την περισυλλογή του βάθους –(: Κύριε, τα λόγια Σου …μια σκέψη στέκομαι …)– που κλείνει μέσα της η φωτεινότητα  της παραβολής, δηλαδή του ιδεατού, του  συμβαίνοντος κατ’ αντι-παράσταση προς το μη-αληθές. Η ενσάρκωση αυτή επιτελείται ως ο θάνατος που πατά τον θάνατο, ήτοι κατονομάζει το πέρασμα μέσα από τον απέραντο πόνο προς την αντιφεγγιά της ποιητικής ιδέας, δηλαδή της ζωτικής ιδέας του ανθρώπου που ξεπερνά τον πόνο.