Σάββατο 30 Μαΐου 2015

Φιλοσοφία: οντολογική διερώτηση για το ασυνήθιστο


ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΑ ΧΑΜΕΝΑ
ΝΟΗΜΑΤΑ  ΤΗΣ  ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ
                                                             
                                                          «Τα βάθη του κόσμου άλλη είναι
                                                                           δύναμη  κρυμμένη που τα κρατεί.»
                                                                                                                     Σικελιανός


                                              §1

Ένα ερώτημα πλανιέται σαν φάντασμα πάνω από τον άνθρωπο χτες και σήμερα: έχει νόημα η φιλοσοφία; Τα νοήματα της φιλοσοφίας δεν είναι ποτέ δεδομένα και δεν βρίσκονται εκεί που πολλές φορές τα αναζητάμε. Σε εποχές φθίνουσας πορείας του αρχαίου άστεως, ο Επίκουρος προ-ειδοποιούσε, διαγνωστικά για την εποχή του και προφητικά για τις δικές μας, πως
«είναι μάταιος ο φιλοσοφικός λόγος, όταν δεν θεραπεύει κανένα ανθρώπινο πάθοςˑ ακριβώς όπως η ιατρική δεν ωφελεί παρά μόνο, όταν θεραπεύει τις αρρώστιες του σώματος, έτσι και η φιλοσοφία δεν προσφέρει τίποτα, αν δεν απαλλάσσει την ψυχή από τα πάθη της».

Αυτά τα λόγια αποκτούν πραγματικά προφητική αξία για το δικό μας σήμερα, όταν οι τύχες των ανθρώπων εξαρτώνται –σε επίπεδο πολιτικό-οικονομικό, πολιτισμικό, επιστημονικό κ.λπ., από άτομα, ρέποντα προς την ηδονή της πάσης φύσεως εξουσίας, προκειμένου να αντισταθμίσουν ματαιωμένες τους επιθυμίες. Εξαρτώνται δηλαδή από ψυχικο-πνευματικά ανισόρροπα άτομα –και τούτο νοούμενο όχι απλώς ψυχολογικά, αλλά κατ’ εξοχήν οντολογικά. Δείγματα, για παράδειγμα, τέτοιας ανισορροπίας είναι η ακόρεστη απληστία τους σε όλα τα επίπεδα της υλικής νόησης και της πολιτικής συμπεριφοράς, η οποία προς τα έξω, προς τις οδυρόμενες μάζες, προβάλλει ως «πανεθνικός» «αγώνας» για την αποτίναξη της φτώχειας τους. Συμβαίνουν βέβαια όλα τούτα πιο εύκολα σε κοινωνίες, όπως η ελληνική, γιατί η αληθινή φιλοσοφία έχει καταδικαστεί σε μόνιμη εξορία. Να γιατί ο Επίκουρος και πάλι μας μιλάει σαν να ζει στη σημερινή αρρωστημένη πολιτεία:

«ας μην προσποιούμαστε ότι φιλοσοφούμε, μα να φιλοσοφούμε πραγματικά. Δεν έχουμε ανάγκη να φαινόμαστε υγιείς, αλλά να είμαστε στ’ αλήθεια υγιείς»

                                                 §2

Σύμφωνα με τον Heidegger, οι αρχαίοι Έλληνες άρχισαν να φιλοσοφούν δυνατά, αταλάντευτα και αποφασιστικά

«πέφτοντας με τα μούτρα σε εκείνο το ποιητικό-στοχαστικό ερωτάν, που έμελλε να καθορίσει το Dasein μας… Έδωσαν σ’ αυτό το όνομα φιλοσοφία»,

Αυτό δηλαδή το φιλοσοφικό ερωτάν που εισέρχεται στη ζωή μας και εκδιπλώνεται ιστορικά ως

«ο ακατάπαυστος αγώνας του ερωτάν, ο αγώνας για την ουσία και το Είναι των όντων» (Χάιντεγκερ: Περί πολιτικής, περί αλήθειας, περί τεχνικής, εκδ. Ηριδανός, σ. 142).

Όταν και όπου λείπει η φιλοσοφική διερώτηση για την ιστορικότητα του Είναι ενός εκάστου ανθρώπου και ενός λαού, κυριαρχεί η ως άνω ναρκισσιστικής υφής ανισορροπία. Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε η ενασχόληση του ανθρώπου με τη φιλοσοφία δεν αποτελεί προνόμιο ή καθήκον ορισμένων «ειδικών» αλλά βασικό μέλημα της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης, του δικού μας Dasein. Κοινωνίες ή ανθρώπινα άτομα που παραμελούν τη φιλοσοφία υπονομεύουν τα ίδια τα πνευματικά και ιστορικά τους θεμέλια. Έτσι οδηγούνται βαθμιαία στην παρακμή και τελικά καταλήγουν στον πλήρη εκβαρβαρισμό. Η αισθητή πραγματικότητα μαρτυρεί πώς βασικοί υπονομευτές της φιλοσοφικής σκέψης είναι κυρίως οι ολιγαρχίες της μετριότητας που ασύστολα καιροσκοπούν μέσα στα σκονισμένα αμφιθέατρα των «μορφωτικών» ιδρυμάτων ή στα ψυχρά έδρανα των βάρβαρων πολιτικών φατριών. Οι ολιγαρχίες αυτές νοθεύουν αδιάντροπα τον φιλοσοφικό διάλογο με αγοραία ιδεολογήματα και φρικτές επαναλήψεις του ασήμαντου. Έτσι δηλητηριάζουν το λογισμό με τελετουργικές ομφαλοσκοπήσεις ή ρητορικές φωνασκίες και οτιδήποτε μη προσιτό σ’ αυτούς το ρίχνουν στην πυρά.
  
                                                     §3

Στο μέτρο που το ανθρώπινο Dasein, ως εκ της σκεπτόμενης ικανότητάς του, αρνείται να θηρεύει απλώς το ωφελιμιστικό, ως άλλος Κολόμβος αποπειράται τον ωραίο αλλά επικίνδυνο φιλοσοφικό διάπλου πέρα και πάνω από τα συντρίμματα των μεταμοντέρνων, τεχνικοποιημένων ολιγαρχιών της μετριότητας. Εάν η τεχνοεπιστήμη, μετά την ιδεολογική της ολοκλήρωση από τον Διαφωτισμό κυρίως και εντεύθεν, συνέβαλε στην αποδόμηση των ανορθολογικών αυταπατών στον πνευματικο-πολιτισμικό χώρο του ανθρώπου, στην ίδια αναλογία φρόντισε να εισαγάγει  τον ανορθολογισμό από το παράθυρο. Το ζητούμενο λοιπόν παραμένει: διαυγής γνωριμία με τις πηγές του φιλοσοφικού και ποιητικού στοχασμού, ώστε να οροθετείται «το νοητό και συνακόλουθα το μη νοητό» (Wittgenstein), να καταλύεται η μονωδία του εργαλειακού λόγου, να «αγωνιζόμαστε για μια αυστηρή σύλληψη [αυτού που] μας συντυχαίνει, μας αναταράζει και μας αλλάζει» (Heidegger). Όσο βαθαίνει η ως άνω γνωριμία δημιουργείται μια παράδοση φιλοσοφικού-ποιητικού διαλέγεσθαι, που μπορεί να απελευθερώσει τον σύγχρονο άνθρωπο από τις παγερές περιπτύξεις του στείρου ακαδημαϊσμού, από τη διάχυτη πνευματική κενότητα της εποχής, από την καθεστωτική ανάδειξη του αγελαίου σε ρυθμιστή της ζωής. Ο άνθρωπος που φιλοσοφεί φεύγει πέρα από το κοινό, το χυδαίο, το μαζοποιημένο. Σύμφωνα με τον Νίτσε «ζει συνεχώς, ακούει, βλέπει, υποψιάζεται, ελπίζει, ονειρεύεται πράγματα ασυνήθιστα».

                                                       §4

Από την αρχαία εποχή μέχρι και σήμερα ακόμη, το φιλοσοφείν ευδοκιμεί κυρίως ως εναντίωση στον «φιλοσοφικό-ποιητικό» εκφυλισμό της σκέψης σε «χρησιμοθηρική εξυπνάδα» (Heidegger) και προσφέρει αντίστοιχα τη «δυνατότητα να εμπειράται κανείς τη δοκιμασία της κριτικής συζήτησης» (Πλάτων). Στο πλαίσιο μάλιστα μιας «κοινωνικής λειτουργίας της φιλοσοφίας» (Horkheimer), ο αληθινά ανήσυχος, αεικίνητος, ελεύθερος διάλογος δύναται, σαν άλλο εγελιανό πνεύμα, να αναστοχάζεται την πορεία της αυτογνωσίας του, να  οξύνει τον λογισμό της κοινωνίας, να αποδυναμώνει κάθε απολίθωση του ζωντανού λέγειν από την εγωκεντρική επικράτηση της μετριοκρατίας και να  χαράσσει εκείνη την οδό, από όπου ο καθένας «χρωστάει να περάσει το ρεύμα της ζωής του, χωρίς να μετατρέπεται σε κοπάδι»  (Nietzsche). Η αυθεντικότητα ενός τέτοιου διαλόγου δεν αφήνει περιθώρια για συμβιβασμούς με άκαμπτες ιεραρχήσεις, με κατασκευασμένες αυθεντίες, με διατεταγμένους κήρυκες της μαζικής κουλτούρας, με «νομοθέτες» της σκέψης. Η σκέψη δεν αναπτύσσεται με προστάγματα και διαταγές, ούτε με μαζικο-υστερικές σχεδιοποιήσεις αλλά ακολουθεί το δρόμο του δικού της ηθικού συλλογισμού και αυτογνωσίας. Γνωριζόμενος λοιπόν ο σημερινός άνθρωπος –και δη ο νέος άνθρωπος– με αυτή τη σκέψη θα βρίσκει την ευφορία να σπουδάζει «το παλαιό σε μια νέα σχέση με το όλο» (Hegel), να αρνείται τη φυλάκισή του μέσα στο μικρό,  μέσα στην ανημποριά και πάντοτε να μάχεται όχι μόνο για το ζην απλά, αλλά και για το ζην καλά.