Γκέοργκ Χέγκελ
1770-1831
Φαινομενολογία
του πνεύματος
Α.
Συνείδηση
§1:
Προκατανοήσεις
Με τη
γνωσιακή διαδικασία, στο επίπεδο της αισθητήριας βεβαιότητας, ο Χέγκελ
επιχειρεί να προσδιορίσει μια εν
εξελίξει στάση του διαλεκτικώς σκέπτεσθαι σε σχέση με τα μεγάλα νεωτερικά
κινήματα του εμπειρισμού και του ορθολογισμού. Στη συνάφεια τούτη
ξεκαθαρίζει τους λογαριασμούς του με την υπέρβαση της παλαιάς μεταφυσικής, εν
όψει και των πνευματικών αναγκών του νεωτερικού παρόντος. Είναι ακριβώς το Zeitgeist (πνεύμα της εποχής), που ο
μεγάλος διαλεκτικός φιλόσοφος δεν χάνει ποτέ από τον ορίζοντά του και το
αναζωογονεί με νέα ερμηνευτικά εγχειρήματα. Εάν συλλάβουμε σωστά τη νοηματική
βαθύτητα της Νιτσεϊκής ρήσης: δεν υπάρχουν
γεγονότα, αλλά ερμηνείες των γεγονότων, τότε το ερμηνευτικό εγχείρημα της παρούσας
βαθμίδας της συνείδησης έχει ιδιαίτερη σημασία για τον γνωσιοντολογικό
προσδιορσμό του ανθρώπου ως φυσικής και πνευματικής ύπαρξης. Φυσική με το νόημα της φυσικής συνείδησης,
δηλαδή της συνείδησης που δυνάμει
είναι το πνευματικό σύμπαν, αλλά στην άμεση παρουσία της, δηλαδή ενεργεία ως άμεση σκέψη και γνώση της υπαρκτικής
κατάστασης του ανθρώπου, παραμένει ένα γυμνό Είναι, ας πούμε μια ακαλλιέργητη
βιολογική ύπαρξηˑ ή στο επίπεδο της έννοιας,
ένα υποκείμενο χωρίς την ουσιακή του αντικειμενικότητα. Πνευματική με το νόημα της
αυτοσυνείδητης υποκειμενικότητας, που έχει διέλθει μέσα από την αντικειμενικότητά της και έχει αναδειχθεί σε διανοηματική σχέση (κοινωνική, πολιτική, πολιτισμική κ.λπ.).
§2: Ι. Η κατ’
αίσθηση βεβαιότητα
ή
το Αυτό και το
Νομίζειν
Μετάφραση
§
91
Το συγκεκριμένο περιεχόμενο της κατ’
αίσθηση βεβαιότητας την κάνει να εμφανίζεται άμεσα ως η πιο
πλούσια
γνώση· πράγματι, ως μια γνώση με άπειρο πλούτο, για τον οποίο δεν μπορούμε να
βρούμε κανένα όριο είτε όταν κινηθούμε προς τα έξω, στο χώρο και το
χρόνο όπου εκτείνεται, είτε όταν πάρουμε μέρος από την αφθονία του και
διαιρώντας το εισχωρήσουμε μέσα του. Εξάλλου, αυτή εμφανίζεται ως η πιο
αληθινή·
γιατί ακόμα δεν έχει αποκλείσει τίποτα από το αντι-κείμενο, αλλά το έχει εμπρός
της σε όλη του την πληρότητα . Ωστόσο, αυτή η βεβαιότητα παριστά η ίδια
πραγματικά τον εαυτό της, ήτοι αποκαλύπτεται ως την πιο αφηρημένη και φτωχή αλήθεια.
Για ό,τι γνωρίζει αποφαίνεται μόνο τούτο: αυτό είναι· και η αλήθεια της
περιέχει μόνο το Είναι του Πράγματος. Η συνείδηση από την πλευρά της είναι [=
υπάρχει] σ’ αυτή τη βεβαιότητα μόνο ως καθαρό Εγώ· ή Εγώ
υπάρχω μέσα στην εν λόγω βεβαιότητα μόνο ως καθαρός Αυτός-εδώ και το αντι-κείμενο
ωσαύτως μόνο ως καθαρό Αυτό. Εγώ, Αυτός-εδώ, είμαι βέβαιος
γι’ αυτό το Πράγμα, όχι επειδή Εγώ, ως συνείδηση, αναπτύχθηκα στην
προσπάθεια να το και έθεσα πολλαπλώς τη σκέψη σε κίνηση. Ούτε επίσης, επειδή το
Πράγμα,
για το οποίο είμαι βέβαιος, θα μπορούσε, δυνάμει ενός πλήθους διακεκριμένων
ιδιοτήτων/ποιοτήτων, να είναι μια πλούσια αναφορική σχέση σ’ αυτό το ίδιο ή να
συνδέεται ποικιλοτρόπως με άλλα πράγματα. Τίποτα απ' αυτά δεν έχει να κάνει με
την αλήθεια της κατ’ αίσθηση βεβαιότηταςˑ ούτε
το Εγώ ούτε το Πράγμα έχουν εδώ τη σημασία μιας πολλαπλής διαμεσολάβησης· το
Εγώ δεν έχει τη σημασία ενός πολλαπλού παριστάνειν ή νοείν, ούτε το Πράγμα τη
σημασία κάτινος που διακρίνεται για τις πολλαπλές του ιδιότητες/ποιότητες.
Απεναντίας, το Πράγμα είναι, και είναι, μόνο επειδή είναι.
Αυτό είναι·
τούτο είναι το ουσιώδες για την κατ’ αίσθηση Γνώση, και αυτό το καθαρό Είναι ή
αυτή η απλή αμεσότητα συνιστά την αλήθεια του Πράγματος. Παρόμοια, ως αναφορική
σχέση,
η κατ’ αίσθηση βεβαιότητα, είναι μια άμεση καθαρή αναφορική σχέση· η συνείδηση
είναι Εγώ, τίποτα περισσότερο, ένας καθαρός Αυτός-εδώ·
το
ενικό/ατομικό ον γνωρίζει ένα καθαρό Αυτό ή ό,τι
είναι ενικό.
§2
Σχολιασμός
Ι. Τι μας
λέει το παραπάνω κείμενο; Πως στο
επίπεδο της αισθητής πραγματικότητας, η Γνώση που στηρίζεται
στα δεδομένα των αισθήσεων, στα εμπειρικά δεδομένα, προσδιορίζεται από τη
βεβαιότητα πως είναι η πιο πλούσια και αληθινή γνώση. Φαίνεται ωστόσο πλούσια
και αληθινή γνώση, ενώ στην πραγματικότητα είναι
μια απατηλή μορφή γνώσης, τουτέστιν μια απλή και ανεπιστημονική-αφιλοσόφητη
γνώμη, που δεν έχει υποστεί την αποδεικτική αλήθεια των όσων πρεσβεύει, δηλαδή
δεν έχει αποδειχτεί στην πράξη αυτό που θα μπορούσε να είναι στ’ αλήθεια και
που πιστεύει ότι είναι. Ως εκ τούτου, γνωσι-οντο-λογικά
είναι η πιο φτωχή και η πιο αφηρημένη: μπορεί να αποφαίνεται μόνο ότι
κάτι είναι και τίποτε περισσότερο. Είναι συνεπώς μια άμεση γνώση του Είναι με
το νόημα πως απλώς ό,τι νομίζει αυτό και είναι. Πολιτείες και πολιτεύματα, που στηρίζονται σε μια τέτοια κατ’ επίφαση,
εντελώς αβέβαιη, αθεμελίωτη, ψευδή γνώση,
στερούνται το αληθινό τους θεμέλιο
και καταβαραθρώνονται/οδηγούνται στον όλεθρο (=zugrunde gehen). Ό,τι ακριβώς συμβαίνει
σήμερα με τις καθεστωτικές κλίκες της εν Ελλάδι φεουδαρχικής σοσιαλδημοκρατίας, που αυτο-αποκαλείται
«αριστερά», αλλά και με παλαιότερα ανεγκέφαλα εξουσιαστικά σχήματα.
ΙΙ. Πώς προσδιορίζεται η συνείδηση μέσα από την
πράξη της κατ’ αίσθηση βεβαιότητας; Προσδιορίζεται ως ένα ατομικό Εγώ, ήτοι ένα αισθητό άτομο, που είναι γενικά βέβαιο για
ένα εξίσου αισθητά προσλαμβανόμενο ατομικό αντι-κείμενο, δηλαδή μπορεί να πει
με ανύποπτη βεβαιότητα μόνο ότι αυτό
είναι και ότι η ίδια είναι άμεσα εξοικειωμένη, γνώριμη με αυτό. Ο στοχαστικός της ορίζοντας επομένως είναι
περιορισμένος σε βαθμό που να κινείται μέσα στην πλάνη και την αυτοδιάψευση:
φαντάζεται πως είναι η πιο πλούσια σε γνώση ατομική συνείδηση και αποδεικνύεται
η πιο φτωχή. Φαντάζεται τον εαυτό της ως τον πιο προσδιορισμένο και αποδεικνύεται
ως ο πιο απροσδιόριστος και αφηρημένος εαυτός. Δεν είναι σε θέση να γνωρίσει
τον εαυτό της μέσα από μια πολυσήμαντη γνωσιακή διαδικασία, να αποδώσει στο
αντι-κείμενο πολλαπλά κατηγορήματα, καθώς δεν μπορεί να τα επαληθεύει στη
συνέχεια με την ίδια βεβαιότητα. Η ίδια επομένως δεν είναι παρά μόνο εκείνο το ίδιο δεικτικό: Αυτό, με το οποίο αναφέρεται στο αντι-κείμενο.