Πρωταγόρας
490–420 π.Χ
Τι ξέρουμε για τους
θεούς;
§1: Ο λόγος του Πρωταγόρα για τους θεούς αποκαλύπτει μια προσέγγιση του θρησκευτικού φαινομένου, η οποία σημαδεύει όλο σχεδόν το σοφιστικό κίνημα της αρχαίας Ελλάδας. Για το κίνημα αυτό είναι εδραία η άποψη, από την αρχαία ακόμη εποχή, πως στρέφεται ενάντια στη θρησκεία, στο όνομα μάλιστα μιας πιο ορθολογιστικής, πιο ανθρωπιστικής θεώρησης του κόσμου. Σε μια παρόμοια αναλογία, ο Πρωταγόρας θεωρείται ως ο κατ’ εξοχήν άθεος σοφιστής. Στην βαθύτερη αλήθεια τους, βέβαια, τα πράγματα περί αθεϊσμού δεν είναι τόσο απλοϊκά. Τι συμβαίνει στ’ αλήθεια; Πρώτα-πρώτα, κάθε συζήτηση για τους θεούς, από την περίοδο των Προσωκρατικών και ακολούθως, γινόταν σε ένα άκρως στοχαστικό επίπεδο, που δεν άφηνε περιθώρια για αντιθρησκευτικές θεωρήσεις και πρακτικές με χαρακτήρα καταστροφολογίας, ακόμη κι αν κάποιες επιπόλαιες συμπεριφορές της κοινής γνώμης ενίσχυαν τη διάδοση μιας τέτοιας καταστροφολογίας. Κατά δεύτερον, η ελληνική θρησκεία δεν ήταν μια τέτοιας υφής μονοσήμαντη και εξ αποκαλύψεως δογματική διδασκαλία, ώστε να εχθρεύεται a priori τη φιλοσοφική παρατήρηση και την ορθολογική σκέψη. Απεναντίας, αυτή η θρησκεία συνδυάζει μια πλούσια ανάπτυξη σε ιδέες, νοο-τροπίες, συναισθήματα, τελετές κ.λπ., στοιχεία που υπακούουν σχεδόν πάντα στις μεταβολές του κόσμου και συμπορεύονται με κάθε νέα προοπτική του.
§2: Ό,τι επομένως συζητούσαν οι
φιλόσοφοι και οι ποιητές για τη θρησκεία και τους θεούς δεν ήταν κάτι το
σκανδαλώδες παρά ακολουθούσε μια πορεία εξέλιξης της
ίδιας της σκέψης και της βιοτικής συνθήκης των ανθρώπων. Στο πλαίσιο
αυτής της πορείας, το σοφιστικό κίνημα, όπως και ο ισχυρός νους του, ο
Πρωταγόρας, συνέχισαν ουσιαστικά τη συζήτηση των
Προσωκρατικών για τους θεούς και το θείο. Αλλά τι πρέσβευε πιο συγκεκριμένα ο
Πρωταγόρας για τους θεούς; Σύμφωνα με το διασωθέν απόσπασμα (DK 80B4) δήλωνε πως
«σε ό,τι αφορά τους θεούς
δεν μπορώ να ξέρω εάν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν· γιατί υπάρχουν πολλά
πράγματα που εμποδίζουν μια τέτοια γνώση, το δυσνόητο του θέματος, δηλαδή ο
απόκρυφος χαρακτήρας των θεών, όπως και η βραχύτητα του ανθρώπινου βίου».
Αυτή η περίφημη ρήση και η γενικότερη
επιχειρηματολογία του στο έργο του: περί θεών
έδωσε πολλές αφορμές, στο πλαίσιο της αρχαίας παράδοσης, για να αποκτήσει ο
Πρωταγόρας τη φήμη του αθεϊστή και να δικαστεί στην Αθήνα επί ασεβεία.
Αλλά τι θέλει να μας πει πραγματικά ο μεγάλος σοφιστής με την παρούσα ρήση του; Κατά
κύριο λόγο πως το πρόβλημα της θεότητας δεν εμπίπτει στη γνώμη,
ήτοι γνώση, των ανθρώπων, γιατί δεν μπορεί να απαντηθεί
οριστικά στα όρια του θνητού βίου, ο οποίος συμβαίνει να είναι σύντομος και
βραχύς. Ωστόσο, εάν λάβουμε υπόψη την άλλη σημαντική ρήση του Πρωταγόρα (βλ.
σχετική ανάρτηση), όπου αποφαίνεται πως μέτρο για όλα τα πράγματα αποτελεί
ο άνθρωπος, τότε βλέπουμε πως ο Έλληνας σοφιστής δεν κηρύσσει οπωσδήποτε κάποιο
είδος αγνωστικισμού, όσο κι αν εκ πρώτης όψεως φαίνεται κάτι τέτοιο.
§3:
Σύμφωνα
με την αρχή του «μέτρον – άνθρωπος»,
μια αρχή που ισχύει εξίσου και για τον ίδιο, ο Πρωταγόρας δεν αρνείται την
ύπαρξη των θεών, αλλά ούτε δύναται να την καταφάσκει. Τι δύναται όμως; Δύναται
να κρίνει με βάση τη γνωσιο-οντο-λογική συνθήκη του ανθρώπου: να κρίνει δηλαδή
κατά πόσο η γνώση και η ορθολογική σκέψη του θνητού όντος, που λέγεται
άνθρωπος, μπορεί να αποφανθεί τελειωτικά, απόλυτα εντός
των φυσικών ορίων του Είναι του, δηλαδή ως πεπερασμένο ον
για κάτι που φαντάζει μετα-φυσικό, άπειρο,
απέραντο. Όσοι επιχείρησαν να σκεφτούν μετα-φυσικά, δηλαδή να βρεθούν
πέραν των φυσικών τους ορίων, δεν κατόρθωσαν παρά να απεικονίζουν τους
θεούς ως κλέφτες, απατεώνες, φιλήδονους, μοιχούς, αποπλανητές κ.λπ., δηλαδή να λειτουργούν
με μύθους, τους οποίους κατακεραύνωναν ανελέητα οι Προσωκρατικοί, αλλά
και αργότερα ο Πλάτων. Επομένως, ο Πρωταγόρας τονίζει ρητά πως η πιο πάνω αρχή
«μέτρον – άνθρωπος», ως
καθοδηγητική δύναμη του βίου, μας υπομιμνήσκει το πολύ σύντομο/πεπερασμένο της
ζωής και το περιορισμένο βεληνεκές του οπτικού μας πεδίου –π.χ. δεν μπορεί
κανείς να δει τους θεούς– και των γνωμών μας: της εμπειρικής μας γνώσης, της κατ’
αίσθηση γνώσης, ώστε να μην μπορούμε να βεβαιώνουμε ή να αρνούμαστε την
ύπαρξη των θεών. Συγχρόνως μας επιτρέπει να αναπτύσσουμε μια τολμηρή-δυναμική
προβληματική, η οποία θα βρίσκεται πάντοτε σε διεύρυνση, σε εμβάθυνση, έτσι που
να εναντιωνόμαστε στις μυθολογικές εξηγήσεις του περιβάλλοντος κόσμου και να
αναβάλλουμε την οριστική [=αναπόδεικτη και απόλυτη] κρίση μας –θετική ή
αρνητική– για τους θεούς που δεν έχουμε δει. Μια τέτοια αναβολή,
τότε και τώρα, δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά να εκτίθεται κανείς
στη δίνη του σκέπτεσθαι, κατά Heidegger
να
μαθαίνει να σκέπτεται, και να μην παραδίδεται ά-κριτα
στα κατασκευασμένα δόγματα –πολιτικά, θρησκευτικά, ιδεολογικά κ.α.– της συστημικής
περικύκλωσής του. Έτσι μόνο απελευθερώνεται από τη δικτατορία τόσο της
γυμνής υποκειμενικότητας του ατομικιστικού του Εγώ όσο και εκείνης των
παραπλανητικών και φαιδρών συλλογικοτήτων. Πολύ διεισδυτικά ανέγνωσαν τις ως
άνω θέσεις του Πρωταγόρα ο Χέγκελ και ο Νίτσε: για μεν τον πρώτο ο Πρωταγόρας
συνέβαλε τα μέγιστα στην καθίδρυση της ενσυνείδητης, της σκεπτόμενης
υποκειμενικότητας:
το αντικειμενικό στοιχείο τίθεται πάντοτε σε σχέση με τη συνείδηση,
έτσι ώστε κι ο θεός, το απόλυτο, να γίνεται αντι-κείμενο της σκεπτόμενης
υποκειμενικότητας και συγχρόνως καθορισμένη πτυχή της στοχαστικής
διεργασίας του υποκειμένου. Για τον Νίτσε ενσαρκώνει τον ισχυρό λόγο, που
επανακαθορίζει τις αξίες: αμφισβητεί και ανατρέπει καθετί που εισέρχεται στη
ζωή μας ως θέσφατο, απόλυτο, ως έξωθεν εισαγόμενο ιερό, ως κατασκευασμένο και
παραπλανητικό σύστημα αξιών.