Γκέοργκ Χέγκελ
1770-1831
... Το αληθές ως υποκείμενο ...
§1
Διαλεκτική υπόστασης και υποκειμένου
1. Στον Πρόλογο της Φαινομενολογίας του πνεύματος γράφει ο Χέγκελ
πως «το
παν εξαρτάται από τούτο: να συλλαμβάνουμε και να εκφράζουμε το αληθές όχι
[μόνο] ως υπόσταση, αλλά και ως υποκείμενο»[1].
Εδώ επιχειρείται μια βασική διαφοροποίηση του Χέγκελ από τον Σπινόζα, μεταξύ
των άλλων.[2]
Ενώ ο Σπινόζα σκέπτεται το απόλυτο/το αληθές ως υπόσταση, ο Χέγκελ το σκέπτεται
εν ταυτώ ως υπόσταση και ως υποκείμενο.
2. Με τούτη τη μορφή σύλληψης επισημαίνει τον θεμελιακό
χαρακτήρα της διαλεκτικής του σκέψης, σύμφωνα με τον/την οποίο/α, το απόλυτο/το
αληθές δεν είναι σύνθεση ή εξωτερική παράθεση αυτών των δυο όψεων παρά, πάνω
απ’ όλα, υποκείμενο, που έχει για υπόστασή του την υποκειμενικότητα. Έτσι δεν εννοεί την υπόσταση ως μια ακίνητη και αμετάβλητη υπόσταση, όπως την εννοεί
π.χ. ο Σπινόζα, ως μια απλή και παγιωμένη αυτο-ταυτότητα[3],
παρά ως μια αυτενεργό και αυτεξούσια υπόσταση, που «υψώνεται σε αυτοσυνείδηση»[4]
και αποδεικνύεται στο τέλος της εξέλιξής της ό,τι είναι στην αρχή. Γράφει
σχετικά ο Χέγκελ:
3. «Η ζώσα υπόσταση είναι το Είναι, που
είναι πράγματι υποκείμενο … είναι η αυτόθετη κίνηση ή η διαμεσολάβηση [=η
συναγμένη συλλογιστικά υποκειμενικότητα] ανάμεσα στο ετέρως-γίγνεσθαί της [=
στην ετεροίωσή της] και στον ίδιο τον εαυτό της. Ως υποκείμενο, αυτή είναι η
καθαρή, απλή αρνητικότητα, και γι’ αυτό είναι η διχοτομία του απλού ή ο
αντιθετικός αναδιπλασιασμός, ο οποίος με τη σειρά του είναι η [προσδιορισμένη]
άρνηση αυτής της α-διάφορης διαφορετικότητας και της αντίθεσής της· μόνο αυτή η
αποκαθιστάμενη ισότητα ή η ανασκόπηση [=η μεταστοχαστική επιστροφή –Reflexion],
στο πλαίσιο του ετέρως-Είναι, εντός του ίδιου του εαυτού ‒όχι
μια αρχέγονη ενότητα ως τέτοια ή μια άμεση τοιαύτη‒ είναι
το αληθές. Αυτό είναι το γίγνεσθαι του ίδιου του εαυτού του, ο κύκλος
που προϋποθέτει το τέλος του ως σκοπό του και το κάνει ξεκίνημά του, και ο
οποίος είναι πραγματικός μέσω της πραγματοποίησής του και του τέλους του».
§2
Ένα σχόλιο
Κατ’ αυτή τη διαλεκτική, η υπόσταση φέρνει
μέσα της τόσο την καθολικότητα, υπό τον χαρακτήρα του Εαυτού, στην αφηρημένη του αμεσότητα, όσο και την αυτοδιαφοροποίησή της, ήτοι
αυτοδιαφοροποίηση του καθολικού Εαυτού, κατά την εκδίπλωσή του ως γνωρίζειν, ως σχέσης γνώσης ή γνωσιακής
κίνησης (Erkennen):
ο Εαυτός κινείται να γνωρίσει οντο-λογικά
τον εαυτό του όχι μόνο στην υφιστάμενη ουσία του, στην υπόστασή του, ως γενική, αφηρημένη αμεσότητα, αλλά και στη συγκεκριμένη
του διαφοροποίηση από τούτη την αμεσότητα, ανάλογα
με τα αντίστοιχα περιεχόμενά του μέσα στον χρόνο και την ιστορία, ανάλογα
δηλαδή με το πώς εκδηλώνεται και πώς προσλαμβάνεται αντιστοίχως μέσα στον χρόνο
και την ιστορία: ως πνεύμα, ως απόλυτο, ως θεός, ως άπειρο κ.λπ. Η αλήθεια έτσι δεν είναι παρά το γίγνεσθαι ως εκείνη η διαλεκτική εκδίπλωση, όπου ο Εαυτός και
η ετερότητά του δεν είναι δυο εξωτερικά αντί-θετα παρά εσωτερικά
διαφοροποιημένα ή, με άλλα λόγια, διαφορετικά με βάση μια διαφορά που
αναιρείται εξίσου ως τέτοια.
[1] Φαινομενολογία
του πνεύματος τ. Ι, εισαγωγή-μτφρ.-σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος. Αθήνα: εκδ.
Δωδώνη 1993, σ. 138.
[2] Για την υπόσταση στο Σπινόζα βλ. Χέγκελ:
η Διδασκαλία περί του Είναι, εισαγωγή-μτφρ.-σχόλια
Δημ. Τζωρτζόπουλος. Αθήνα: εκδ. Νόηση 2013, σ. 201.
[3] Χέγκελ: Ποιος σκέπτεται αφηρημένα; Εισαγωγή-μτφρ.-σχόλια Δημ. Τζωρτζόπουλος.
Αθήνα: εκδ. Gutenberg
2011, σσ. 283-84.
[4] Φαινομενολογία του πνεύματος τ. Ι, ό.π., σ. 128.