Γκέοργκ Χέγκελ
1770-1831
Η
απόλυτη ελευθερία και ο τρόμος
ή
η Γαλλική επανάσταση και η τρομοκρατία
ή
η Γαλλική επανάσταση και η τρομοκρατία
§1. Στο τμήμα της Φαινομενολογίας του πνεύματος
που τιτλοφορείται «το αυτο-αλλοτριωμένο
πνεύμα»[1] ο Χέγκελ προχωρεί σε έναν κριτικό σχολιασμό της νεωτερικότητας.
Φέρει προς συζήτηση την πνευματική υπόσταση, το αυτο-αλλοτριωμένο πνεύμα, που βρίσκει τον εαυτό του να είναι
αποξενωμένο από τη φύση και την κοινωνία. Η αλλοτρίωση, από άποψη γενικής αρχής στη Φαινομενολογία, δεν είναι
φαινόμενο της νεωτερικότητας, αλλά ανάγει τις ρίζες της πίσω στον Ρωμαϊκό
κόσμο, που ως στάδιο του ιστορικού γίγνεσθαι του πνεύματος αναδύεται από τη
διάλυση του αρχαίου ελληνικού κόσμου· ενός κόσμου, που στην κορύφωσή του
πέτυχε, υπό τη μορφή της αρχαίας
πολιτείας, να εναρμονίσει το ενικό με το καθολικό, τουτέστι την
ενικότητα/μοναδικότητα της ανθρώπινης ατομικότητας με την καθολικότητα της
πόλεως-κράτους: το Ίδιον με το Κοινόν.
Μια τέτοια εναρμόνιση, δηλαδή εσωτερική ανταπόκριση ατόμου-πολίτη και
πόλεως-πολιτείας δεν άφηνε περιθώρια για οποιαδήποτε μορφή αλλοτρίωσης και
αποξένωσης.
§2. Με όρους
του υπό συζήτηση φαινομενολογικού
πνεύματος, τούτο σημαίνει πως το τελευταίο, κατ’ εκείνη τη φάση της
ιστορικής του εξέλιξης/ανάπτυξης, είχε επιτύχει μια πρώτη, άμεση ενότητα με τον εαυτό του. Με την έλευση
του ρωμαϊκού κόσμου αναδύεται μια άλλη
ενότητα ατόμου και καθολικού, πολίτη και πολιτείας, η οποία έμελλε, υπό
ορισμένους όρους, να αποτελέσει τη βάση για τη συγκρότηση του νεωτερικού
κράτους. Η εν λόγω ενότητα ήταν μια αφηρημένη
ενότητα, όπου το πνεύμα άρχισε να αποξενώνεται
από τον εαυτό του, καθώς κυριαρχεί ένα άκρως ωφελιμιστικό σύστημα δικαίου
που επιφυλάσσει χωρισμό και
ιδιωτικοποίηση της ατομικότητας έναντι της υποστασιακής κοινότητας, δηλαδή
της πολιτείας. Η ελευθερία του ατόμου είναι, κι αυτή, μια αφηρημένη ελευθερία, που έχει για βάση τον ανταγωνισμό του ιδιωτικού με το δημόσιο συμφέρον. Η αυτοσυνείδηση,
ως πνεύμα, γνωρίζει τώρα μόνο μια απολύτως
αλλοτριωμένη πραγματικότητα, που χαρακτηρίζει όλες τις πλευρές: και την
ενικότητα, που έχει ως μοναδικό της κίνητρο τη συσσώρευση πλούτου και την πολιτική κοινότητα, που έχει δομηθεί πια
ως κρατική εξουσία, δηλαδή ως ένας κρατικός μηχανισμός χωρίς την αναγκαία
πνευματική του υποστασιακότητα.
§3. Αυτή η αλλοτριωμένη και αλλοτριωτική συγχρόνως
πραγματικότητα αποκτά ιδιαίτερο
χαρακτήρα στη νεωτερική εποχή, σύμφωνο πάντα με το αντίστοιχο πνεύμα, που μετουσιώνει
διαλεκτικά το νεωτερικό στάδιο ‒ειδικά από τον Διαφωτισμό και εντεύθεν
μέχρι και τη Γαλλική επανάσταση‒ της γενικότερης φαινομενολογικής
αυτο-εκδίπλωσης του πνεύματος. Το κράτος τώρα ενσαρκώνει φιλοσοφικά το στάδιο του διαμελισμού, του διχασμού. Ως τέτοια αντικειμενική πραγματικότητα εκφράζει,
παράλληλα, μια αναγκαιότητα του
πνεύματος να ξαναβρεί τον εαυτό του.
Πώς μπορεί να επιτευχθεί αυτό; Όχι βέβαια μέσα από τη νοσταλγία της αρχαίας
πολιτείας, αλλά από την περαιτέρω ανάπτυξη της απέραντης υποκειμενικότητας. Αυτή η ανάπτυξη περιλαμβάνει
θεμελιωδώς όλη την κινηματική ουσία
του Διαφωτισμού, την οποία ο Χέγκελ αποτιμά ως διαλεκτικό αγώνα ανάμεσα στο Λόγο και τη θρησκευτική πίστη[2].
Αυτός ο αγώνας ομιλεί τη γλώσσα του
απόλυτου διχασμού και εν τέλει καταδεικνύεται ως ένας ιδεολογικός αγώνας με εσωτερικές αντιφάσεις και με ουκ ολίγη
ένδεια περιεχομένου.
§4. Αυτός ο διαφωτιστικός αγώνας ανήγαγε τα πάντα στον Λόγο, ως πνεύμα, με τελική έκβαση, ό,τι
είχε ως τότε θεσμοθετηθεί ως πολιτική, κρατική εξουσία και ως ανάλογη θεωρία
δικαίου, πίστης κ.λπ., να αμφισβητηθεί
από τη ρίζα του και να αναδειχθεί
μια νέα μεταφυσική της ελευθερίας,
η μεταφυσική
εμπειρία της απόλυτης ελευθερίας, όπως την αποτιμά ο Χέγκελ στο
κεφάλαιο της Φαινομενολογίας με τίτλο: η απόλυτη
ελευθερία και ο τρόμος[3].
Πρόκειται για τη μεταφυσική εμπειρία, που ενσαρκώνει η Γαλλική επανάσταση και η οποία με τη σειρά της, κι αυτή, θα
οδηγήσει στην τρομοκρατία. Η Γαλλική
επανάσταση, πριν απ’ όλα, ερμηνεύεται από τον Χέγκελ ως μια διττής υφής, κατά κάποιον τρόπο,
επανάσταση: εσωτερική επανάσταση της
συνείδησης ως αυτοσυνείδησης ή αυτοσυνείδητου πνεύματος και από τούτη, στη
συνέχεια αναδύεται η πραγματική
επανάσταση ως απόλυτη ελευθερία.[4]:
διαλεκτική εσωτερικού και εξωτερικού,
υποκειμενικότητας και αντικειμενικότητας. Κατ’ αυτή τη διαλεκτική τώρα, το
πνεύμα αισθάνεται πως μπορεί να ξεπεράσει
την ολική του αποξένωση και προς τούτο καλείται να ανακατασκευάσει, να μετασχηματίσει, με προοπτική τελειοποίησης, τόσο τη φύση όσο και την κοινωνία. Αυτή
η προοπτική όμως δεν σημαίνει τίποτε άλλο παρά επικράτηση, δόμηση σε εξουσία μιας αφηρημένης καθολικότητας, που πρακτικά
εκδηλώνεται ως απόλυτη εξουσία του Ενός.
Κατ’ αυτή την εξουσία, ο Εαυτός των ατομικών συνειδήσεων εκπροσωπείται ή αντιπροσωπεύεται, υπάγεται δηλαδή απόλυτα στην
εξουσία του Ενός, χωρίς να μπορεί να σκέπτεται και να ενεργεί αυτόβουλα και
αυτόνομα. Έτσι διαμορφώνεται μια στάση προς την εξωτερική ολότητα άκρως
καταστροφική:
«η καθολική
ελευθερία, επομένως, δεν μπορεί να παραγάγει ούτε ένα θετικό έργο ούτε μια
θετική πράξη· της μένει μόνο η αρνητική δράση. Η καθολική ελευθερία είναι η
μανία της καταστροφής»[5].
Η μανία
της καταστροφής αποδίδει την ουσιακή αξία του τρόμου, της τρομοκρατίας. Η
Γαλλική επανάσταση, κατ’ αυτό το πνεύμα, απέτυχε να εκφράσει πραγματικά την ελεύθερη βούληση της
πολιτείας και στη θέση της ύψωσε μια αφηρημένη
καθολικότητα αυτής της βούλησης. Σύμφωνα με τούτη την κενή καθολικότητα δομήθηκε σε εξουσία το ιδιωτικό συμφέρον,
υπό το πρόσχημα πάντοτε ότι εκφράζει το κοινό συμφέρον και την αληθινά ελεύθερη
βούληση. Εν τέλει, ένας εντελώς ανεστραμμένος
κόσμος της ωφελιμιστικής πολιτικής χτες και σήμερα κυριαρχεί παντού, πόσο
μάλλον στην Ελλάδα, και λυμαίνεται ασύστολα την έρημη πολιτική κοινωνία.