Πλωτίνος
204/5-270 μ.Χ.
Προς
μια φιλοσοφική κατανόηση της ζωής
§1
Ποιος
είναι ο Πλωτίνος; Είναι ο φιλόσοφος-διανοητής, που ακολούθησε
μεν την παράδοση της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, αλλά επιχείρησε να της δώσει
μια νέα πνοή, εναρμονισμένη με το
πνεύμα της εποχής, το οποίο εξέφρασε με τον τρόπο του και ο ίδιος. Έζησε τον 3ο
αιώνα μ.Χ. και ανέπτυξε τη συνολική φιλοσοφική
του δραστηριότητα στη Ρώμη. Εγκαθίσταται στην πρωτεύουσα της ρωμαϊκής
αυτοκρατορίας το 245, σαράντα ετών, και ιδρύει
Σχολή, όπου διδάσκει φιλοσοφία δια βίου. Εκεί απέκτησε μεγάλη φήμη, καθώς
και πολλούς σημαντικούς μαθητές, αλλά και διαλεχτούς φίλους. Σύμφωνα με τον
Πορφύριο, ‒εξέχοντα μαθητή του μα και αξιόπιστο βιογράφο του με το έργο του περί
του Πλωτίνου Βίου‒ ο Πλωτίνος δεν ήταν μόνο ένας
εξόχως αποδεκτός φιλόσοφος στη Ρώμη, αλλά και ένας σπάνιος δάσκαλος, που μετέδιδε στους μαθητές του, ανάμεσα στα
άλλα, γαλήνη, παραμυθία, καταπράυνση, ανθρωπινότητα, κατανοητικότητα, προσήνεια
κ.λπ. Και όλα ετούτα δεν είναι άσχετα με το γεγονός ο Πλωτίνος ήταν πάντοτε
παρών στις ποικίλες δυσκολίες των φίλων του.
§2
Ως προς τη διδασκαλία του είχε αναπτύξει μια φιλοσοφική μέθοδο δυναμικής υφής, που απεικονίζει τη σχέση Είναι και Δέοντος, Αξίας και Όντος. Στο πλαίσιο αυτής της μεθοδολογικής
δυναμικής, δεν λησμονούσε, ούτε στις πιο αναπάντεχες στιγμές του βίου του, να
εφαρμόζει στην πράξη ό,τι ο ίδιος δίδασκε ή διατύπωνε θεωρητικά. Για παράδειγμα
καλλιεργούσε έντονα την εσωτερικότητα και την αποστασιοποίηση από τα εγκόσμια της καθημερινότητας, ενώ
συγχρόνως επιχειρούσε αυτό να το κάμει εφαρμόσιμο
και στην πλειονότητα των ανθρώπων
που τον περιέβαλλαν με την εμπιστοσύνη τους ή την αφοσίωσή τους. Επρόκειτο για
μια στροφή του προς τα ένδον, η οποία όμως δεν ήταν άσχετη και με την άκρως ταραγμένη εποχή που έζησε. Εδώ, ο
νεοπλατωνικός φιλόσοφος διέκρινε πως αυτή η ταραχώδης και γεμάτη αγωνία εποχή
θα μπορούσε να κονιορτοποιήσει την
ανθρώπινη ατομικότητα. Γι’ αυτό και πίστευε πως ο άνθρωπος θα μπορούσε, ως
ένα αντιστάθμισμα υπό μια ευρεία έννοια, να ανακαλύψει την εσωτερική του
δυναμική και να ενεργοποιήσει όλες
τις ζωτικές δυνάμεις που φέρει μέσα του. Στη συνάφεια τούτη κήρυττε πως τα
πάντα εξαρτώνται από μια τέτοια φιλοσοφική
άσκηση της ψυχής, που θα επιτρέπει να εκχύνεται στον εξωτερικό, τον αισθητό
κόσμο ένας πλούτος απέραντων δυνάμεων αρμονίας και κάλλους. Είναι οι δυνάμεις
που μπορούν να μεταβάλλουν τη ζωή σε μια αδιάκοπη
και γοητευτική δημιουργία και να καθιστούν την πρόοδο μια διαρκή επάνοδο του ανθρώπου στον εαυτό του, κάτι δηλαδή
παρεμφερές με τη νιτσεϊκή αιώνια επάνοδο του ίδιου και του όμοιου. Και στις δυο
περιπτώσεις, η εν λόγω πρόοδος όχι μόνο δεν σχετίζεται με την τρέχουσα χυδαία αιτιοκρατική ιδέα της προόδου,
αλλά την αντιστρατεύεται ευθέως.
§3
Ι. Πώς
αντίκριζε τη ζωή ο Πλωτίνος; Την αντίκριζε μέσα από την «περιπλάνηση»
στην απείρως όμορφη εσωτερικότητά της. Η αληθώς
αυθεντική ζωή δεν βρίσκεται ούτε εξαντλείται στην εξωτερική ζωή παρά συνυφαίνεται με την εγρήγορση της έλλογης ψυχής
και με τη συναγωγή του πνεύματος
στον εαυτό του. Τούτο σημαίνει δυο τινά: 1. Ό,τι αυτό που αξίζει να προσέχει ο
άνθρωπος και να προσηλώνει το βλέμμα του
δεν πρέπει να είναι οι ποικίλες και ανεξέλεγκτες εικονικές αναπαραστάσεις της ζωής, αλλά οι ιδανικές μορφές και η
αντίστοιχη ομορφιά, που αυτές εκπέμπουν. 2. Έτσι δεν αρνείται τη ζωή,
παρά μόνο την τετριμμένη καθημερινότητα,
που μας γεμίζει με θλίψη, ανασφάλεια,
διχοτόμηση και αφόρητο παραλογισμό. Μια τέτοια άρνηση την κατανοούσε ως
άρνηση του εσωτερικά ελεύθερου ατόμου
να παραδοθεί στην ανεστιότητα της βίαιης
εξωτερικότητας αλλότριων προς τον αληθή βίο δυνάμεων. Σε καμιά περίπτωση δεν
κήρυττε, με αυτό τον τρόπο, τη φυγή από την πραγματικότητα παρά μόνο την αναζήτηση της γαλήνης στο αιώνιο. Υπ’
αυτή την οπτική και πάντα υπό μια γόνιμη ερμηνεία της πλατωνικής φιλοσοφίας
ιεραρχούσε τις διάφορες μορφές της ζωής με βάση
την αξία της αυτή καθεαυτήν.
ΙΙ. Η
πρώτη, κατώτατη μορφή ζωής είναι η
σωματική και η φυτική. Ακολουθεί η ψυχική
και στην κορυφή βρίσκεται η ζωή της αιωνιότητας,
εκείνη του πνεύματος. Κατά την πρώτη
βαθμίδα, η ψυχή ρέπει προς μια εμπειρική
εξωτερίκευση, όπου ως ζωντανή ατομικότητα εκτίθεται σε μια αδιάπτωτη
παραγωγή νέων μορφών της πρώτης εκείνης βαθμίδας, με αποτέλεσμα την πρακτική, ηθική, αλλά και γνωσιακή,
θεωρητική εξάντληση ή κόπωση. Η τελευταία ωστόσο, μαζί με την έμφυτη τάση,
επιθυμία, πόθο της ψυχής για επιστροφή προς τον εαυτό της, την επαναφέρουν προς τα ένδον, την καθιστούν αυτοσυνείδηση. Ως
συνείδηση και αυτοσυνείδηση, η ψυχή απελευθερώνεται από τη σκιώδη ζωή του
αισθητού κόσμου και ανέρχεται προς τη
ζωή ή τον κόσμο της καθαρής ιδέας. Η ψυχή τώρα μεταβαίνει στην αρχέγονη
πηγή της, δηλαδή ανάγεται στο Νου,
και ο λόγος της συνάγει τα πολλά στο Ένα,
κατά το πρότυπο της πλατωνικής διαλεκτικής: από τη διαίρεση των πολλών στη συναγωγή του Ενός. Δυνάμει μιας
τέτοιας διαλεκτικής καθίσταται δυνατή πλέον η τρίτη βαθμίδα, η ζωή του πνεύματος, όπου η ζωή
συγκροτεί το αιώνιο παρόν, την αμετάβλητη, αναλλοίωτη μορφή της, εκείθεν κάθε φθοράς και καταστροφής. Όλες τώρα
οι στιγμές και οι τρόποι ζωής άδουν την
πεπληρωμένη νοσταλγία της ανθρώπινης ψυχής.